Από τον Κωνσταντίνο Σχοινά
Κοιμότανε ο αρχηγός σε πουπουλένιο στρώμα, από συμβούλια απόκαμε και από αποφάσεις, στο όνειρό του έβλεπε πως άνοιξ’ ένα πώμα, πήγε να πιει και βγήκανε σωρό αναθυμιάσεις.
Ξύπνησε κι εξεφώνησε «Όχι άλλο ξυλόλιο», τόνε αγκάλιασε σφιχτά η υπέρλαμπρη Μαρέβα. «Ήρθε βαρύς ο μουσακάς ή φταίει κάνα εμβόλιο;» τον ρώτησε κι ευαίσθητη πέτυχε μια του φλέβα.
«Ο μουσακάς είν’ ακριβός, προέχει η λιτότης, για βραδινό κανονικά φτάνει και περισσεύει, μια κουταλίτσα ουκρανικό χαβιάρι α’ ποιότης, για εμβόλιο μην ξανακούσω κιχ, και όλα τα γιατρεύει».
Σώπασ’ η όμορφη κυρά, γέρνει στο προσκεφάλι, μα δεν μπορεί ο αρχηγός στο πλάι της να γείρει, του κράτους τα ζητήματα του ‘χουνε φέρει ζάλη. Στέκεται, σκέφτεται καθώς κοιτά απ’ το παραθύρι.
«Να τα βροντήξω και παραίτηση να πάω να υποβάλω, ν’ αρχίσω τα τριήμερα και τις ποδηλατάδες; Μα τέτοια κουτάλα πλούσια ν’ αφήσω για ρεγάλο, να τρωγοπίνουν και να πιουν οι άλλοι οι κατσαπλιάδες;»
Πιάνει μολύβι και χαρτί κι ο νους του υπερστροφάρει, και σχεδιάζει τακτικές σαν να ‘ναι ο Λουτσέσκου, το υπουργικό συμβούλιο βάλθηκε να φρεσκάρει, μεγάλο όμως του φάνηκε, λες κι είν’ του Τσαουσέσκου.
«Πολλοί ας είναι, άσε τους, να έχει ο πάγκος βάθος, το στήσιμο ν’ αλλάξουμε και των εξτρέμ τον ρόλο, να βάλουμε τριαντάρηδες που κυβερνάν με πάθος, να αναδείξουμε ολοκαίνουργιο πολιτικό μας πόλο».
Πολλά λέει μεγαλόπνοα και άριστος στο σκάκι, τον Μάκη τον αφόπλισε, στα χαφ τόνε τραβάει, να του αφήσει για βοήθειες Σοφία Ζαχαράκη, που έχει ενσυναίσθηση, τις μάνες τις πονάει;
Τέτοια αναρωτήθηκε, βρίσκει τις απαντήσεις, φτιάχνει στο τέλος διάταξη με δέκα ακροκεντρώους, κι αυτός τερματοφύλακας, να αποκρούει τις κρίσεις, κι όλες τις κακοήθειες, ανέμους αντιξόους.
Και πάλι αποκοιμήθηκε, τα μάτια του σφαλίζει, σίγουρα τρένα ανάπτυξης στ’ όνειρο παν σεργιάνι, κι όποιος το σπίτι για φωτιά, πλημμύρα ασφαλίζει θα ‘χει δώρο στον ΕΝΦΙΑ απ’ τον Κεφαλογιάννη.
Εξαίσιο!
Αλα Σουρή.
Υπόκλιση