Θέλω να δω τον Πάπα

Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης

Το πρόγραμμα της στρατιωτικής Μονάδος προβλέ­πει βολή. Ο Μέραρχος φωνάζει τον αρμόδιο επιτελή, να τον συνοδεύ­σει για να την παρακολουθήσουν. Φθάνουν στο Πεδίο Βολής, στο οποίο βα­σιλεύει άκρα του τάφου σιωπή.

Μπαίνουν στο όχημα και κατ’ ευθείαν στην έδρα του Τάγματος, όπου συναντούν τον Διοικητή.

– Γιατί κύριε Διοικητά δεν εκτελεί το Τάγ­μα βολή, όπως προβλέπει το πρόγραμμα;

– Για 40 λόγους Στρατηγέ.

– Να τους ακούσω.

– Πρώτον δεν είχαμε πυρομαχικά.

– Αρκεί, να λείπουν οι άλλοι 39.

Προς τι αυτό το πολύ γνωστό στρατιω­τικό ανέκδοτο; Σε λίγο θα δείτε.

Δεν είμαι κολλημένος με την εποχή μου. Και αυτό, επειδή πιστεύω ότι η κάθε γενιά έχει τα δικά της ωραία, τα οποία βέ­βαια είναι αρρήκτως συνδεδεμένα με την νιότη της. Αυτή είναι η δύναμη, που μετά 40 ή 50 χρόνια, σε κάνει να λες αναπολώντας: «Τότε, την παλιά καλή εποχή…». Τρί­χες καλή εποχή. Ήσουν εσύ νεαρός και όλα τότε ήταν ωραία. Με μία μικρή διαφορά βέ­βαια, ότι αυτό το κατάλαβες μετά… 50 χρό­νια.

Άρα λοιπόν η ομορφάδα κάθε εποχής είναι σαν τα πυρομαχικά. Είσαι 20άρης; Όλα καλά. Σκυλογέρασες; Άστα να πάνε. Συνε­πώς, και για να έρθουμε στο ανέκδοτο με το οποίο ξεκινήσαμε. Ο πρώτος από τους 40 λόγους που η εποχή μας ήταν ωραία, ήταν ότι είμασταν νέοι… Οι άλλοι 39 λόγοι περιττεύουν.

Τα σημάδια του «ετοιμάσου να μας αδειάσεις τη γωνιά κύριος», είναι πολλα­πλά και ποικίλα. Κάτι να σκοτώνονται να σηκωθούν στο μετρό για να σου παραχωρήσουν τη θέση, κάτι να μη σου ψάχνουν τις τσέπες όταν μπαίνεις στο γήπεδο (άρα είσαι ευυπόληπτος πολίτης ή απλώς ανίκα­νος να κάνεις επεισόδια), είναι φως φανάρι, ότι καλά θα κάνεις να πηγαίνεις κάθε Κυρια­κή στην εκκλησία και να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή.

Το καλοκαίρι στο ΚΑΑΥ, έπαιζα ένα παι­χνίδι με την εγγονούλα μου (ετών 5) και σε κάποια στιγμή και ενώ είχα προηγηθεί στο σκορ, πετάγεται ένας πιτσιρικάς από δίπλα και κραυγάζει: «Ρε συ ο παππούς κερδί­ζει.». Άντε μετά να πάει κάτω εκείνο το ρημάδι το ουζάκι, που ήπιαμε στο ουζερί. Τώρα προς τι όλη αυτή η αμπελοφιλο­σοφία;

Τη γνώμη μου για την κατάντια της σύγχρονης Ελληνικής μουσικής την ξέρε­τε. Αν κάποιος αμφιβάλει, ας μου πει ποια ήταν η κορυφαία Ελληνική επιτυχία του 2024 και αν θυμηθεί, εγώ να κόψω το Σαλοσπίρ για μία εβδομάδα. Άντε και 5 μέρες το Λίπιτορ…

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δυστυ­χώς επτωχεύσαμεν. Η πλειονότητα των νέων Ελληνικών τραγουδιών, δεν είναι ούτε για τα γνωστά πανηγύρια.

Όμως αν θες να μάθεις ποιες είναι οι επιτυχίες της δεκαετίας του ’60 και πίσω, πήγαινε σε κάποιο κέντρο στην παραλία (μετά τη 01.00) ή σε κάποιο Ελληνικό γλεντάκι και θα τις ακούσεις να σου χαϊδεύουν τ’ αυτιά, περήφανες και νοσταλγικές.

Όμως και αυτές οι εποχές, είχαν τα «πιο χαμηλά-πιο χαμηλά» ή το «καλύτερα να τάχω με μαϊμού» τους. Τραγούδια δηλαδή που ήταν «κάπως». Να θυμηθούμε μερικά. Το 1933, ο Θέμης Νάλτσας γράφει το τραγούδι «Είναι μεσάνυχτα κι όλη η φύσις ησυχάζει». Είναι ΤΟ τραγούδι – ασυναρτη­σία. Λέει ο ποιητής:

 

Οι διαβάτες στο δρόμο αραιώνουν

ερημιά, η νυχτιά είναι παγερή

ένας σκύλος ουρλιάζει με πόνο

λες και κάτι ο δόλιος θρηνεί

 

Ο βοριάς με μανία μουγκρίζει

μιά σειρήνα κλαυθμυρίζει

κι από πέρα ένα ρολόι

χτυπά την ώρα σιγά

 

Είναι μεσάνυχτα

κι όλ’ η φύσις ησυχάζει

κι όμως ένας που σπαράζει

δεν κοιμάται, ξενυχτά

 

αχ θυμάται με μαράζι

μιά γυναίκα π’ αγαπά τρελλά

την ζητά κι αναστενάζει

μα αυτή είναι μακρυά

 

Τώρα, πώς γίνεται μ’ όλον αυτό τον χαλασμό, να ησυχάζει η φύσις, μόνον ο δημιουργός του το γνωρί­ζει. Σκυλιά ουρλιάζουν, βοριάδες λυσσάνε, σειρήνες βαράνε και ρολόγια βροντάνε, και παρ’ όλα αυτά η φύσις δεν χαμπαριάζει. Μπορεί νάναι κι έτσι.

Φωνάζουμε στα παιδιά μας, ότι έχου­νε ξεσαλώσει και έχουν πάρει την οδό της απωλείας. Για να δούμε όμως το 1940, τι προέτρεπαν οι στίχοι του Χρ. Γιαννακόπουλου (μουσική Μίμη Κατριβάνου). Ο εκείνος λοιπόν, αφού έχει διαπιστώσει πως αρέσει στην εκείνη, καίτοι υπάρχει κοινωνική από­σταση μεταξύ τους, της προτείνει:

 

Είσαι κορίτσι από φαμίλια,
κάμποσα μας χωρίζουν μίλια
όμως μ’ αφήνεις να υποθέσω,
ότι σ’ αρέσω.

 

Αν είσαι λίγο τσιμπημένη,
ένα νομίζω πως μας μένει
κι άκου σαν θες λοιπόν χρυσή μου
την πρότασή μου.

 

Έλα μια νύχτα ν’ αλητέψουμε
μια νύχτα μόνο έλα
να πιούμε και να μπερμπαντέψουμε
με λύσσα και με τρέλα.

 

Μέσα στους δρόμους να κυλιόμαστε
με γεια μας με χαρά μας
να ‘χουμε κάτι να θυμόμαστε
ως τα γεράματα μας.

 

Πάντοτε με λοξοκοιτάζεις
κι όλο σε πειρασμό με βάζεις
κι ο ένας αν δεν αμφιβάλλω
θέλει τον άλλον.

 

Μια και δε βρίσκεται άλλος τρόπος
να βολευτούμε όπως όπως
κι άσε κοπέλα μου να ζήσεις
τις αντιρρήσεις.

 

Έλα μια νύχτα ν’ αλητέψουμε
μια νύχτα μόνο έλα
να πιούμε και να μπερμπαντέψουμε
με λύσσα και με τρέλα.

 

Μέσα στους δρόμους να κυλιόμαστε
με γεια μας με χαρά μας
να ‘χουμε κάτι να θυμόμαστε
ως τα γεράματα μας.

 

Όλη η ουσία του άσματος, είναι στο «νάχουμε κάτι να θυμόμαστε». Κατά τα άλλα, εμφανίζεται ο τεντιμποϊσμός σε πρώιμη μορφή.

Διότι φίλοι μου ακριβώς αυτές τις μούρλιες θυμάσαι στα γεράματά σου, όπως προσωπικώς θυμάμαι μια βόλτα στην Κόρινθο το 1968 με νοικιασμένο σκαραβαίο και στον δρόμο, εν κινήσει το αμάξι, να αλλάζουμε θέση, οδηγός-συνοδηγός, με τον φίλο μου.

Αλλά και απιστίες κυκλοφορούσαν στα παλιά «αθώα» τραγουδάκια. Για ακούστε ή μάλλον διαβάστε. Έτος 1920. Δημιουργός ο Χρήστος Στρουμπούλης:

 

Ξύπνα ξύπνα διότι χαράζει

δεν ακούς τα πουλάκια πως λαλούνε,

ξύπνα ξύπνα διότι θα μας δού­νε,

πως είμαστε όλη τη νύχτα μαζί.

 

Είναι νυξ και κανείς δεν ακούει

όλη η φύσις κοιμάται βαθειά

μόνο το κύμα του βράχου μ’ ακούει

π’ αναστενάζω και κλαίω πικρά.

 

Τα πουλιά που πετούν στον αέρα

δεν φοβούνται κανέναν καιρό

μόνο φοβούνται μπαρούτι και σκάγια

και όταν τύχει καλός κυνηγός.

 

Εδώ εκτός του ότι η άπιστη είναι βαρήκοη, αφού της τα λέει όλα από δυό φορές, έχουμε και μία καραμπινάτη παράνομη σχέση, διότι για­τί να φοβούνται μη τους δούνε μαζί; Ακόμη φαίνεται ότι όλο το σκηνικό βασίζεται στη γενική βαρηκοΐα λόγω της νυκτός. Τέλος πάντων.

Να μη μιλήσουμε για τον τρίτο στίχο ο οποίος είναι τα αγλάϊσμα της ασυναρτησίας, αφού ανακατεύει πουλιά, μπαρούτια κυνηγούς και τα κάνει αχταρμά. Ποιητική αδεία θα πείτε. Μπορεί νάναι κι έτσι.

Και αφήσαμε για το τέλος ένα πολύ σόκιν, ακόμη και για σήμερα, τραγουδάκι του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, που το έγραψε το 1922. Πρόκει­ται για το «Θέλω να δω τον Πάπα» και που ανήκει στην ομώνυμη οπερέτα του μεγά­λου μας συνθέτη, από το Λιτόχωρο. Πάρτε μια ιδέα:

 

Ήταν πάντα η συλλογιά μου να μπω στο Βατικανό,

να τον έβλεπα μπροστά μου φυσικό και ζωντανό,

λένε πως είναι ωραίος, είναι διακριτικός,

και βαρβάτος και μοιραίος και γλυκός, πολύ γλυκός.

 

Θέλω να τον δω, θέλω να τον δω,

θέλω να δω τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,

θέλω να δω τον Πάπα, θέλω να τον δω.

 

Θέλει να τον δει, θέλει να τον δει,

θέλει να δει τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,

θέλει να δει τον Πάπα, θέλει να τον δει.

 

Νιώθω πως όταν μπροστά μου τον ειδώ πρώτη φορά,

θα κοπούν τα ήπατά μου και θα νιώσω μια χαρά,

κι απ’ την ταραχή θα φρίξω αντικρύ του σαν βρεθώ,

και μ’ ευλάβεια θα σκύψω μπρος του να τον ασπαστώ.

 

Θέλω να τον δω, θέλω να τον δω,

θέλω να δω τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,

θέλω να δω τον Πάπα, θέλω να τον δω.

 

Θέλει να τον δει, θέλει να τον δει,

θέλει να δει τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,

θέλει να δει τον Πάπα, θέλει να τον δει.

 

Κι επιτέλους μια κυρία μόλις έχει παντρευτεί,

θα ζητήσει ευκαιρία μεσ’ στη Ρώμη να βρεθεί,

θα ειπέι στον σύζυγό της “Μια που είμαστε εδώ,

τον ποντίφηκα εν πρώτοις θέλω, μα θέλω να τον δω”.

 

Θέλω να τον δω, θέλω να τον δω,

θέλω να δω τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,

θέλω να δω τον Πάπα, θέλω να τον δω.

 

Θέλει να τον δει, θέλει να τον δει,

θέλει να δει τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα,

θέλει να δει τον Πάπα, θέλει να τον δει.

 

Τα πιάσατε τα υπονοούμενα που μας πνίξανε.

Συμπέρασμα λοιπόν. Μην πυροβολεί­τε τον πιανίστα. Κάθε εποχή έχει τα συν και τα πλην της. Βέβαια είναι γεγονός, ότι η σημερινή εποχή έχει, κακά τα ψέματα, λο­ξοδρομήσει αρκετά. Δεν βρίσκεις σήμερα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Μούτση Σπανό, Πιτσιλαδή, Μαρκόπουλο, Τόκα, Λευτέρη Παπαδόπουλο (γειά σου ΑΕΚάρα), Γκάτσο, Μπιθικώτση, Μαρινέλλα, Κόκοτα και τό­σους άλλους. Η εποχή φταίει όμως ή μή­πως κάτι άλλο; Κάτι είχε πει ο Στέλιος Καζαντζίδης. Για ψαχτείτε…

Σημείωση

Ο καλός μου φίλος Ανδρέας Μ., με αφορμή το τελευταίο σημείωμα με τίτλο: «Τα περασμένα ωραία χρόνια…», μου γράφει: «Ο αείμνηστος και σπουδαίος στιχουργός Θάνος Σοφός, που είχα τη μεγάλη τύχη να βρίσκομαι δίπλα του από το 2018 μέχρι και το 2024, που έφυγε από τον φθαρτό ετούτο κόσμο, μου είχε πει μεταξύ των άλλων το εξής περιστατικό. Το 1952 κατηφόριζε την Πανεπιστημίου και συγκεκριμένα έξω από το θέατρο REX, μία κυρία διαπληκτιζόταν με το γιο της λέγοντας: ‘’Κοίτα να συμμορφωθείς, ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί….’’  Μόλις το άκουσε ο αείμνηστος ο Θάνος Σοφός εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που σταμάτησε έβγαλε το πακέτο από τα τσιγάρα του κι έγραψε τη φράση (ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί) και μόλις πήγε στο σπίτι του έγραψε αυτό το διαχρονικό αριστούργημα σε στίχους. Κι όταν συναντήθηκε με τον άλλο σπουδαίο, τον Νίκο Γούναρη, του το εμπιστεύτηκε κι εκείνος με τη σειρά του το μελοποίησε».

Ευχαριστώ πολύ Ανδρέα.

Εφευρετικότατος ο μπόμπιρας του Αρκά

Αρρωστημένα μυαλά

Καλύτερα, από Δευτέρα…

Όλα έχουν την εξήγησή τους

Ψίλωμα-Χαμίλομα…

Θρεφτάρι

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Ζητούνται επειγόντως δίαυλοι με ΗΠΑ

Να την πάρει τη Γάζα ο πορτοκαλής, να την κάνει Disneyland. Το μόνο που με ανησυχεί είναι πού θα...

Στα νύχια των σεισμολόγων

Ενίοτε οι σεισμολόγοι αποδεικνύονται χειρότεροι για την (ψυχική) υγεία των ανθρώπων απ’ όσοι οι ίδιοι οι σεισμοί. Το δυσοίωνο...

Η εθελοδουλεία ως βίωμα

Ο Νίκος Φλώρος είναι Έλληνας γλύπτης με παγκόσμια ακτινοβολία, αφού μεταξύ των διακρίσεων που πέτυχε ήταν και το χρυσό...

Η κληρονομιά του Κολοκοτρώνη

Σαν σήμερα το 1843 πέθανε ο άνθρωπος που τον διάλεξε ο Θεός να βοηθήσει το ελληνικό έθνος να αποδράσει...