Τέλος εορτών

Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης

Πάνε και οι φετινές γιορτές, και του χρόνου νάμαστε καλά.

Συνήθως, η περίοδος των εορτών, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είναι περίοδος περισυλλογής και απολογισμού. Η περίοδος όμως μετά τις γιορτές, είναι περίοδος μόνο απολογισμού και ο απολογισμός αυτός έχει δύο σκέλη: Τον οικονομικό και τον διατροφικό. Και οι δύο, εμφανίζονται άκρως προβληματικοί μετά την περίοδο των εορτών. Αν και κατά τα προεόρτια είχαν καταρτισθεί λεπτομερείς προϋπολογισμοί, σαν αυτούς που κάνουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, εν τούτοις κατά την εφαρμογή, όλα έγιναν στάχτη και μπούλμπερη. Ακριβώς όπως γίνεται με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Τα πάντα και οι πάντες εξόκειλαν.

Και ας αρχίσουμε με τον διατροφικό απολογισμό. Είχε προσυμφωνηθεί, τα πάντα να είναι με μέτρο. Φαγητά, ποτά, γλυκά, διότι όσο νάναι και την πιεσούλα μας έχουμε και το ζάχαρό μας έχουμε και τη χοληστερίνη μας έχουμε και τα κιλάκια μας έχουμε. Διότι, ναι μεν ό,τι έχει ο άνθρωπος καλό είναι, αλλά άμα το παρακάνεις, να δεις που είναι κακό.

Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθησαν ως εσχεδιάσθησαν, με αποτέλεσμα να ακολουθούν διάλογοι όπως παρακάτω

– Μήτσο μου, έφαγες σαν βόας αυτές τις μέρες. Κάποια μέρα θα σκάσεις και θα ντυθώ στα μαύρα, νέα γυναίκα. Πάτα και λίγο φρένο. Θα σκάσεις Μήτσο μου, θα σκάσεις.

– Γυναίκα, κατά πρώτον δεν είσαι νέα γυναίκα, αφού έχεις καβατζάρει τα 55 και μη κοιτάς τι λέμε στους άλλους. Κατά δεύτερον δεν έφαγα σαν βόας, αλλά με μέτρο,  σεμνά και ταπεινά.

– Τι σεμνά Μήτσο μου, που στη γιορτή του Χρήστου του κουμπάρου, αφού έφαγες για ζέσταμα 5 μπολάκια ξηρούς καρπούς και ήπιες 4 ουίσκι πριν το φαγητό, στο τραπέζι καταβρόχθισες ένα μπούτι αρνάκι σούβλας με πατάτες και σκορδάκι στουμπισμένο, που αναστέναξαν τα πιρούνια. Χώρια τα κρασιά και τα γλυκά.

– Γυναίκα πάλε ψεύδεσαι, διότι δεν έφαγα όλο το μπούτι, αλλά μόνο το

ψαχνό του, τα ρέστα τα φύλαξα για τον Μούργο (διευκρίνιση για τους ζωοφίλους: Το «Μούργος» είναι το όνομα του κ. σκύλου και όχι περιφρονητική προσφώνηση…).

– Αμ το άλλο, στου ξαδέρφου του Βασιλάκη την Πρωτοχρονιά; Αφηνίασες.  Μια σκάφη μακαρόνια με ροζ μπιφ περιδρόμιασες. Χώρια τα σαλάμια, τα τυριά και τα καναπεδάκια, που τα τσάκισες. Θα σκάσεις Μήτσο μου, θα σκάσεις.

– Σταμάτα ρε γυναίκα. Μια φορά τον χρόνο είναι γιορτές.

– Αμ δεν είναι έτσι Μήτσο μου. Διότι μια φορά τον χρόνο είναι γιορτές, μια φορά τον χρόνο είναι Πάσχα που καταβροχθίζεις σχεδόν το μισό αρνί με τις απαραίτητες πατατούλες, μια φορά τον χρόνο είναι Απόκριες με τα γαλακτομπούρεκα μαζί με την Τσικνοπέμπτη με τα τσικνιστά, μια φορά τον χρόνο είναι Δεκαπενταύγουστος πάλε με το αρνί με την ονειρεμένη πέτσα, μια φορά τον χρόνο 25η Μαρτίου που τρως ένα κουβά σκορδαλιά και μια φορά την εβδομάδα είναι Κυριακή. Άμα τις μαζέψεις όλες αυτές τις φορές, πιάνεις ταβάνι. Θα σκάσεις Μήτσο μου, θα σκάσεις.

Θα έλεγα όπως οι εκάστοτε κυβερνήσεις, αλλά αυτές, δυστυχώς, δεν σκάνε με τίποτα…

Αυτό που μόλις διαβάσατε, είναι ένας Casus Belli διάλογος, μεταξύ ενός, κατά τα άλλα αγαπημένου αντρογύνου, που το ένα μέλος του βλέπει μακριά και το άλλο μέχρι το πιάτο, που είναι μπροστά του.

Ποτέ δεν θα μάθουμε τι απέγινε ο Μήτσος, γι’ αυτό ας αλλάξουμε σκηνή και ας μεταφερθούμε στο σπίτι του Σώτου και της Σούλας που ασχολούνται με το έτερο σκέλος του απολογισμού. Τουτέστιν, το οικονομικό.

Ο Σώτος, σκυφτός σ’ ένα τετράδιο  γράφει και σβήνει μανιωδώς. Το στεφάνι του, η Τούλα με τ’ όνομα, ξέρετε η κόρη αυτουνού που είχε το μεγάλο εμπορικό στην πλατεία και είπανε ότι το έπαιξε στα χαρτιά και τώρα αντί για εμπορικό έχει ένα οικοπεδάκι 1Χ2 μέγκλα στο Β΄ Νεκροταφείο, τρίτο κυπαρίσσι αριστερά όπως μπαίνουμε  και πορεύεται και ακούει και τις φωνές από το δίπλα γήπεδο του Απόλλωνα, που τώρα δεν παίζει εκεί. Η Τούλα λοιπόν, όση ώρα ο Σώτος μαλώνει με το χαρτί, τη γομολάστιχα  και τους αριθμούς, διαβάζει ένα βιβλίο με τους έρωτες του Φοίβου  και της Εσμεράλδας. Όχι αυτής του Βίκτορος Ουγκώ, αλλά της πρώτης της ξαδέλφης, που δούλευε κορδελιάστρα στον Πύργο του Ιβανόη. Όχι του Ιβανόη του σερ Γουόλτερ Σκοτ, αλλά του πρώτου του ξαδέλφου. Δεν τον ξέρετε;  Κακό του κεφαλιού σας.

Γράφει σβήνει λοιπόν ο Σώτος και στο τέλος αποφαίνεται:

– Τούλα, επτωχεύσαμεν !

– Τι είπες Σώτο μου;

– Ρε συ δεν ακούς καλά μετά τις 8 το βράδυ; Σου είπα επτωχεύσαμεν, όπως είχε πει ο Χαρίλαος Τρικούπης. Δεν υπάρχει σάλιο, όπως είχε πει ο Ανδρέας Λοβέρδος. Πώς το λένε;

– Και προς τι το τοιούτον περικαλώ;  ερωτά η Τούλα επηρεασμένη από την γλώσσα του Γοδεφρείδου.

– Αι εορταί Τούλα μου, αι εορταί…

– Δηλαδή.

– Αυτές μας εκτροχίασαν.

– Γιατί;

– Γιατί είν΄ η μύτη σου τουρσί. Τι γιατί ρε Τούλα. Γιατί φάγαμε τον άμπακα, ήπιαμε ίσαμε με δύο θάλασσες πιοτά που λέει και η Χαρούλα η Αλεξίου, ψωνίσαμε σαν λυσσασμένοι και τώρα θα τηράμε τον ουρανό που δεν θάχει κι’ άστρα, μια κι’ είναι και χειμώνας.

– Και δηλαδή είμαστε πανί με πανί;

– Κάτι χειρότερο. Είμαστε όπως τότε που ο Βαρουφάκης (με ένα «ν») έκλεισε τις τράπεζες.

– Σοβαρά;

– Να σε θάψω.

Η Τούλα, σάμπως στράβωσε μ’ αυτό το τελευταίο, αλλά δεν είχε όρεξη για καυγά.

– Ε καλά σε λίγο δεν θα πληρωθούμε;

– Τι σε λίγο ρε Τούλα. Η κυβέρνηση για να μας διευκολύνει, λέει, στις γιορτές μας έδωσε την σύνταξη του Ιανουαρίου στις 21 Δεκεμβρίου και θα πληρωθούμε τώρα στις 30 Ιανουαρίου. Ωραία διευκόλυνση μας έκανε. Να μου φέρει τον καθηγητή που τους έμαθε «Οικονομία» να τον φιλήσω.

– Και τώρα τι γίνεται ρε σύ; Πώς θα τη βγάλουμε;

– Τώρα θα σταυρώσουμε τα χέρια, θα φαντασθούμε ότι έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα και θα αρχίσουμε να ξεραίνουμε το ξέρεις ποιο, για να πορευτούμε και αν…

– Τι είναι αυτά που λες ρε;

– Τούλα μου αυτά είναι. Γι’ αυτό σου είπα επτωχεύσαμεν.

Ένας άλλος διάλογος Casus Belli ολοκληρώθηκε και η συνέχεια…   (Κατάλληλη για άνω των 18 ετών)

Μικρά καθημερινά δράματα, που ακολουθούν το διάστημα της ευωχίας των εορτών. Σου βγαίνει ξινό και το ροζ μπιφ και το αρνάκι και κείνη η βραδιά που έβγαλες έξω το στεφάνι σου να διασκεδάσετε, που να μην έσωνε.

Και τώρα; Τώρα επτωχεύσαμεν! Που θα πει σφίξιμο το ζωνάρι, κάθε μέρα μπρόκολο και λάχανο και τηλεόραση μέχρι να δεις την Εμινέ φαντάρο. Διότι παράπονο δεν έχετε. Με την τηλεόρασή μας δεν πλήττει ουδείς. Και τα τούρκικά μας τα έχουμε, ώστε να συμπεράνει η κυρά Καλή στο χωριό: «Τσ τσ τσ παιδί μου, ίδιοι μ’ εμάς είναι οι Τούρκοι. Οι μεγάλοι τα κάνουν όλα». Και αγνοεί η κυρά Καλή ότι τα εκατομμύρια των Χριστιανών δεν τα έσφαξαν οι «μεγάλοι», αλλά οι παππούδες της κάθε Εμινέ, που ανοήτως θαυμάζει. Πέραν των τούρκικων έχουμε και τις σχοινοτενείς συζητήσεις, με τις εμβριθείς αναλύσεις, που σχεδόν πάντοτε διαψεύδονται, όπως τότε που απαξάπαντες είχαν προβλέψει νίκη της Καμάλα στις ΗΠΑ και ο Τραμπ τους πήρε παραμάζωμα και γενικώς είναι ό, τι  πρέπει για να… κλείσουμε την τηλεόραση.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, το μόνο που μας μένει είναι να αναφωνήσουμε όλοι μαζί, όπως ο ταλαίπωρος και αγρίως εξαπατηθείς κ. Ζάχος (Βασ. Αυλωνίτης) στην «Ωραία των Αθηνών»: «Βρε πού πάμε ρε. Πού πάμε»!…

Και του χρόνου.

Ανατολίτικη σοφία

 Αντωνάκη ΜΟΥ

 Πρακτική εφαρμογή μαθημάτων κ. Μπαμπινιώτη

Σωστά!…

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Τι φοβάται ο Κυριάκος;

Επιλέγοντας τον κ. Τασούλα για επόμενο πρόεδρο, ο Κυριάκος έδειξε τη στρατηγική του: στροφή προς τους ψηφοφόρους των δεξιών...

Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια

Ο λαός μας λέει ότι το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Αφού είδαμε την ελληνική κυβέρνηση να συνεχίζει να μην...

Μια εθνική και μαύρη κωμωδία…

Tους «πολίτες» αυτής της χώρας τους «δέρνει αλύπητα» και τους «γδέρνει» συνάμα μια σοβαρή πολιτική ανωμαλία. Αν και εδώ...

Πού ‘ναι τα χρόνια…

Στις 11 Αυγούστου 1961, ο τότε ηγέτης της Σοβιετικής Ενώσεως, Νικίτα Χρουστσόφ, είχε απειλήσει την Ελλάδα ότι θα βομβαρδίσει...