Σε «συμπληγάδες» η Ευρώπη, που πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ
Του Βασίλη Γαλούπη
Ο Μισέλ Μπαρνιέ έγινε ο πρωθυπουργός με τη μικρότερη θητεία στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας και ο πρώτος από το 1962 που εκδιώχθηκε από το Κοινοβούλιο ύστερα από πρόταση δυσπιστίας: κυβέρνησε μόλις 90 μέρες – πρακτικά ήλθε, είδε και απήλθε. «Αυτή η Βουλή είναι αδύνατον να κυβερνηθεί. Εύχομαι ειλικρινά στον επόμενο καλή τύχη» μαθεύτηκε πως είπε σε συνεργάτες του φεύγοντας.
Με τη φήμη του χαρισματικού διαπραγματευτή, αφού ήταν ο επικεφαλής της Ε.Ε. με τη Βρετανία για το Brexit, ο Μπαρνιέ υπήρξε ο τρίτος πρωθυπουργός που διόρισε ο Μακρόν μέσα σε έναν χρόνο – και ο τρίτος που χάνει! Όμως, ό,τι ταλέντο στην τήρηση ισορροπιών κι αν είχε ο Μπαρνιέ, δεν μπόρεσε να περάσει τον προϋπολογισμό απ’ το γαλλικό Κοινοβούλιο.
Ο Μπαρνιέ δεν εξασφάλισε συναίνεση για ένα πακέτο αυξήσεων φόρων και περικοπών δαπανών ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, σχεδιασμένο για να μειώσει το έλλειμμα από το 6,1% του ΑΕΠ το 2024 σε 5% το 2025. Μια δέσμη μέτρων, δηλαδή, από αυτές που οι Βρυξέλλες χαρακτηρίζουν «λογικές». Κάτι που σημαίνει επώδυνες για την πλειονότητα των πολιτών.
Για να φανεί διαλλακτικός, ο Μπαρνιέ παραχώρησε έδαφος σε ορισμένες απαιτήσεις της Λεπέν για λιγότερες περικοπές και φόρους, ακυρώνοντας τις αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και στις μειώσεις στις ιατρικές επιστροφές. Αλλά, όταν η Λεπέν τού ζήτησε να ακυρώσει την καθυστέρηση στην αύξηση των κρατικών συντάξεων, σύμφωνα με τον πληθωρισμό, ο Μπαρνιέ δεν το έκανε.
«Οι Γάλλοι ανέχτηκαν αρκετά» ανακοίνωσε η Λεπέν κι αρνήθηκε να στηρίξει την ψήφιση του προϋπολογισμού. «Οι Γάλλοι δεν θα μας συγχωρήσουν εάν βάλουμε τα ατομικά συμφέροντα πάνω από αυτά του έθνους» ουσιαστικά παρακάλεσε ο Μπαρνιέ τους βουλευτές, αλλά αυτοί δεν είχαν κανέναν λόγο να σώσουν την κυβέρνηση μειοψηφίας.
Ο πρωθυπουργός, όμως, χρησιμοποίησε στις 2 Δεκεμβρίου μια έκτακτη διάταξη του Συντάγματος για να περάσει το τμήμα κοινωνικής ασφάλισης του προϋπολογισμού από το Κοινοβούλιο χωρίς ψηφοφορία. Αυτό ώθησε την αριστερή συμμαχία του Μελανσόν να καταθέσει πρόταση μομφής, την οποία το κόμμα της Λεπέν δήλωσε αμέσως ότι θα υποστήριζε.
Εν μέσω αποδοκιμασιών και γιουχαϊσμάτων, οι 331 από τους 577 βουλευτές της Γαλλίας ψήφισαν να διώξουν τον Μπαρνιέ. Αναπόφευκτα, κατέρρευσε η κυβέρνηση, και τώρα η Γαλλία οδεύει προς το άγνωστο. Δεν έχει ούτε κυβέρνηση ούτε προϋπολογισμό και είναι σε πολιτικό αδιέξοδο.
Χωρίς κανένα κόμμα ή συμμαχία κομμάτων να πλησιάζει την πλειοψηφία στη Βουλή, η χώρα αντιμετωπίζει την προοπτική μιας σειράς κυβερνήσεων μειοψηφίας, που και θα «ζήσουν» λίγο και πρακτικά δεν θα μπορούν να περάσουν τίποτα. Λόγω της «φαεινής» ιδέας του Μακρόν να προκηρύξει τις αχρείαστες και αδικαιολόγητες πρόωρες εκλογές του μόλις πριν από έξι μήνες, η Γαλλία δεν μπορεί να προχωρήσει σε νέες εκλογές μέχρι τον Ιούλιο του 2025. Αλλά ακόμη και τότε δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι κάποιος θα κερδίσει την πλειοψηφία.
Στο μεταξύ, το κράτος δεν θα κατεβάσει ρολά επειδή ο προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους θα μεταφερθεί πιθανώς στο επόμενο, αλλά οποιαδήποτε «μεταρρύθμιση» αποκλείεται.
Όταν ανέλαβε πρωθυπουργός, στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Μπαρνιέ ήταν η μεγάλη ελπίδα του Μακρόν ότι θα περάσει τον προϋπολογισμό λιτότητας και θα σταθεροποιήσει την πορεία της χώρας κατά πώς ήθελε ο Γάλλος πρόεδρος.
Στην αρχή, το ύφος του νέου πρωθυπουργού άρεσε. «Έβλεπες τη διαφορά μεταξύ του Μπαρνιέ κι ενός παιδιού» έλεγαν βουλευτές, επικρίνοντας τον προκάτοχό του, τον 35χρονο Γκαμπριέλ Ατάλ, την προηγούμενη αποτυχημένη επιλογή Μακρόν στην πρωθυπουργία. Αλλά οι προσδοκίες ξεφούσκωσαν γρήγορα. Οι ικανότητες του Μπαρνιέ αποδείχθηκαν απογοητευτικές και δεν κατάφερε να συνεργαστεί με το υπόλοιπο Κοινοβούλιο.
Τώρα, όλο και μεγαλύτερος αριθμός βουλευτών ζητά να παραιτηθεί ο Μακρόν. Και λένε ότι η ψηφοφορία που έριξε την κυβέρνηση Μπαρνιέ ήταν ουσιαστικά «ήττα για όλες τις πολιτικές Μακρόν».
Η Λεπέν δήλωσε ότι ο Μακρόν θυσιάζει τη μοίρα της Γαλλίας λόγω της ματαιοδοξίας του, προσθέτοντας: «Μόνο αυτός μπορεί, με την παραίτησή του, να βγάλει τη χώρα από το χάλι που βρίσκεται. Για να βγούμε από το αδιέξοδο ζητάμε να φύγει ο Εμανουέλ Μακρόν».
Στη Γαλλία, η Κεντροδεξιά κι η Κεντροαριστερά έχουν πια κατακερματιστεί. Παρόμοια είναι η εικόνα και στις περισσότερες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης. Όσον αφορά τη Γερμανία, την άλλη «ατμομηχανή» εκτός της Γαλλίας, δεν μπορεί ούτε αυτή να τραβήξει το κάρο της Ε.Ε., αφού είναι επίσης παγιδευμένη σε πολιτική κρίση και οικονομικά προβλήματα.
Η πτώση Μπαρνιέ σηματοδοτεί μια νέα κρίση για την Ε.Ε., που πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ.
Τελικώς, η άδοξη πρωθυπουργία μάλλον ξέφτισε τη φήμη του Μπαρνιέ, που έκανε καριέρα κυρίως σε πόστα Ευρωπαίου επιτρόπου. Άλλωστε, οι Βρετανοί έλεγαν ότι στις κρίσιμες συνομιλίες για το Brexit άλλοι έβγαζαν τα κάστανα απ’ τη φωτιά: «Ο Μπαρνιέ αρεσκόταν να φαίνεται σε σημαντικές στιγμές, αλλά άφηνε τα υπόλοιπα στον αναπληρωτή του». Όταν διορίστηκε πρωθυπουργός τον αποκαλούσαν «Γάλλο Τζο Μπάιντεν». Τελικά, η πορεία τους προς την έξοδο γράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα.
Το βιογραφικό του Μισέλ Μπαρνιέ
Γεννήθηκε το 1951 στην περιοχή της Σαβοΐας, στις γαλλικές Άλπεις. Αποφοίτησε από την Ανώτατη Εμπορική Σχολή του Παρισιού το 1972. Έγινε για πρώτη φορά βουλευτής σε ηλικία 27 ετών, το 1978, και πρωτοεισήλθε σε κυβέρνηση στα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπό τον πρόεδρο Ζακ Σιράκ.
Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 κατέλαβε πολλές υπουργικές θέσεις σε δεξιές κυβερνήσεις, διατελώντας υπουργός Περιβάλλοντος, Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Εξωτερικών και Γεωργίας.
Η πολιτική του σταδιοδρομία συνεχίστηκε στην Κομισιόν, ως Ευρωπαίου επιτρόπου Εσωτερικής Αγοράς μεταξύ 2010-2014 και 2016-2021. Ήταν ο επικεφαλής διαπραγματευτής του μπλοκ για το Brexit.
Τον Αύγουστο του 2021 ανακοίνωσε την πρόθεσή του να κατέβει για πρόεδρος της Γαλλίας το 2022, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων.
Τον Σεπτέμβριο διορίστηκε πρωθυπουργός από τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και στις 4 Δεκεμβρίου εκδιώχθηκε.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»