Του Απόστολου Αποστόλου*
Δεν έχεις παρά να δεις τα πολιτικά κόμματα ώστε να καταλάβεις το πρωθύστερο requiem του τέλους της πολιτικής. Τις τελευταίες μέρες, στη σκηνή της πολιτικής, ο περιφερόμενος θίασος της ριζοσπαστικής Αριστεράς δίνει παραστάσεις με τίτλο «Το πολιτικό δράμα της Αριστεράς και η ετεροτοπία της».
Πάει καιρός που οι νεοαριστεροί μέσα από την επανεκπαίδευση της πολιτικής τους κουλτούρας διεκδικούν ρόλους διαχείρισης της εξουσίας όμοιους με εκείνους των πιο ακραίων συντηρητικών πολιτικών. Ποιος μπορεί να πει, εξάλλου, ότι η λέξη «προοδευτισμός» δεν κρύβει και το πρόσωπο του πλέον πιο αντιδημοκρατικού συμβόλου. Έτσι κι αλλιώς, οι λέξεις δεν κυβερνούν κανένα νόημα.
Άντε τώρα να τους θυμίσεις όσα έγραφε ο Λουί Αλτουσέρ στο «Le pense» (τεύχος 144, σελ. 10), το 1969, όταν προέβλεπε ότι θα δούμε κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς να περνούν από τις τρεις φάσεις της παρακμής τους. Η πρώτη -μας έλεγε- θα είναι εκείνη του κλειστού κύκλου σ’ έναν άμορφο περίγυρο, η δεύτερη θα είναι εκείνη της μαζικής δραστηριότητας με κυρίαρχο έναν ύποπτο φιλελευθερισμό και η τρίτη θα είναι η επιστροφή στις δραστηριότητες του κλειστού τύπου, αλλά διογκωμένου με πολλές επιτροπές, που θα ανακινούν θέματα φιλελευθερισμού με νέο πρόσωπο με λουξεμπουργικές ιδεολογικές μίξεις.
Ψιλά γράμματα για όλους εκείνους οι οποίοι βλέπουν την εξουσία ως χρυσή επαγγελματική ευκαιρία και αυτοεφαρμογή της απαίτησης «γιούρια στον ταβλά με τα κουλούρια». Εκεί, δηλαδή, όπου γίνεται κανόνας η ανταπόκριση στο «τώρα που γυρίζει», γιατί πολιτική δεν είναι μόνο ό,τι έγραφε κάποτε ο Πολ Βαλερί -«Στην αρχή, πολιτική είναι η τέχνη να εμποδίζεις τους ανθρώπους να ανακατεύονται σ’ αυτό που τους αφορά. Ύστερα, πολιτική είναι η τέχνη να εξαναγκάζεις τους ανθρώπους να αποφασίζουν αυτό που δεν καταλαβαίνουν»-, αλλά πολιτική επίσης είναι η ανέκκλητη ακολουθία των σχέσεων μεταξύ εξουσίας – καταπίεσης – πλουτισμού.
Η εγχώρια ριζοσπαστική Αριστερά το τελευταίο διάστημα, πέρα από τις αντιδημοκρατικές της συμπεριφορές και τις «παμφλέτες» της ετεροδοξίας και αντίδρασης, χάρισε και άφθονο μπουρλέσκ θέαμα. Ο Α. Γκλικσμάν το 1967, στο περιοδικό «Les Tempes Moderne», έγραφε πόσο εύκολα όλα τα πολιτικά κόμματα ανταμώνουν σε πρακτικές που θυμίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Άραγε, θα μάθουμε ποτέ τι έγινε με τους συνέδρους του ΣΥΡΙΖΑ και πώς απομακρύνθηκε ο κ. Κασσελάκης από το κόμμα; Μικρή η σημασία, από την άποψη ότι κασσελίστες και συριζαίοι είναι φενακιστές της μεταπολιτικής, αλλά το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ με τα εσωκομματικά μαγειρεμένα αποτελέσματα ανήκει στο επονομαζόμενο «δημοκρατικό τόξο», όπου οι εγχώριοι ιεροφάντες του «πολιτικά ορθού» το ενέταξαν στον δυναμισμό του κατασκευασμένου μοτίβου των δημοκρατικών κριτηρίων.
Βλέπετε, στην πολιτική όλα μπερδεύονται επιδέξια, η προβληματική με τη διαπλοκή και εκείνη με τα συμφέροντα. Και αυτό γιατί η πολιτική σήμερα είναι ξεχασμένη από τον ρόλο της, καίτοι παρούσα, και παραμένει αδύναμη και ανετυμολόγητη. Το ζήτημα είναι ότι η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπόρεσε και ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση να εξορθολογίσει μια φαντασμαγορική σχέση μεταξύ εξουσίας και αλήθειας, δεν κατόρθωσε να χτίσει ένα όνειρο πάνω στην πολιτική εμπειρία, δεν έμαθε ότι η πολιτική διακατέχεται από ρεαλιστική επάρκεια.
Φρόντισε έτσι να γίνει μια συγκεχυμένη ανάμνηση που αντιλαμβανόταν την πολιτική ως τυπική διεκπεραίωση, ως τεχνικό πρόσχημα για τη συνέχιση μιας εξουσίας χωρίς συγκρούσεις με τα παγκοσμιοποιημένα κέντρα αποφάσεων. Λειτουργούσε ως απάρνηση της πρόθεσης, ως καταφύγιο λαϊκοελιτιστικής εκτόνωσης, έτσι ώστε η σφραγίδα της πολιτικής γνησιότητάς της να γίνει τελικά μελαγχολική ατμόσφαιρα της αποτυχίας.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας