Καταιγιστικές προβλέπονται οι συνέπειες για ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως σε περίπτωση επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ, μια και οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική θα είναι ριζικές
Της Μαρίας Δεναξά
Ολόκληρος ο κόσμος κρέμεται από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, καθώς οι συνέπειες μιας επικράτησης κυρίως του Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική της χώρας προβλέπονται καταιγιστικές. Θα είναι, όμως, έτσι;
Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, για τον οποίο ο τέως πρόεδρος είχε δηλώσει πως θα διευθετήσει σε μία ημέρα, εκείνο που μπορούμε να πούμε με τα σημερινά δεδομένα είναι πως η Ουκρανία, παρά τη μεγάλη στήριξη των δυτικών, δεν αντέχει να συνεχίσει άλλο. Η χώρα έχει αποδεκατιστεί. Η οικονομία της καταστράφηκε, οι ενεργειακές της υποδομές διαλύθηκαν, ενώ αντιμετωπίζει μια μεγάλη δημογραφική κρίση, που επιδείνωσαν η θυσία χιλιάδων νεαρών Ουκρανών στο μέτωπο, αλλά και η μεγάλη έξοδος εξαιτίας του πολέμου.
Οπότε, είτε κερδίσει είτε όχι ο Ντόναλντ Τραμπ, ο πόλεμος αναμένεται να εισέλθει σε διαφορετική φάση τους επόμενους έξι έως 12 μήνες. Ενδεχομένως, αυτή η φάση να είναι ένα είδος συμβιβαστικής ανακωχής – όχι πραγματική ειρήνη, αλλά μια κατάπαυση του πυρός που θα μπορούσε να αφήσει κάποιο περιθώριο στη διπλωματία, χωρίς καμία από τις δύο πλευρές (Ρωσία και Ουκρανία) να εγκαταλείψει τους βασικούς της στόχους. Αν ο Τραμπ είναι πρόεδρος, προφανώς θα πάρει τα εύσημα γι’ αυτή την αλλαγή, αλλά τελικά δεν εξαρτάται από τις ΗΠΑ, όποιος κι αν είναι πρόεδρος, η επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, ούτε ο τερματισμός του πολέμου.
Στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, παρόλο που οι διαφορές μεταξύ της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι μεγάλες, καθότι και οι δύο υποστηρίζουν το Ισραήλ και κανένας τους δεν θα εγκαταλείψει τον Νετανιάχου, υπάρχει η αίσθηση ότι μια προεδρία της Χάρις θα είναι λιγότερο φιλοϊσραηλινή, με έμφαση κυρίως στην προώθηση μιας πιθανής λύσης δύο κρατών.
Ρωσία – Ουκρανία
Αλλά, όπως και στην υπόθεση Ρωσίας – Ουκρανίας, ο ρόλος των ΗΠΑ δεν είναι τόσο καθοριστικός όσο πιστεύουν πολλοί. Η επιρροή του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών επί του θέματος, πιθανόν να είναι οριακή.
Το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών είναι αμφίβολο επίσης αν θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην πολιτική της Κίνας έναντι της Ταϊβάν. Το Πεκίνο θα συνεχίσει να υπονομεύει τις αξιώσεις ανεξαρτησίας του νησιού, χωρίς να καταφύγει σε πόλεμο. Οι διαφορές της εξωτερικής πολιτικής, που θέλουν να ακολουθήσουν για την Κίνα, μεταξύ της Χάρις και του Τραμπ είναι αρκετά περιορισμένες, καθώς αμφότεροι θεωρούν ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι ο κύριος ανταγωνιστής των Ηνωμένων Πολιτειών στη διεθνή σκηνή.
Η δε απειλή του τέως προέδρου να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ σε περίπτωση επικράτησής του μάλλον θα αποδειχθεί έωλη. Θεωρητικά, οποιαδήποτε χώρα μπορεί να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ με προειδοποίηση ενός έτους (όπως ορίζεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας). Στις ΗΠΑ, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα των απειλών του Τραμπ, το Κογκρέσο ψήφισε νόμο που απαγορεύει σε Αμερικανό πρόεδρο να αποχωρήσει μονομερώς από τη συμμαχία, χωρίς την υποστήριξη των 2/3 της αμερικανικής Γερουσίας. Όσο αυτό παραμένει, ο κανόνας και η δημόσια υποστήριξη για το ΝΑΤΟ είναι ισχυρά (60%-70% σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις), και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να δούμε τον Ντόναλντ Τραμπ να ξοδεύει πολλή ενέργεια για να εργαστεί προς την κατεύθυνση μιας αποτελεσματικής αποχώρησης. Στην περίπτωση εκλογής του αλλά και εκλογής της Χάρις, είναι πολύ πιθανό να ασκηθεί περαιτέρω πίεση στους Ευρωπαίους να συνεχίσουν να δαπανούν περισσότερα χρήματα για την άμυνα. Με λίγα λόγια, να βάλουν κι άλλο βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (σε αντίθεση με τα εσωτερικά ζητήματα) είναι λιγότερες από ό,τι νομίζουν πολλοί. Οι δύο μεγαλύτερες διαφορές τους αφορούν την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως και την εξωτερική οικονομική πολιτική.
Κλιματική αλλαγή
Ο Ντόναλντ Τραμπ συγκαταλέγεται στους σκεπτικιστές σε ό,τι αφορά το κλίμα, ενώ στο ζήτημα της οικονομίας πιστεύει σε υψηλότερους δασμούς και δεν είναι υποστηρικτής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Σε πολλά άλλα θέματα, ωστόσο, οι διαφορές τους τείνουν να αφορούν περισσότερο το ύφος παρά την ουσία. Ο Τραμπ δεν πιστεύει στους συνασπισμούς και στην πολυπολιτισμικότητα, η δε Χάρις υπόσχεται ότι η προεδρία της θα δώσει έμφαση και στα δύο. Αλλά, στο τέλος της ημέρας, και οι δύο θα βάζουν σε προτεραιότητα πάντα το «πρώτα η Αμερική».
Σε κάθε περίπτωση, σε αυτές τις εκλογές αλλά και γενικά η εξωτερική πολιτική σπάνια αποτελεί σημαντικό θέμα για τους Αμερικανούς πολίτες. Την κατατάσσουν σε δευτερεύον ζήτημα, κι αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο -όπως άλλωστε και τους Ευρωπαίους- είναι η κατάσταση της οικονομίας, η υγειονομική περίθαλψη και η μετανάστευση.
Η Μέση Ανατολή κι ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας απασχολούν ορισμένους ψηφοφόρους, αλλά οι προοπτικές απασχόλησης, οι τιμές των φαρμάκων και γενικά της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης υπερτερούν αυτών των θεμάτων για τους περισσότερους Αμερικανούς. Η ειρωνεία, βέβαια, είναι πως ό,τι συμβαίνει στον κόσμο μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία των ΗΠΑ. Αλλά σε ένα διχασμένο έθνος, συνηθισμένο στη ρητορική τού άσπρου – μαύρου, η πολυσύνθετη διάσταση των πραγμάτων δεν είναι εύκολο να μεταφραστεί σε πολιτικό μήνυμα.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»