Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Ο γκουρού του ποδοσφαιρικού στοιχήματος στην Ελλάδα ήταν ο πρόωρα προδομένος από την καρδιά του Γιώργος Παρασκευάς. Ένα οξυδερκές πατριωτάκι από την Κύπρο, που ενώ σπούδαζε Νομικά στην Αγγλία, περνούσε τις ελεύθερες ώρες του στα στέκια των «μπουκ» προσπαθώντας να καταλάβει τη λογική του τζόγου και της γκανιότας στη μαθηματική τους διάταξη.
Ο βασικός του κανόνας ήταν «Παίζε με μέτρο και χωρίς να ζητάς εκδίκηση. Κινήσου βάσει προϋπολογισμού, από τον οποίο δεν θα παρεκκλίνεις. Δεν παίζεις ποτέ με λεφτά που τα ‘χεις για βασικές βιοτικές ανάγκες. Παίζε με σκοπό τη νίκη και μόνο όταν οι αποδόσεις που έχουν δώσει οι απρόσωπες εταιρίες στοιχημάτων είναι λανθασμένες και σε συμφέρουν. Κι αν τα πράγματα δεν πάνε καλά κι έχεις δέκα φράγκα στην τσέπη και το δίλημμά σου είναι να βγάλεις την γκόμενα για καφέ ή να τα τζογάρεις στο Στοίχημα, τότε βγάλε για καφέ το κορίτσι»! Το τελευταίο ειδικώς το τήρησα ευλαβικά.
Πέμπτη μέρα στο Euro ’24 την περασμένη Τρίτη και ξέχασα ό,τι είχε πει. Είχα έναν περιορισμένο λογαριασμό, συντηρητικό, στην άκρη, ο… τζογαδόρος της συμφοράς, 50 ευρώ συνολικά και τη μέρα εκείνη είχα μείνει με ένα 5ευρο. Περισσότερο για την ψευδαίσθηση έμπαινα. Ότι, και καλά, είμαι κι εγώ μέρος της Ιστορίας.
Μετά τους αγώνες Τουρκία – Γεωργία (άσο με «όβερ») και Πορτογαλία – Τσεχία («Χ» ημίχρονο, «άσος» τελικό, που καλύτερα αυτό να μην το ’παιζα γιατί μου ’βγαλε την ψυχή) ρεφάρισα κάπως και γύρισα στα ίσα μου. Δεν είναι το ποσό. Είναι που θέλεις να ανακαλέσεις ρίγη παλαιών συγκινήσεων, όπως τότε στον Ιππόδρομο στις Τζιτζιφιές, όπου χάσαμε κάποτε κάποια καλά λεφτά με τον κουμπάρο μου τον Μάκη, σχεδόν από μισό εκατομμύριο παλιές δραχμούλες ο καθένας, και γυρίσαμε σπίτι όπου μας περίμεναν οι γυναίκες μας με φτερά τσακισμένα…
Εκεί, στον παλιό Ιππόδρομο, όπου χάσαμε κάτι αιματοβαμμένα «φορκάστ» που αλλάξαμε τα άλογα μπροστά στο γκισέ και κάτι σακάτικα «γκανιάν» συνειδητοποίησα την έλξη και συνάμα τη ματαιότητα του τζόγου. Ένας παθιασμένος παίκτης δεν θα δώσει δυάρα, ακόμα κι αν την ώρα που τα άλογα βρίσκονται στην κλειστή στροφή περάσει από μπροστά τους γυμνή η Μις Κόσμος. Όμως, όταν σε πιάνει ο πυρετός, δεν υπάρχει περίπτωση να μη χάσεις. Κι αν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις, είναι επειδή σου ρίχνει σπανίως μια σπλαχνική ματιά η μοίρα… Όπως ένα βράδυ στο Μαρκόπουλο, όπου χάσαμε όλα μας τα λεφτά και στην τελευταία κούρσα τα πήραμε πίσω, μαζί με τα ουίσκια που είχαμε πιει μέχρι τότε.
Το παρόν σχόλιο είναι ταπεινό συμπέρασμα μιας φτωχής εμπειρίας και δεν συνιστά επ’ ουδενί προτροπή στον τζόγο. Το «Ταμείο» ωστόσο, έστω κι αυτά τα λίγα που έρχονται ύστερα από μελέτη και τύχη, πάντα (θα) είναι, όπως λέγαν οι μπαρουτοκαπνισμένοι παίκτες, ψυχοθεραπεία…
* (Στίχος του Μανώλη Αναγνωστάκη)
Δυστυχώς είναι πιο πιθανό να μακροημερευσει ο πρεζακιας με την πρέζα παρά να βγάλει χρήμα ο τζογαδόρος από τον τζόγο.
Και δεν υπάρχουν πολλά που να στεναχωρούν έναν εκπαιδευτικό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τους μαθητές του που αναλώνονται σε συζητήσεις για το στοίχημα στα διαλείμματα χωρίς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες που έχει η ενασχόληση τους αυτή μακροπρόθεσμα.
Τι κι αν προσπάθησα να τους εξηγήσω τι είναι η γκανιοτα, τι κι αν τους επισήμανα πως είναι παράνομο να παίζουν στοίχημα στην ηλικία τους, τι κι αν τους είπα επανειλημμένα πως αν ήταν σχεδιασμένο το παιχνίδι για να κερδίζουν τότε οι εταιρείες θα μειωνόταν και δεν θα αυξανόταν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, τι, τι, τι…
Δυστυχώς η προσδοκία του γρήγορου κέρδους σε μια κοινωνία που το “μπόι σου μετριέται στο πάχος του πορτοφολιου σου” μετατρέπει τις αγωνίες ενός απαξιωμενου καθηγητή ενός απαξιωμενου σχολείου να ηχεί στα αυτιά τους σαν μια όχληση και μόνο.
Η βάρκα μας θολοπλεει και αυτό είναι φανερό σε όλα μα κυρίως στο πως διαχειριζόμαστε την ανατροφή και τα ερεθίσματα με τα οποία έρχονται σε επαφή τα παιδιά μας.
Και όταν σαν αυριανοι ενήλικες έρθει η μέρα που θα συνειδητοποιήσουν πως τα “έκλεισαν ανεπαισθήτως σε τείχη ” τότε θα φταίει “το ζαβο το ριζικο τους”.
Μην μένουμε μοιραίοι κι άβουλοι άλλο πια.
Θαύματα δεν γίνονται.