Του Α. Π. Δημόπουλου*
Την αποκάλεσαν «Ματωμένη Πέμπτη» («Bloody Thursday»), όμως, στην πραγματικότητα, την 15η Μαΐου 1969, από τις συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και (χιλιάδων) φοιτητών έξω από το πανεπιστήμιο του Berkeley στην Καλιφόρνια, υπήρξε μόνον ένας νεκρός.
Όχι, ο λόγος, που η 15η Μαΐου 1969 πέρασε στην αμερικανική ιστορία, έστω και εάν συγκριτικά προς το μέγεθος των ταραχών, που την σημάδεψαν, δεν αποδείχθηκε και τόσο «ματωμένη», είναι ότι λίγες ημέρες μετά και με τις ταραχές να συνεχίζονται και να αναδεικνύονται (λόγω του μεγάλου αριθμού των εμπλεκομένων), ως σύμβολο ενός εθνικού φαινομένου, που είχε βγάλει τους φοιτητές στους δρόμους στα μεγάλα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 (για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και για μια γενικότερη φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας και της πολιτικής), ο τότε κυβερνήτης της Καλιφόρνια Ronald Reagan έβγαλε στους δρόμους την Εθνοφρουρά και κατέστειλε μια για πάντα το «φαινόμενο».
Και το πολιτικό αποτέλεσμα υπήρξε πράγματι διδακτικό. Ο Reagan επανεξελέγη θριαμβευτικά κυβερνήτης το 1970 και η εικόνα πυγμής έναντι των φοιτητών, η οποία έκτοτε τον συνόδευε, συνέβαλλε αποφασιστικά, ώστε να εκλεγεί πρόεδρος των Η.Π.Α. το 1980, σημαδεύοντας με την θητεία του την Αμερική και τον κόσμο. Όταν τον είχαν ρωτήσει, τι θα έκανε για να διαλύσει τους φοιτητές, είχε απαντήσει μονολεκτικά: «Οτιδήποτε!».
Αλλά, φυσικά, το ίδιο πολιτικό αποτέλεσμα επήλθε και στην Ευρώπη μετά την καταστολή των ταραχών του «Μάη του 68» στην Γαλλία. Γιατί, και τότε το τελικό πολιτικό αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο όπως και στις Η.Π.Α.
Μπορεί η κυβέρνηση να παρέλυσε αρχικά (ο De Gaulle μάλιστα κατέφυγε στο εξωτερικό), όμως στις εκλογές του Ιουνίου του 1968 οι «Γκωλικοί» (υπό τον μετέπειτα πρόεδρο της Γαλλίας Georges Pompidou) κυριολεκτικά συνέτριψαν τους αντιπάλους τους και πολιτικούς συνοδοιπόρους των τότε ταραχών, αποκτώντας την μεγαλύτερη πλειοψηφία που είχαν ποτέ στο Κοινοβούλιο – η «σιωπηλή πλειοψηφία», την οποία είχε επικαλεστεί ο Pompidou είχε αναδειχθεί πράγματι υπαρκτή.
Έτσι, με τις γενικευμένες ταραχές οι οποίες βρίσκονται και πάλι σε εξέλιξη στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. με αφορμή την κατάσταση στην Γάζα, δεν είναι λίγοι εκείνοι σε Ευρώπη και Αμερική που θυμήθηκαν τα διδάγματα του ‘60. Και αυτό εξηγεί την στάση «μηδενικής ανοχής», την οποία υιοθέτησε (έστω εκών, άκων) ο πρόεδρος Biden αλλά και ο κ. Trump.
Εντούτοις, ενώ μια στάση «μηδενικής ανοχής» μπορεί να έχει πράγματι το ίδιο θετικό πολιτικό πρόσημο που είχε και στο παρελθόν, υπάρχει μια σημαντική διαφορά με την δεκαετία του ‘60.
Γιατί, ίσως το πιο ενδιαφέρον εκείνης της εποχής δεν ήταν, ότι οι εκπρόσωποι του «νόμου και της τάξης» (όπως ο Reagan και ο De Gaulle) επικράτησαν άνετα πολιτικά, αλλά ότι οι τότε φερόμενοι «επαναστάτες» ενσωματώθηκαν σταδιακά στο σύστημα, που τότε απειλούσαν – εν πολλοίς η γενιά του «Μάη του 68» όπως και η γενιά της αντίθεσης στον πόλεμο του Βιετνάμ στις Η.Π.Α., όχι απλώς δεν εξοβελίστηκε από το σύστημα το οποίο τότε πολέμησε αλλά αντίθετα εντάχθηκε και αφομοιώθηκε από αυτό (το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, όπου η λεγόμενη «Γενιά του Πολυτεχνείου» τελικά άσκησε εξουσία μέσα από τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνυόμενη μάλιστα συχνά «συστημικότερη» και των παραδοσιακών πολιτικών ακόμα).
Και ο λόγος φυσικά ήταν, ότι τα κινήματα διαμαρτυρίας του 60 παρά την ευκαιριακή τους συστράτευση με συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα της εποχής (λ.χ. τα τότε κινήματα «ειρήνης» αποτελούσαν υποπρακτορεία της πολιτικής αφοπλισμού της Δύσης, την οποία υποκινούσε η Μόσχα), στην πραγματικότητα εκκινούσαν από ένα γενικότερο αίτημα φιλελευθεροποίησης της κοινωνίας και της πολιτικής, το οποίο λειτουργούσε ως αίτημα «μεγαλύτερης συμμετοχής στα πράγματα» από μια γενιά που αισθανόταν αποκομμένη από αυτά.
Έτσι, όσο η γενιά αυτή σταδιακά ενσωματωνόταν από ένα σύστημα, που δεν είχε τίποτε το γνήσια αγεφύρωτο προς αυτήν, οι συγκρούσεις που είχαν αρχικά λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός αυτής της ενσωμάτωσης απλώς πέρασαν στην λήθη – η ενσωμάτωση των προσώπων λειτούργησε ως ανώδυνη συμβολική ενσωμάτωση ιδεών, άλλωστε ουδέν το αναφομοίωτο υπήρχε σε αυτά τα αιτήματα μεγαλύτερης πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας της δεκαετίας του 60, σε τελική ανάλυση, εντός της δυτικής κοινωνίας, μια στάση «laissez faire, laissez passer» είναι εγγενώς ανεκτή. Τελικά, το σύνθημα της εποχής ήταν «απαγορεύεται, να απαγορεύεται»(il est interdit d’interdire!) και ακουγόταν αρκετά λογικό «να απαγορεύεται, να απαγορεύεται» στην Δύση.
Όχι σήμερα όμως. Γιατί ναι μεν και σήμερα μια πολιτική «μηδενικής ανοχής» απέναντι στις ταραχές στα πανεπιστήμια δείχνει εξίσου πολιτικά επωφελής, όμως, αντίθετα με το παρελθόν, τα «κινήματα διαμαρτυρίας» τα οποία εκτρέφονται σήμερα στα αμερικανικά πανεπιστήμια δεν λειτουργούν ως κεκαλυμμένα «κινήματα πολιτικής ενσωμάτωσης».
Κάθε άλλο, σήμερα, εντός των πανεπιστημίων αυτών εκτρέφεται μια ιδεολογία γνήσιας ετερότητας, που δεν μπορεί, και δεν θέλει, να ενσωματωθεί μέσω μιας διαδικασίας διαδοχής ή συμμετοχής στην νομή της εξουσίας.
Πολύ απλά, ανεξαρτήτως των όποιων πολιτικών αιτημάτων επικαιρότητας που γίνονται (όπως και στο παρελθόν) ευκαιριακά σημεία αιχμής (τότε ήταν τα «κινήματα ειρήνης», τώρα είναι τα κινήματα για «ελεύθερη Παλαιστίνη»), αυτές οι ταραχές δεν εκκινούν, όπως άλλοτε από ένα κατά βάση ανώδυνο (διαδικαστικό) αίτημα αυξημένης «συμμετοχής» αλλά από γνησίως ασύμβατα προς το δυτικό κεκτημένο αφηγήματα, που εκπορεύονται είτε από θύλακες ισλαμικής μετανάστευσης είτε από την woke αντι-κουλτούρα. Και πώς ενσωματώνεται άραγε αυτό;
*Πολιτικός Επιστήμων, Παν. Cambridge