Η Αγία Παρασκευή Λέσβου είναι η κιβωτός της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού που εξελίσσεται αδιάλειπτα για αρκετές χιλιάδες χρόνια
Της Μάγδας Αναγνωστή*
Οι παλιότεροι αναγνώστες θα θυμούνται ίσως την παρουσίαση που είχαμε κάνει πριν από λίγα χρόνια ενός συλλογικού βιβλίου με τον γενικό τίτλο «Οι λαϊκές γιορτές, χθες και σήμερα στο Αιγαίο», έκδοση της Γραμματείας Νησιωτικής Πολιτικής. Συγγραφείς οι Μ. Γ. Μερακλής, ομότιμος καθηγητής της Λαογραφίας, Δημήτρης Παυλόπουλος, καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης ΕΚΠΑ, Δημήτρης Αναγνωστής, δρ Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Βέρνης, και η γράφουσα. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου ήταν αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή Λέσβου και στο περίφημο πανηγύρι της, το πανηγύρι του Ταύρου (από το όρος Ταύρο στο κέντρο του νησιού, όπου τελείται, και όχι από τον ταύρο που θυσιάζεται στον Άγιο Χαράλαμπο, όπως αφελώς νομίζουν μερικοί). Εκεί παρουσιάστηκαν εκτενώς τα σχετικά έθιμα, αναδεικνύοντας τη γιορτή αυτή ως το κατεξοχήν κατάλοιπο αρχαίων λατρευτικών τελετουργιών που διασώζεται με ανατριχιαστική ακρίβεια ως τις μέρες μας. Έτσι αναδείχτηκε και η Αγία Παρασκευή ως μια κιβωτός της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού που εξελίσσεται αδιάλειπτα για αρκετές χιλιάδες χρόνια.
Το πανηγύρι, όμως, αυτό δεν είναι η μόνη απόδειξη της συνοχής μας με το απώτατο (ιστορικό και προϊστορικό) παρελθόν μας ως φυλή και τη συνεχή παρουσία μας στον ίδιο τόπο, της οποίας τα ίχνη χάνονται σε βάθος χρόνου. Ένα πλήθος εθίμων, με αναφορά σε μεγάλες γιορτές ή σημαντικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου, όπως ο γάμος, έχουν διασωθεί εκεί. Για παράδειγμα, θα αναφερθούμε σε κάποια, μοναδικά απ’ όσο γνωρίζω, έθιμα της Μεγάλης Παρασκευής.
Μέχρι τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο στην Αγία Παρασκευή οι γυναίκες ασκούσαν ένα ιδιόρρυθμο έθιμο. Μπαίνοντας η Μεγάλη Σαρακοστή φύτευαν σε γλάστρες σπόρους από το φυτό γόγγολη (Agrostemma githago), που στη διάλεκτο λέγεται «κουκουρόβλους», ένα ζιζάνιο των σιτηρών με μαλακούς αναρριχώμενους βλαστούς. Τις γλάστρες αυτές τοποθετούσαν σε σκοτεινό χώρο (κατώγι) ανάποδα, ώστε να εξαναγκάσουν το φυτό να αντιστρέψει τη φορά του, και τις πότιζαν με χλιαρό νερό για να επιταχύνουν τη βλάστηση. Λόγω της έλλειψης χλωροφύλλης οι βλαστοί ήταν κατάλευκοι και, όταν ξανατοποθετούσαν σωστά τις γλάστρες, κρέμονταν εντυπωσιακά. Με τις ωραιότερες στόλιζαν τον Επιτάφιο και, βέβαια, ο συναγωνισμός ανάμεσα στις νοικοκυρές ήταν τεράστιος. Τι παράξενο! Τους ίδιους αυτούς κρεμαστούς κήπους συναντάμε στα πανάρχαια χρόνια με την ονομασία «κήποι του Αδώνιδος» ως μέρος των λατρευτικών του Άδωνη, κατά τις γιορτές προς τιμήν του, που λάβαιναν χώρα (για φαντάσου!) κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, με την ονομασία Αδώνια.
Ο Άδωνις, ο ωραιότερος νέος που είδε ποτέ ο Κόσμος, αγαπήθηκε τόσο από την Αφροδίτη όσο και από την Περσεφόνη, και χρειάστηκε η παρέμβαση του Δία για να βρεθεί λύση στη διεκδίκηση: Έξι μήνες τον χρόνο παραμονή στον Άδη με την Περσεφόνη και έξι μήνες στη γη με την Αφροδίτη. Φυσικά, η γη πενθούσε όταν έφευγε ο Άδωνις (φθινόπωρο – χειμώνας) και γιόρταζε όταν επέστρεφε (άνοιξη – καλοκαίρι). Για την επιστροφή του Άδωνη γιορτάζονταν τα Αδώνια, που άρχιζαν πένθιμα με ένα είδος κηδείας, περιφοράς ομοιωμάτων του Άδωνη με πένθιμους θρηνητικούς ύμνους, και ολοκληρώνονταν θριαμβικά με την επιστροφή – Ανάστασή του με χορούς και αφθονία τροφής. Τα ομοιώματα δε του Άδωνη κατέληγαν είτε στη θάλασσα είτε σε κάποια πηγή ή ποταμό, πάντως σε νερό. Μια σημαντική λεπτομέρεια: τα Αδώνια ήταν αποκλειστικά γυναικεία γιορτή.
Μύθοι και ιστορίες γύρω από τη γέννησή του, τους έρωτές του με την Αφροδίτη και τη σύντομη ζωή του υπάρχουν άφθονοι, με διάφορες παραλλαγές. Θα άξιζε ίσως να αναφερθούμε κάποια στιγμή σε αυτούς. Για την ώρα, θα σταθούμε μόνο στον θάνατό του, που συνέβη σε κυνήγι ενός μεγάλου κάπρου (αρσενικό αγριογούρουνο), σταλμένου από τον Άρη που τον τύφλωσε η ζήλια, αφού, ως γνωστόν, υπήρξε ο μόνιμος εραστής της Αφροδίτης. Από το αίμα του Άδωνη βάφτηκαν κόκκινα τα τριαντάφυλλα, που μέχρι τότε ήταν μόνο λευκά. Από τα δάκρυα της Αφροδίτης πάλι φύτρωσαν οι ανεμώνες (Anemone coronaria) και από το αίμα της που στάλαξε, καθώς ξετρελαμένη γύρευε τον Άδωνι και τρυπήθηκε από ένα αγκάθι, φύτρωσαν οι παπαρούνες (Papaver rhoeas). Κοντά σε αυτά θα πρέπει να βάλουμε και το φυτό Μύρρα ή Σμύρνα (Commiphora myrrha), στο οποίο μεταμορφώθηκε η μητέρα του Άδωνη, προϊόν του οποίου είναι μια ρητίνη που αποδίδει ένα πανάκριβο άρωμα. Πρόκειται για τα σμύρνα που προσέφεραν στον νεογέννητο Ιησού οι Μάγοι μαζί με λιβάνι και χρυσό. Πολλά, λοιπόν, ανοιξιάτικα φυτά συνδέονται με τους μύθους του αδώνιου κύκλου. Είναι απολύτως φυσικό, καθώς στον Άδωνι φαίνεται να προσωποποιούνται όλες οι ζωοποιές και αναζωογονητικές δυνάμεις της φύσης, και ο ίδιος καταλήγει με μια ακόμη (όπως για παράδειγμα ο Διόνυσος), θνήσκουσα και αναγεννώμενη θεότητα, ακολουθώντας τον ετήσιο κύκλο της ζωής. Άλλωστε, καθώς φανερώνει και το με αριθμό 62 fragmento της Σαπφούς (περίπου 630 – 570 π.Χ.) «κατθνάσκει, Κυθέρη», ἄβρος Ἄδωνις· τί κε θεῖμεν; καττύπτεσθε, κόραι, καὶ κατερείκεσθε χίτωνας” (πεθαίνει Αφροδίτη ο αβρός Άδωνις, γιατί καθόμαστε; Στηθοκοπηθείτε, κορίτσια, και ξεσκίστε τα φορέματά σας), τα Αδώνια τελούνταν ήδη στη Λέσβο τουλάχιστον λοιπόν από τον 7ο προχριστιανικό αιώνα, και τα μοιρολόγια για τον αδικοχαμένο νέο ήταν μέρος του τελετουργικού.
Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στην Αγία Παρασκευή για να συναντήσουμε ένα επίσης σημαντικό έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής. Πρόκειται για την περιφορά του Επιταφίου μετά τα μεσάνυχτα, τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε όλο το χωριό, με εξέχοντα, κατά τις δοξασίες, μαγικό ευετηριακό ρόλο. Και το σπουδαιότερο, να τονίσουμε τον ιερατικό ρόλο των γυναικών του χωριού κατά την αγρύπνια του νεκρού Ιησού, όταν τον μοιρολογούν μόνες στην εκκλησία, χωρίς καμία αντρική παρουσία, ούτε καν του ιερέα, ψέλνοντας το περίφημο «Καταλόγι της Παναγιάς», όπως ονομάζεται, αν και τα Καταλόγια είναι δημοτικά στιχουργικά αφηγήματα, κυρίως ερωτικού περιεχομένου. Πρόκειται για παραλλαγή από το Μοιρολόι της Παναγιάς, γνωστό ως «σήμερα μαύρος ουρανός» από τον πρώτο του στίχο. Όμως, το Αγιαπαρασκευώτικο Καταλόι έχει δύο σημεία που το καθιστούν ιδιαίτερο. Το πρώτο είναι η αναφορά πως «κλάψανε τα ματέλια της (Παναγίας) γινήκαν τα κατμέρια», οι πανέμορφοι νάρκισσοι (Narcissus spp., Amaryllidaceae), αυτοφυείς στα αγιαπαρασκευώτικα χωράφια, καθώς από τα δάκρυα της Αφροδίτης φύτρωσαν οι ανεμώνες. Και το δεύτερο. Ένα δίστιχο που δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη συνοχή με τη Σταύρωση και λέει: Κάτω στα Γιεροσόλυμα ένα δεντρί φυτρώθει / κορμί του ήταν ο Χριστός και ρίζα η Παναγία.
Ο πειρασμός -να θυμηθούμε πως ο Άδωνις γεννήθηκε μέσα απ’ τη φλούδα του δέντρου μύρρα, στο οποίο μεταμορφώθηκε η μητέρα του, όταν ήταν ακόμη έγκυος- είναι μεγάλος!
Συναφές με τη λατρεία του Άδωνη θα πρέπει να είναι και ένα τοπωνύμιο, από κείνα για τα οποία οι ντόπιοι δεν δίνουν καμία πειστική ερμηνεία, και λένε απλά «αυτά έτσι τα φτάσαμε» ή «έτσι τα βρήκαμε». Του Αντώνη ο λάκκος λέγεται ένας ποταμόλακκος στη ρεματιά του Μυλοπόταμου, που από το σωζόμενο τοπωνύμιο στην περιοχή «Κουκουτού» πιθανολογούμε πως θα έπρεπε κατά την αρχαιότητα να ονομαζόταν Κωκυτός, ο περίφημος ποταμός του Άδη, ο ποταμός των θρήνων. Μήπως, αναρωτιέται στη Σελλάδα του ο Κώστας Μάκιστος – Παπαχαραλάμπους (1895-1984), στην πραγματικότητα πρόκειται για τον λάκκο του Αδώνη, ο οποίος με παραφθορά μετατράπηκε σε Αντώνη; Μήπως ήταν ο λάκκος στον οποίο πετούσαν κάποτε οι γυναίκες τα ομοιώματα του Άδωνη, αφού η πλησιέστερη παραλία απέχει πάνω από 3 χιλιόμετρα; Το βιβλίο αυτό, η Σελλάδα, αποτελεί ένα είδος ευαγγελίου για τα ιερά και τα όσια της Αγίας Παρασκευής, όπως και η Αγία Παρασκευή αποτελεί μια εξέχουσα πανελλήνια κιβωτό της συνοχής μας στον χρόνο και τον συγκεκριμένο χώρο, της παράδοσής μας, της ταυτότητάς μας, της ίδιας της ψυχής μας. Κάθε κομμάτι που επιτρέπουμε να σβήσει προξενεί πληγή που πολύ δύσκολα επουλώνεται. Ακόμη κι αν αυτό συμβεί, αφήνει κακό σημάδι.
*Αρχιτέκτων – συγγραφέας