Του Α. Π. Δημόπουλου*
Πριν από λίγες ημέρες, σε ειδική σύνοδο για την Ουκρανία την οποία οργάνωσε ο ίδιος στο Παρίσι, ο πρόεδρος της Γαλλίας Emmanuel Macron άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποστολής στρατευμάτων της Δύσης στην εμπόλεμη χώρα προκαλώντας παγκόσμια αίσθηση. Δεν ήταν μόνο, ότι η Μόσχα αντέδρασε άμεσα με ευθείες απειλές για έναν πυρηνικό πόλεμο, που θα οδηγήσει στο «τέλος του πολιτισμού» αλλά και εντός των ίδιων των νατοϊκών συμμάχων, οι αντιδράσεις ήταν κατά το πλείστον αρνητικές. Εντούτοις, όπως ένα φυτό, που βάζει ρίζες, παρά τον αντίξοο καιρό, η γαλλική πρόταση παρέμεινε ζωντανή. Όχι απλώς ο κ. Macron επέμεινε στις θέσεις του («σκέφτηκα καλά πριν μιλήσω») αλλά πολύ γρήγορα η Γαλλία βρήκε ακροατές. Στην αρχή ήταν η πρωθυπουργός της Εσθονίας Kaja Kallas, μετά ακολούθησαν και άλλοι, το σημαντικότερο, οι θέσεις του κ. Macron βρήκαν μεγαλύτερη απήχηση σε διπλωματικούς και στρατιωτικούς κύκλους παρά στον χώρο των επαγγελματιών της πολιτικής. Πώς εξηγείται άραγε αυτή η «επιθετική στροφή» του κ. Macron (που κάποτε κατηγορούσαν για ενδοτισμό απέναντι στον κ. Putin); Λοιπόν, υπάρχουν τρία διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης αυτής της αλλαγής.
Φυσικά, σε ένα πρώτο επίπεδο, υπάρχουν λόγοι εσωτερικής πολιτικής, που εξηγούν αυτήν την αλλαγή. Με τρία ακόμα χρόνια στην διάθεσή του και με ορατό πλέον το ενδεχόμενο επόμενη πρόεδρος της Γαλλίας, να είναι η κ. Le Pen, ο κ. Macron ακολουθεί εδώ και καιρό μια πολιτική συνειδητού διεμβολισμού της ολοένα και δημοφιλέστερης άκρας δεξιάς, υιοθετώντας όλο και πιο «δεξιές θέσεις» σχεδόν στα πάντα. Αλλά δεν διεμβολίζεις τον αντίπαλο μόνο λεηλατώντας τις θέσεις του, τον διεμβολίζεις επίσης και όταν εκμεταλλεύεσαι τις αντιφάσεις του. Έτσι, με το γαλλικό κοινό, να βλέπει την Ρωσία, ως ξεκάθαρα ανταγωνιστική χώρα και να σκανδαλίζεται επίσης από τις ωμές απειλές ενός δικτάτορα όπως ο κ. Putin, ο κ. Macron κάνει χρήση της «επιθετικής στροφής» του έναντι της Ρωσίας για να υποδαυλίσει, πρώτον, τις υπαρκτές αμφιβολίες για φιλορωσική στάση της κ. Le Pen. Πολύ περισσότερο, που έτσι την εκθέτει σε άβολη σύγκριση με την πρωθυπουργό της Ιταλίας Giorgia Meloni, η οποία έχει ταχθεί σθεναρά υπέρ της Ουκρανίας, αντιλαμβανόμενη, ότι αποτελεί θανάσιμο οξύμωρο για την άκρα δεξιά, να εμφανίζεται, ως πέμπτη φάλαγγα των Ρώσων.
Αλλά, φυσικά, κάτι τόσο σημαίνον, όσο αυτή η «επιθετική στροφή» του κ. Macron δεν υπαγορεύεται μόνο από λόγους εσωτερικής πολιτικής – αυτό είναι το έλασσον. Όχι, σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο κ. Macron κινείται (έστω φαινομενικά αντιφατικά) με γνώμονα να περιορίσει τον κίνδυνο για επέκταση του πολέμου από την Ουκρανία στην Δύση ακολουθώντας το δοκιμασμένο εγχειρίδιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πραγματικότητα, σε μια στιγμή, που μια ολοένα και πιο αφοπλισμένη Ουκρανία δείχνει, να αφήνεται μόνη στην οδό μιας μελλοντικής ατιμωτικής συνθηκολόγησης με την Ρωσία, ο κ. Macron υπενθυμίζει, ότι η Ουκρανία δεν μπορεί, να γίνει μια νέα Τσεχοσλοβακία. Όταν η επιθυμία της Δύσης για ειρήνη δηλαδή παρεξηγήθηκε, ως αδυναμία και οδήγησε στην τραγωδία του μεγαλύτερου πολέμου όλων των εποχών. Η ιδέα για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία έχει ακριβώς το νόημα, ότι δεν πρέπει, να δοθεί στην Ρωσία το μήνυμα, ότι νίκησε, που (όπως προβλέπουν πολλοί αναλυτές) ίσως την οδηγήσει, να επιτεθεί, στο μέλλον, κάπου στις Βαλτικές. Με άλλα λόγια, ενώ ο κ. Macron μπορεί, να έχει άδικο (αντίθετα με το 1939, σήμερα ένας πόλεμος μπορεί όντως να καταλήξει πυρηνικός), πάντως το θεώρημα, ότι η επιθετικότητα νικιέται μόνο με μεγαλύτερη επιθετικότητα δεν είναι έωλο και αυτό ήταν ο λόγος που η θέση του, ότι η αποστολή στρατευμάτων δεν είναι taboo έτυχε θερμότερης υποδοχής σε κύκλους εμπειρογνωμόνων παρά εντός της πολιτικής.
Αλλά υπάρχει και ένας τρίτος και ακόμα πιο σημαντικός, καθαρά στρατηγικός λόγος, που ο κ. Macron προβαίνει σε αυτήν την «επιθετική στροφή». Γιατί, καλώς ή κακώς, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επαναφέρει στο προσκήνιο την επιλογή της στρατηγικής αυτονόμησης της Ευρώπης και μόνη χώρα, που ήθελε και θέλει, να το ηγεμονεύσει αυτό είναι η Γαλλία. Τελικά, ο κ. Macron αντιλαμβάνεται, ότι ίσως έχει την ευκαιρία που δεν είχε ποτέ ο De Gaulle. Εάν οι Η.Π.Α. όντως πάρουν αποστάσεις από την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ σε μια δεύτερη θητεία του κ. Trump, ο πόλεμος στην Ουκρανία ίσως αναδείξει την Γαλλία ως de facto ηγέτιδα της Ευρώπης την ίδια ώρα που θα έχει υπονομεύσει καίρια το σαθρό οικονομικό μοντέλο (φθηνής ενέργειας από την Ρωσία και μαζικών εξαγωγών στην Κίνα) που είχε επιτρέψει στην Γερμανία από ηττημένη του πολέμου, να γίνει η χώρα-επόπτης όλων μας. Ακούγεται σίγουρα φιλόδοξο, για κάποιους υπερφίαλο ίσως. Αλλά αυτό, που φαίνεται ριψοκίνδυνο (και κάθε «επιθετική στροφή» στις παρούσες τεταμένες διεθνείς σχέσεις και με την Ρωσία, να παίζει διαρκώς το «πυρηνικό χαρτί» είναι ριψοκίνδυνη) μπορεί, απλώς, να είναι το εύλογο «τίμημα της της κορυφής». Για 70 χρόνια μετά την ταπείνωση του Σουέζ, η Γαλλία ήθελε πάντοτε., να βρει το αρχιμηδικό σημείο που θα την επέβαλλε ως ηγέτιδα στην Ευρώπη. Δεν το κατάφερε με το ευρώ (αντίθετα το ευρώ κατέστησε κυρίαρχη την Γερμανία), όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία ίσως να δίνει αυτή την άπιαστη ευκαιρία που δεν είχε ποτέ. Αυτός είναι ο απώτερος λόγος, που έξαφνα έγινε φιλοπόλεμος ο κ. Macron.
*Πολιτικός Επιστήμων, Παν. Cambridge