Του Χρήστου Μπολώση
Έβλεπα τις προάλλες μία ταινία, από αυτές που λέμε του παλιού καλού Ελληνικού κινηματογράφου, «γυρισμένη» στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Εδώ να διευκρινίσουμε και τόχουμε ξαναπεί, ότι δεν ήταν όλες οι ταινίες εκείνης της εποχής καλές. Ένα 20 με 30% ήταν πράγματι θαυμάσιες, γι’ αυτό και βλέπονται ευχάριστα μέχρι σήμερα (η μικρή μου εγγονούλα εκστασιάζεται όταν βλέπει την Αλίκη να χορεύει τη γατούλα με τη ροζ μυτούλα). Τα ρέστα ήταν για φτύσιμο. Κάτι προχειράτζες του κερατά. Το σενάριο γραμμένο στο γόνατο (γόνατο: το πλέον παραγωγικό σημείο του σώματος του Έλληνα…). Η φωνοληψία, που είχε γίνει εκ των υστέρων στη σιγουράτζα του στούντιο, για τα πανηγύρια (μερικές φορές μίλαγε ο Λαυρέντης Διανέλλος και ακουγόταν η φωνή του Φούντα!). Το μοντάζ, θα το ζήλευε ο μεγαλύτερος άλτης του άλματος εις μήκος, αφού οι σκηνές εναλλάσσονταν με εκπλήσουσα ασυναρτησία και αλτικότητα. Η ηθοποιία, μόλις που ξεπερνούσε παιδική παράσταση, για την 25η Μαρτίου.
Με τον καιρό τα πράγματα φτιάξανε. Κυρίως με την εμφάνιση του φανατικού πολέμιου της προχειρότητας Φιλοποίμενα Φίνου και είχαμε αυτά τα μικρά αριστουργήματα, που ακόμα μας ψυχαγωγούν, από τη μικρή πλέον οθόνη.
Αλλά, ας αφήσουμε την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, ο οποίος έσβησε με τον θάνατο του Φίνου και ας επανέλθουμε στην ταινία που παρακολουθούσα.
Σε κάποια στιγμή λοιπόν, στην ταινία που αναφέραμε στην αρχή, εμφανίζεται μία παρέα νεαρών, του λεγομένου «καλού κόσμου», πάνω σε ανοιχτό αυτοκίνητο, να περιμένει την πρωταγωνίστρια πτωχή μεν, τίμια δε (αυτό το τελευταίο μέχρι να μπει στο αμάξι) για να πάνε για διασκέδαση στη βίλλα ενός εξ’ αυτών. Τα ραντεβού είναι μακριά από το σπίτι της κόρης (και αυτό μέχρι να μπει στ’ αμάξι), διότι ντρέπεται να το δει, στο χάλι που είναι, η συντροφιά της. Με την άφιξη της κοπέλας, γίνονται και οι απαραίτητες συστάσεις:
– Από δω ο Ντιντής, ο Κοκός και ο Λελές
– Από δω η δεσποινίς (μέχρι πότε άραγε;), ας την πούμε, Δημητρούλα, η οποία όμως συστήνεται ως… Ντέμη, μη μας περάσουν και για ντιπ λαϊκούρα!
Η παρέα ξεκινάει με φωνές και τραγούδια και φθάνει στη βίλλα, όπου οι νεαροί σνομπάρουν μεν τη φτωχή κοπέλα, όμως δεν σνομπάρουν διόλου την τιμιότητά της, η οποία σε λίγο, θα καταχωρηθεί εις τας δέλτους της ιστορίας.
Μα, θα μου πείτε, αυτά κάθεσαι και βλέπεις; Ε τι να κάνω, αφού όσο και να προσπαθούν οι καναλάρχες μας, τούρκικο σίριαλ ή σαρβάϊβορ (άλλο τουρκοθρεμένο), δεν πρόκειται να δω.
Το θέμα όμως είναι άλλο. Παρακολουθώντας την ταινία, κλασικό δείγμα του νεορεαλιστικού Ελληνικού Κινηματογράφου, μαύρες σκέψεις με ζώσανε. Όχι βέβαια για την ταινία. Αυτή, στην εποχή της, την ανακατωσούρα της την είχε κάνει.
Βλέποντας λοιπόν αυτό το κοινωνικό χάσμα μεταξύ του Ντιντή, του Κοκού και του Λελέ αφενός και της Δημητρούλας αφετέρου, διεπίστωσα με τρόμο, ότι προς τα εκεί βαδίζουμε ολοταχώς, αν δεν έχουμε φθάσει κιόλας. Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας, διαπιστώνεις ότι τα θηριώδη Ι.Χ. τύπου jeep, εξακολουθούν να υπάρχουν στους ίδιους αριθμούς, ενώ με σχεδόν γεωμετρική πρόοδο αυξάνουν οι άστεγοι και γενικώς οι «νεόπτωχοι», οι αυτόχειρες και οι πάσης φύσεως «Δημητρούλες». Στη γειτονιά μου, υπάρχουν δύο από τα πιο ακριβά εστιατόρια της Αθήνας. Κάθε βράδυ είναι γεμάτα και τα γύρω στενά τίγκα στις Μερσεντές, στις Μπεμβέ, στις Βόλβο και στις άλλες… δημοκρατικές δυνάμεις.
Δυστυχώς – και για να το σοβαρέψουμε λίγο – το υγιέστερο και παραγωγικότερο κύτταρο της κοινωνίας, η «Μεσαία Τάξη», δημιούργημα των τελευταίων ετών της δεκαετίας του ’60 και των αρχών αυτής του ‘70, έχει αρχίσει προ πολλού να μας αφήνει χρόνους, σύμφωνα και με την ομολογία του ηγέτη –κολοσσού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δεν έβαλε απλώς το δαχτυλάκι του, αλλά ολόκληρο το χέρι.
Η κλασική Ελληνική οικογένεια, ο στυλοβάτης και κύριος εκφραστής των παραδόσεων, των ηθών και των εθίμων της φυλής μας, έχει τεθεί υπό απηνή διωγμό και ξεδοντιάζεται μέρα με τη μέρα. Προσφάτως οι εθνοπατέρες και εθνομητέρες υπακούοντας σε κελεύσματα, Κύριος οίδε ποιών δυνάμεων, ψήφισαν και τον νόμο για τους ομοφυλοφίλους με τον πρωθυπουργό να κραυγάζει: «Στόχος επετεύχθη»! Δεν μας διευκρίνισε μόνο ποιος είχε θέσει αυτόν τον στόχο, διότι αν μας πει ότι τον έθεσε ο ίδιος, να μας συγχωρεί, αλλά δεν θα τον πιστέψουμε.
Η μεσαία Ελληνική οικογένεια λοιπόν είναι αυτή που πήγαινε στα πανηγύρια, που μετεξελίχθηκαν σε φεστιβάλ του κερατά, απαξιώνοντας παραδόσεις αιώνων. Η μεσαία Ελληνική οικογένεια είναι αυτή που μάτωνε τη άγονη γη και την έκανε περιβόλι, μέχρι που κάποιοι ανακάλυψαν ότι μπορείς να πλουτίσεις πετώντας στις χωματερές τους χρυσούς καρπούς της με αντάλλαγμα μια γερή επιδότηση των κουτόφραγκων. Η μεσαία Ελληνική οικογένεια στήριζε τον μικρό επιτηδευματία με το μπακάλικο, το μανάβικο, το ψιλικατζίδικο, το εμπορικάκι, την Ελληνική επιχείρηση, ώσπου κάποια μέρα αυτές, μυστηριωδώς ή κάηκαν ή επτώχευσαν, για να έλθουν τα ξένα μεγαθήρια να μας ταΐζουν άλογο αντί για βόδι. Αλλά τέτοια βόδια που είμαστε, καλά να πάθουμε
Τέτοιο διωγμό, ούτε οι απόγονοι του Σουλεϊμάν του μεγαλοπρεπούς δεν πέτυχαν. Βέβαια εννοούμε τους απογόνους από το 1453 και δώθε, γιατί οι μετέπειτα απόγονοι, βρήκαν πρόσφορο έδαφος μέσω των «Ελληνικών» καναλιών να αλώσουν ό,τι απέμεινε.
Και τώρα;
Ε, τώρα θα ακολουθήσουμε τη μοίρα της Δημητρούλας και – πού ξέρεις – μπορεί να βρεθεί κάποιο τίμιο και καλό παλικάρι να μας (ξανα)βγάλει από το βούρκο…