Του Απόστολου Διαμαντή
Στις 30 Ιανουαρίου 1969, ο σοσιαλιστής Ολλανδός υπουργός εξωτερικών Van der Stoel ζητάει τη συμμόρφωση της Ελλάδας και της κυβέρνησης Παπαδόπουλου με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Κράτους Δικαίου, ζητάει, την ελευθερία του τύπου, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την παύση των διώξεων, διαφορετικά ζητάει την αποπομπή της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Μεσολαβούν 55 χρόνια και, ω του θαύματος, ξανά η Ελλάδα δικάζεται στην Ευρώπη. Μια άλλη Ολλανδή, πράσινη αυτή τη φορά, η Sophie in ‘t Veld, ζητάει να καταδικαστεί η Ελλάδα, διότι παραβιάζει εκ νέου, 55 χρόνια μετά, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Κράτος Δικαίου!
Και έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, το Ευρωκοινοβούλιο καταδικάζει την Ελλάδα και την κυβέρνησή της. Δηλαδή, μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, η Ελλάδα μπορεί ευθέως να συγκριθεί με την κατάσταση που βρισκόταν το 1969!
Αλλά οι ομοιότητες δε σταματούν εδώ, δεν είναι ίδιες μόνον οι καταδίκες. Ίδιες είναι και οι αντιδράσεις. Στην πρώτη περίπτωση ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπαδόπουλος δήλωνε πως “Το πρόβλημα δεν είναι αστυνομικόν εις την χώραν μας. Είναι κοινωνικόν, είναι πρόβλημα αναπτύξεως». (Γ. Παπαδόπουλος, Το Πιστεύω μας, Αθήναι 1970, τ. ΣΤ΄, σ.67.) Στη σημερινή καταδίκη οι φίλοι της κυβέρνησης έχουν ακριβώς το ίδιο επιχείρημα: «Αλήθεια, στους αγρότες που ζητούν περισσότερα ευρωπαϊκά λεφτά και μεγαλύτερη ευρωπαϊκή προστασία, τι θα πουν όλοι αυτοί που σήμερα πανηγυρίζουν για την ευρωπαϊκή καταδίκη;». (Δ. Ευθυμάκης, protagon 9/2/24.)
Κι άλλη ομοιότητα: ο τύπος του 1969 στήριξε αναφανδόν την κυβέρνηση Παπαδόπουλου, με την ίδια ομοθυμία που και σήμερα στηρίζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. «Όσο για «τους ψευδοδημοκράτας της Δύσεως», έγραφε η Νέα Πολιτεία στις 14/12/69, «το ελαφρυντικόν των είναι ότι παρασύρθηκαν, από τις αυταπάτες που τους καλλιέργησαν οι μηδίσαντες αυτοεξόριστοι». Και σήμερα είχαμε πάλι ανθέλληνες μηδίσαντες, σύμφωνα με τα φιλομητσοτακικά ΜΜΕ και τους υπουργούς: «Σήμερα, ως πολιτικά απομεινάρια, ψηφίζουν στην Ευρώπη εναντίον της χώρας τους» (Δ. Ευθυμάκης, protagon, 9/2). «Για την ιστορία, ας κρατήσουμε τα ονόματα των Ελλήνων ευρωβουλευτών που στράφηκαν κατά της χώρας μας, υπερψηφίζοντας αυτό το απαράδεκτο και ανθελληνικό ψήφισμα» (A.Σκέρτσος, 9/2). «Όσο ορισμένοι αδυνατούν να κοντύνουν τον Μητσοτάκη… τόσο θα καταφεύγουν στην ύστατη λύση: συκοφαντικά αφηγήματα, μηχανορραφίες… υπονόμευση του κύρους της Ελλάδας και της Ευρώπης» (Σ. Γιαννακά, iefimerida, 9/2). «Έχει διαμορφωθεί «ένα μπλοκ για να χτυπήσουν τον πιο πετυχημένο πρωθυπουργό και το πιο αποτελεσματικό παράδειγμα κεντροδεξιάς διακυβέρνησης». (M. Βορίδης Mega, 8.2).
Η επανάληψη όμοιων επιχειρημάτων μεταξύ υπουργών και δημοσιογράφων και η πλήρης απόκρυψη για δυο μέρες της είδησης δείχνει βεβαίως και το επίπεδο της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το περισσότερο είναι πως, σύμφωνα με το Ευρωκοινοβούλιο, στη σημερινή Ελλάδα συμβαίνουν τα εξής:
– Οι δικαστικές αρχές δεν έχουν σημειώσει πρόοδο στην έρευνα για τις υποκλοπές, τη μαζική δολοφονία 57 πολιτών στα Τέμπη, περίπου 600 μεταναστών στο ναυάγιο της Πύλου, για τη δολοφονία Καραϊβάζ.
– Πολλοί δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν σωματικές απειλές, λεκτικές επιθέσεις, μεταξύ άλλων από υψηλόβαθμους πολιτικούς και υπουργούς, παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής με κατασκοπευτικό λογισμικό, απειλείται η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης, καθώς η ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης στη χώρα κατανέμεται κυρίως σε μικρό αριθμό ολιγαρχών.
– Υπάρχει έλλειψη διαφάνειας στην κατανομή των κρατικών επιδοτήσεων στα μέσα ενημέρωσης.
– Το Ευρωκοινοβούλιο ζητάει να ακυρωθεί η νομοθετική τροποποίηση του 2019 που έθεσε την ΕΥΠ υπό τον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργού και να κληθεί αμέσως η Europol να συμμετάσχει στις έρευνες.
– Καταδικάζει την παράνομη εργαλειοποίηση του όρου «απειλή για την εθνική ασφάλεια» ως δικαιολογία για τις απαράδεκτες υποκλοπές και την παρακολούθηση πολιτικών αντιπάλων, περιλαμβανομένων του νυν βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Γεωργίου Κύρτσου, και του πρώην βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Νίκου Ανδρουλάκη.
– Καταδικάζει απερίφραστα τον εκφοβισμό και την παρενόχληση λειτουργών που ελέγχουν την κυβέρνηση, όπως η πρώην Εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη και ο Χρήστος Ράμμος, επικεφαλής της ΑΔΑΕ.
– Τονίζει με μεγάλη ανησυχία ότι η διαφθορά διαβρώνει τις δημόσιες υπηρεσίες και τα δημόσια αγαθά.
– Θεωρεί κρίσιμη την ταχεία και ολοκληρωμένη διεξαγωγή της δικαστικής έρευνας σχετικά με τη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκομένους.
– Δεν είναι ικανοποιημένο με τον έλεγχο που διενεργεί η αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων, καθώς φαίνεται να στερείται πολιτικής αμεροληψίας.
– Ζητεί, ειδικότερα, κατά την εκτέλεση των σχετικών κονδυλίων της ΕΕ, να αξιολογείται η συμμόρφωση με τον Χάρτη, όπως ορίζει ο κανονισμός περί κοινών διατάξεων και υπενθυμίζει ότι, σε περίπτωση έγκρισης χρηματοδοτικών μέτρων, η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίσει ότι οι τελικοί αποδέκτες ή δικαιούχοι κονδυλίων της ΕΕ δε στερούνται αυτών των κονδυλίων, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού για την αιρεσιμότητα όσον αφορά το κράτος δικαίου.
Αυτό όμως το τελευταίο, πως τα κονδύλια δε θα δίνονται σε δικαιούχους που παραβιάζουν τον Χάρτη είναι και το πιο επικίνδυνο σημείο για τη δυνατότητα επιβίωσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο λόγος που η κυβέρνηση έχει την πλήρη στήριξη των ολιγαρχών και των ΜΜΕ που ελέγχουν είναι πως διασφαλίζει την ομαλή ροή κονδυλίων από την ΕΕ, χωρίς καμία αιρεσιμότητα. Εάν τα κονδύλια αυτά μπουν υπό καθεστώς αμφισβήτησης, καθώς θα συνδέονται με το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, τότε υπό το ίδιο ακριβώς καθεστώς αμφισβήτησης θα τεθεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη: οι ολιγάρχες θα πάψουν να τη στηρίζουν και θα υποχρεωθούν να στηρίξουν άλλο πολιτικό σχήμα διακυβέρνησης, που θα διασφαλίζει τα συμφέροντά τους. Προφανώς θα προτιμήσουν ένα σχήμα συγκυβέρνησης, με άλλον πρωθυπουργό, που θάναι ευέλικτο, θα αποκαταστήσει το Κράτος Δικαίου και θα είναι συμβατό με τις αρχές της ΕΕ.
Ένα είναι σίγουρο: μετά από τέτοια δριμύτατη καταδίκη από το Ευρωκοινοβούλιο, η κυβέρνηση είναι πλέον ανεπιθύμητη στην ΕΕ και δε θα μπορέσει να σταθεί για πολύ. Μετά το τέλος της εκκρεμότητας με την Τουρκία, η τύχη της θα είναι προδιαγεγραμμένη και η πτώση της θα είναι επί θύραις.