Του Νίκου Γ. Μερτζάνη
«Πάμε κι όπου μας βγάλει ο δρόμος» είναι μια έκφραση και μια συνθήκη που ταιριάζει σε παρέες οι οποίες έχουν βγει για διασκέδαση. Αποκτά όμως επικίνδυνα χαρακτηριστικά, αν αποτελεί τρόπο άσκησης πολιτικής, και ακόμη περισσότερο αν πρόκειται για τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Η εικόνα του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ να μιλά στο βρετανικό Κοινοβούλιο για τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και να τον χαρακτηρίζει πολιτικό που αθέτησε τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, για αυτό ακύρωσε τη συνάντηση μεταξύ τους, δεν περιποιεί τιμή για την Ελλάδα.
Δεν έχω τη διάθεση, ούτε και την πρόθεση να δικαιολογήσω την απρέπεια του Σούνακ. Δεν μπορεί σε καμία των περιπτώσεων να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο στον πρωθυπουργό συμμάχου χώρας και να μη σέβεται την Ιστορία και τον πολιτισμό ενός λαού. Είναι απαράδεκτη η στάση του. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος.
Η άλλη όψη αφορά τη στάση του πρωθυπουργού και την προετοιμασία για την επίσκεψη στη Βρετανία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποτίμησε τη δυσανεξία της βρετανικής πολιτικής σκηνής στην επιστροφή των πολιτιστικών θησαυρών που κατέχουν τα μουσεία του μεγάλου νησιού, τα οποία έχουν αρπάξει από δεκάδες χώρες. Ταυτόχρονα υπερεκτίμησε τις δικές του δυνάμεις, την ώρα που πριν από τη συνάντηση με τον Βρετανό πρωθυπουργό αποφασίζει να βγάλει δημόσια την ατζέντα της μεταξύ τους συζήτησης. Το Λονδίνο δεν είναι Αθήνα και όποια επικοινωνιακή διαχείριση εις βάρος της ουσιαστικής εξωτερικής πολιτικής έχει κόστος.
Η αποστροφή του λόγου του Κυριάκου Μητσοτάκη για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, στη συνέντευξη που έδωσε στη βρετανική πρωτεύουσα, διπλωματικά ήταν λάθος. Θα μπορούσε να διατυπωθεί με άλλον τρόπο και να αποδώσει τις θέσεις της Ελλάδας. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αυτή η απάντηση δόθηκε κατόπιν προεργασίας και προετοιμασίας του πρωθυπουργού με τους ειδικούς επί του θέματος και με το διπλωματικό του γραφείο, ώστε να προκαλέσει την αντίδραση του Σούνακ.
Από το περιβάλλον του πρωθυπουργού και από τις δηλώσεις της συγγραφέως Βικτόρια Χίσλοπ, η οποία την ώρα που ενημερώθηκε ο κ. Μητσοτάκης για την ακύρωση της συνάντησης με τον Σούνακ, ήταν μαζί του, το ερώτημα βρίσκει την απάντησή του: ο πρωθυπουργός δεν είχε «μετρήσει» τη σημασία όσων είπε στη συνέντευξη. Δεν υπήρχε καμία προετοιμασία, καμία προεργασία, αλλά κινήθηκε με γνώμονα την επικοινωνιακή τακτική που ακολουθεί και στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας ατάκες που βγάζουν τίτλους σε εφημερίδες, τηλεοπτικούς σταθμούς και ιστοσελίδες, αλλά δεν… λειτουργούν όταν τις χρησιμοποιείς εκτός Ελλάδας.
Η πρακτική που ακολουθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, από την ημέρα που εξελέγη το 2019, είναι τουλάχιστον προβληματική. Η προσπάθεια να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα Γλυπτά, ακόμη και με δανεισμό, δείχνει μια αγωνία από την πλευρά του πρωθυπουργού να είναι αυτός και τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο ίδιο κάδρο την ημέρα της επιστροφής τους στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η εικόνα και η επικοινωνιακή εκμετάλλευση πάνω από όλα. Το γεγονός ότι με τον ενδεχόμενο δανεισμό η Ελλάδα νομιμοποιεί την κλοπή των Γλυπτών μάλλον λογίζεται ως παράπλευρη απώλεια. Και, φυσικά, αν το Βρετανικό Μουσείο έδινε την άδεια για δανεισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα και η Ελλάδα δεχόταν ότι είναι στην κυριότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, θα έπρεπε να τα επιστρέψει στο Λονδίνο.
Η έλλειψη προετοιμασίας ή η αδιαφορία για την προεργασία ή, τέλος, η άσκηση «ιδιωτικής εξωτερικής πολιτικής» πριν από μια συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με ομόλογό του προκαλεί τουλάχιστον ανησυχία για τη δυνατότητα της Ελλάδας για διαπραγμάτευση και διεκδίκηση.
Επειδή ακριβώς σε μία εβδομάδα, στην Αθήνα, θα βρίσκεται ο Ερντογάν, η πρακτική «πάμε και όπου μας βγάλει ο δρόμος» μπορεί να μας οδηγήσει σε… τοίχο.