Του Πολύκαρπου Αδαμίδη
Διαχρονικά ο Ελληνισμός και η Ελλάδα έχουμε ως σημεία αναφοράς τους ομογενείς μας. Αυτούς που σε επίπεδο πρώτης γενεάς αποτελούν ουσιαστικά τους απόδημους, με ισχυρότερους κατά τεκμήριο δεσμούς και παραστάσεις με το Μητροπολιτικό Κέντρο.
Δεν είναι εξάλλου και λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ως έθνος αποδυναμωθήκαμε, όταν περιοριστήκαμε στο πλαίσιο του κράτους μας. Μικρύνανε οικειοθελώς την έννοια του Έλληνα από τρόπο ζωής και παιδείας σε πολίτη ενός εκ των εκατοντάδων κρατών.
Δεν είμαστε βέβαια οι μόνοι που αναζητούμε ισχύ και επιρροή, με όποιες παρεξηγήσεις από υπερβολικές προσδοκίες αυτό συνεπάγεται, από την ομογένειά μας. Η Αρμενία και ο Λίβανος αποτελούν διεθνή ανάλογα, ενώ το Ισραήλ, επί αιώνες διατηρεί τη σχετική πρωτοκαθεδρία.
Οι ιστορικές, εν πολλοίς και πολιτικές κατά τη διαχείρισή τους, παραδοχές για την ομογένεια και τους απόδημους, δε συνεπάγονται ωστόσο και σοβαρότητα αντιμετώπισής τους. Είτε γιατί είναι εύκολη η αναγωγή, ως πολιτική επιχειρηματολογία, στον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν για τα εθνικά μας ενδιαφέροντα στις χώρες που διαβιούν, είτε γιατί είναι δύσκολη η επαλήθευση, ως προς τις πραγματικές δυνατότητές τους, παραμένουν ένα κεφάλαιο κατά κανόνα αναξιοποίητο. Μια κατάληξη που υπονομεύει τη σχέση με την ιστορική κοιτίδα τους και εκθέτει την ανεπάρκεια της κατά περίπτωση υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας.
Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη ψήφος των αποδήμων και οι σχετικές ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν για τη διευκόλυνση ενάσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος. Σε μια χαρακτηριστική μάλιστα προσέγγιση από την κορυφή προς τις υποδομές λειτουργικής διασφάλισης του νέου αυτού καθεστώτος, προβλέφθηκε η εκλογή τριών βουλευτών από τους αποδήμους. Χωρίς να υπάρχουν οι υποδομές και οι μηχανισμοί που θα εγγυούνταν την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων από τους απόδημους, που με τη σειρά της θα νομιμοποιούσε την όλη διαδικασία. Μια χαοτική επιλογή, που αποδομείται στην πράξη.
Όπως λέγεται, με βάση τη μελέτη των στοιχείων, που αφορούν τον αριθμό εγγραφής στους οικείους εκλογικούς καταλόγους των αποδήμων, μόλις 3.800 απόδημοι, εξ ενός αριθμού που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 180.000 πραγματικούς δικαιούχους, έχουν εγγραφεί. Είναι ένα αποτέλεσμα κατ’ αρχήν αποκαρδιωτικό. Καταδεικνύει την ανεπάρκεια όσων σχεδίασαν και είχαν την ευθύνη ψήφισης του νομοσχεδίου για την ψήφο των αποδήμων.
Η μέχρι σήμερα αποτυχία, δε μπορεί να είναι απρόσωπη. Αφορά σίγουρα όσους είχαν την ευθύνη να ενημερώσουν τους απόδημους ως εκ της θεσμικής επαφής μαζί τους. Το διπλωματικό προσωπικό και οι επίτιμοι πρόξενοι δε φαίνεται να ανταποκρίθηκαν. Στο μέτρο βέβαια που ζητήθηκε η συνδρομή τους, είτε με ειδικό συντονισμό των Υπουργείων κατά βάση Εξωτερικών και Εσωτερικών, είτε ως εκ της εξ ορισμού αποστολής τους να προωθούν και να επιδιώκουν εθνικούς στόχους και αποστολές.
Αλλά και ως προς τους κατά τεκμήριο αρμόδιους, σε επίπεδο πολιτικών προϊσταμένων για τον απόδημο Ελληνισμό, υπάρχει ευθύνη για το ότι δεν εκπλήρωσαν τη θεσμική αποστολή τους. Στο μέτρο που ο συνολικός αριθμός των αποδήμων, για τους οποίους υπήρχε η προσδοκία ότι θα εγγράφονταν στους εκλογικούς καταλόγους, επιμερίζεται σε διάφορα κράτη, θα πρέπει να ελεγχθούν τα αποτελέσματα και οι δράσεις που υλοποίησαν σχετικά οι υπεύθυνοι. Και να γίνει αντιπαραβολή με αριθμούς, των προσδοκιών και των αποτελεσμάτων.
Για να υπάρχουν μετρήσιμα μεγέθη, θα πρέπει η υπεύθυνη κεντρική πολιτική εξουσία να εκπονήσει ή να ζητήσει από τα κατά τόπους στελέχη να διαμορφώσουν πλαίσιο και μέσα δράσης. Και να υπάρχει σχετικός απολογισμός και λογοδοσία. Μεγάλη πρόκληση, είναι εν προκειμένω και η αξιοποίηση του κλήρου. Τα λάθη και οι παραλείψεις ως προς τα ως άνω θεμελιώδη αυτονόητα, δε δικαιολογούν παραίτηση από τη σχετική προσπάθεια. Τα εξαιρετικά περιορισμένα, αν όχι πενιχρά μέχρι σήμερα, αποτελέσματα, θέτουν εκ των πραγμάτων ζήτημα απόδοσης ευθυνών. Για μεγέθη πάντα που είναι μετρήσιμα. Και σε εμπέδωση της εύλογης θέσης πως οι απόδημοι θέλουν μεράκι αφοσίωσης. Και δε μπορούν να αντιμετωπίζονται ως πάρεργο. Οι αριθμοί εκδικούνται.