Του Πολύκαρπου Αδαμίδη
Πολύ μελάνι ‘χύθηκε’ τις τελευταίες ημέρες, στην ανάλυση των φερόμενων νέων συνθηκών, που σηματοδοτεί η Τουρκική ανακοίνωση για την εκτόξευση βαλλιστικού πυραύλου στη Μαύρη Θάλασσα. Δεν ξενίζει η συμμετοχή του ίδιου του Τούρκου Προέδρου στις σχετικές δηλώσεις-απειλές. Θέλει να παρουσιάζει εαυτόν ως τον εκφραστή της Τουρκικής ισχύος, όπως ο ίδιος τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται και την οποία πιστεύει ότι δημιούργησε. Είναι πεπεισμένος πως ό,τι διεγείρει τις φαντασιώσεις μεγαλείου και τα εθνικιστικά αντανακλαστικά της Τουρκικής κοινωνίας, του δίνει πόντους στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο και ανάσες προσδοκίας, για τις εκλογές του επόμενου έτους.
Στην πράξη ωστόσο, τα ποιοτικά μεγέθη, ανεξαρτήτως περιπτωσιολογίας, δε φαίνεται να δικαιολογούν τους Τουρκικούς βρυχηθμούς. Και τους ισχυρισμούς τους ότι δήθεν έχουν αποκτήσει αυτάρκη αμυντική βιομηχανία, που μπορεί να καλύψει τον σχεδιασμό και τη λειτουργία των Ενόπλων δυνάμεών τους. Σε πρώτο χρόνο υφίσταται το εμπάργκο που έχουν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως κύρωση για την απόκτηση το 2020 των Ρωσικών Πυραύλων S 400. Το εμπάργκο αυτό συνίσταται στο ότι αφενός μεν παύει η μεταφορά τεχνογνωσίας στην Τουρκία για τη δημιουργία υποδομών, που στο μέλλον ενδεχόμενα θα της επέτρεπαν να παράξει δικά της σύγχρονα οπλικά συστήματα. Αφετέρου σημαίνει ότι παύει η ροή ανταλλακτικών και μέσων για την κατασκευή και τη συντήρηση οπλικών συστημάτων. Και οι δύο παράμετροι είναι απαγορευτικοί για τη δημιουργία και λειτουργία αυτάρκους και αποτελεσματικής αμυντικής βιομηχανίας. Το σύνολο εξάλλου των Τουρκικών οπλικών συστημάτων, προέρχεται από το δυτικό οπλοστάσιο.
Οι εγγενείς αυτές αδυναμίες των Τουρκικών υποδομών, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι επανειλημμένα οι Τουρκικές υπηρεσίες έχουν φανεί ανακόλουθες στις εξαγγελίες τους ως προς το εύρος και τις δυνατότητες των εξοπλισμών τους, δε μπορούν να αποτελέσουν παράγοντα εφησυχασμού. Είναι εξαιρετικά αδόκιμο να ετεροκαθορίζουμε τις επιλογές και τον σχεδιασμό μας, από τη συμπεριφορά τρίτων χωρών. Ούτε τις πραγματικές τους δυνατότητες επακριβώς μπορούμε να γνωρίζουμε, ούτε και να ακολουθούμε ασθμαίνοντας και εγγυημένα έγκαιρα την οποιαδήποτε μεταστροφή των επιλογών τους. Είναι απαραίτητο να επιδιώκουμε το μέγιστο, σε σχέση με την ανάπτυξη δικών μας υποδομών και το βέλτιστο εις ότι αφορά τις μεγάλες επενδύσεις, που σε διάρκεια δεκαετιών πραγματοποιούμε, στον τομέα της αμυντικής μας θωράκισης.
Στο παρελθόν μια σημαντική βάση για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων, με όρους εποχής, έρευνας και τεχνολογίας και απόκτησης δικών μας αμυντικών παραγωγικών υποδομών, παρείχαν οι λεγόμενες συμφωνίες παροχής αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Ήταν συμφωνίες που συνάπτονταν με τους παρόχους αμυντικού εξοπλισμού και η αξία τους συνίστατο σε συγκεκριμένο ποσοστό του κόστους του αποκτώμενου εξοπλισμού. Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της Κοινοτικής αγοράς για την πραγματοποίηση αμυντικών προμηθειών, οι συμβάσεις αντισταθμιστικών ωφελειών, εγκαταλείφθηκαν. Θεωρήθηκε ότι υπονομεύουν τον ανταγωνισμό, ενώ χαρακτηρίστηκαν και εκτροφείο διαφθοράς. Η ανάγκη ωστόσο για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογίας παραμένει, στον τομέα της Άμυνας. Όπως και η ανάγκη για τη δημιουργία μιας συνεκτικής και ανταγωνιστικής Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής βάσης, που αποτελεί μάλιστα και προτεραιότητα των πολιτικών για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δημιουργία της Αμυντικής αυτής Βιομηχανικής βάσης, εδράζεται στη δημιουργία και τη συνέχιση της λειτουργίας, υγιών και αποδοτικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Που με τη σειρά τους αποτελούν και την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία. Που έχει και πρέπει να έχει ρόλο στην εκπόνηση και την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων Ευρωπαϊκής και διεθνούς κλίμακας και προοπτικής. Είναι και κορυφαία προϋπόθεση για την ασφάλεια της αμυντικής μας επάρκειας και εφοδιασμού, τόσο σε περιόδους κρίσεων, όσο και για τη διαρκή συντήρηση και λειτουργία των οπλικών μας συστημάτων.
Η συμμετοχή των μονάδων της αμυντικής μας βιομηχανίας, στην υλοποίηση το πρώτον των μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων μας, δεν αποτελεί απλή επιλογή νόμιμης στήριξης ενός κλάδου της οικονομίας μας. Και από το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο προβλέπεται, αλλά και υλοποίηση του επενδυτικού χαρακτήρα κάθε μεγάλης δαπάνης, όπως οι συνυφασμένες με τα εξοπλιστικά, αποτελεί. Ο στόχος κάθε επένδυσης είναι ο προσπορισμός πολλαπλών ωφελειών και η επαύξηση του κεφαλαίου που διατέθηκε. Στην περίπτωση της άμυνας, νοείται ως μέσο για την απόκτηση υποδομών, που μέσα από την τεχνογνωσία που θα τους μεταφερθεί θα μπορούν να εξυπηρετούν τις ανάγκες της χώρας μας και τρίτων χωρών σε θέματα αμυντικού σχεδιασμού και δράσης. Συγχρόνως θα δοθεί η δυνατότητα να αναπτυχθούν εξειδικευμένα οπλικά συστήματα και θα δοθεί πραγματικό νόημα στον τομέα της οικονομίας της γνώσης. Η περίπτωση των drones αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι καινοτομίες και οι εφευρέσεις μας έδωσαν στη διάρκεια της Ιστορίας μας, το ποιοτικό και ουσιαστικό πλεονέκτημα για μεγάλες νίκες. Η σάρισα και το υγρό πυρ είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πολύτιμα διδάγματα, που οφείλουμε να τα αξιοποιήσουμε.
Εξαφάνισαν την αμυντική βιομηχανία, η μασαμπούκα των μεσαζόντων και ο αριστερός συνδικαλισμός.