Πότε και γιατί αναζωπυρώνεται και κλιμακώνεται μια σύγκρουση με ιστορία τριάντα ετών; Και πόσο συνεπείς είναι οι συνεπείς οι διακηρύξεις της διεθνούς κοινότητας περί “βασισμένης σε κανόνες παγκόσμιας τάξης” και καταδίκης κάθε εισβολής εναντίον κυρίαρχων κρατών.
Αψιμαχίες μεταξύ Αζέρων και Αρμενίων δεν έλειψαν καθ’ όλο το διάστημα που ακολούθησε τον πόλεμο του Ιουλίου-Νοεμβρίου 2020, οπότε, με συνολικό απολογισμό 6.500 νεκρούς, ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν κατάφερε (βοηθούμενος από την Τουρκία κυρίως με drones) να ανακαταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που από το 1993 κατείχαν οι Αρμένιοι αυτονομιστές του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ανακηρύσσοντας την μη αναγνωρισμένη “Δημοκρατία του Αρτσάχ”.
Όμως από τα μεσάνυχτα, εχθροπραξίες ξέσπασαν σε εκτεταμένη έκταση των συνόρων του Αζερμπαϊτζάν, όχι πλέον εναντίον των αυτονομιστών εντός της αναγνωρισμένης επικράτειάς του, αλλά με στόχο την ίδια την γειτονική Δημοκρατία της Αρμενίας.
Είναι προφανές ότι η πρωτοβουλία αυτής της κλιμάκωσης ανήκει στην πλευρά του Αζερμπαϊτζάν, παρά τις αναφορές σε προηγηθείσα δράση Αρμενίων σαμποτέρ στα σύνορα. Και είναι εξίσου προφανές ότι η παρούσα ανάφλεξη θα πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τα ευρύτερα διεθνή συμφραζόμενα.
Ως πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, τόσο η Αρμενία όσο και το Αζερμπαϊτζάν διατηρούν καλές σχέσεις με την Ρωσία. Μάλιστα ο Αζέρος πρόεδρος Ιλχάμ Αλίγιεφ επισκέφθηκε την Μόσχα την παραμονή της έναρξης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο και συνυπέγραψε συμφωνία ρωσο-αζερικής συνεργασίας ευρέος φάσματος, το περιεχόμενο της οποίας δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
Ωστόσο, το Αζερμπαϊτζάν είναι μία χώρα που σαφώς ανήκει στο εν ευρεία εννοία δυτικό στρατόπεδο, βλέπει να αναβαθμίζεται η σημασία του για την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης, κατέχει κρίσιμη γεωγραφική θέση για τον έλεγχο της Κασπίας Θάλασσας και επέκεινα της Κεντρικής Ασίας (γεγονός που δεν λησμονεί ποτέ η “αδελφή Τουρκία”) και παράλληλα συνεργάζεται στενά με το Ισραήλ. Σε μία προηγούμενη φάση αποτελεούσε κοινό μυστικό ότι η μονομερής στρατιωτική δράση την οποία εξέταζε το εβραϊκό κράτος εναντίον των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων θα εξαπολυόταν από τα αζερικά αεροδρόμια.
Αντιθέτως, η Αρμενία, παρότι αναζητά ερείσματα στη Δύση, ιδίως επί των ημερών του σημερινού πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν, στηρίζει την ασφάλειά της πρωτίστως στην Ρωσία, συμμετέχει σε θεσμούς όπως ο υπό ρωσική ηγεσία Οργανισμός Συλλογικής Ασφάλειας (που ως γνωστόν επενέβη τον Ιανουάριο στο Καζαχστάν για να οχυρώσει την εκεί κυβέρνηση απέναντι στο κύμα βίαιων διαδηλώσεων που είχε ξεσπάσει) και διατηρεί καλές σχέσεις με το Ιράν, το οποίο αποτελεί, μέσω του Διαδρόμου του Λατσίν, πολύτιμη δίοδο προς τον έξω κόσμο, δεδομένου ότι τα αρμένικα σύνορα τόσο με την Τουρκία όσο και το Αζερμπαϊτζάν παραμένουν κλειστά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πασινιάν είχε σήμερα τηλεφωνική επικοινωνία τόσο με τον Βλαντίμιρ Πούτιν όσο και με τον Εμανουέλ Μακρόν, αλλά και με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, ενώ απευθύνθηκε στον Οργανισμό Συλλογικής Ασφάλειας. Το δε ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε απαράδεκτη οποιαδήποτε προοπτική αλλαγής συνόρων και εξέφρασε την προθυμία της Ισλαμικής Δημοκρατίας να συμβάλλει στην ειρηνική επίλυση της κρίσης.
Υπενθυμίζεται ότι ο πόλεμος του 2020 οδήγησε σε βραχυχρόνιο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ιράν και Αζερμπαϊτζάν, όπως είχε συμβεί λίγο μετά και με την “νικητήρια” επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στο Μπακού, λόγω αναφορών του στην διαιρεμένη “αζερική γη”. (Το νότιο τμήμα του ιστορικού Αζερμπαϊτζάν παραμένει πάντοτε ιρανική επαρχία, κατοικούμενο από περίπου 10 εκατομμύρια εθνοτικά Αζέρους Ιρανούς πολίτες, ήτοι περισσότερους από τον συνολικό πληθυσμό του ανεξάρτητου, πρώην σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν).
Πάντως τα εκ Δυσμών εκπεμπόμενα μηνύματα παραπέμπουν μάλλον σε λογική “ίσων αποστάσεων” και γενικών αναφορών στην ανάγκη αυτοσυγκράτησης. Ούτε λόγος για ηχηρή καταδίκη, α λα ουκρανικά, της εισβολής στο έδαφος ενός κυρίαρχου κράτους, ούτε βέβαια για αντιπαράθεση της “δημοκρατίας”, που έστω και ελαττωματικά λειτουργεί στην Αρμενία, με τον “αυταρχισμό”, που στην περίπτωση του κληρονομικώ δικαίω προέδρου του Αζερμπαϊζάν, Ιλχάμ Αλίγιεφ είναι προφανής. Το ότι μόλις σήμερα ο Αζέρος υπουργός Ενέργειας ανακοίνωσε ότι η χώρα του αυξάνει κατά 30% της εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ε.Ε. ερμηνεύει πολλά.
Για τον Βλαντίμιρ Πούτιν, πάντως, οι εξελίξεις στον Καύκασο αποτελούν, ιδίως σε αυτή την καμπή του πολέμου στην Ουκρανία, έναν δυσάρεστο πρόσθετο πονοκέφαλο, καθώς η Ρωσία θα πρέπει να δαπανήσει πρόσθετο διπλωματικό, αν όχι και στρατιωτικό, κεφάλαιο για την σταθεροποίηση της κατάστασης. Υπενθυμίζεται ότι η ρωσική διπλωματία ήταν αυτή που μεσολάβησε για την εκεχειρία του Νοεμβρίου 2020 (αφού πρώτα άφησε τον Πασινιάν να τιμωρηθεί επαρκώς στα πεδία των μαχών για τις φιλοδυτικές του παρασπονδίες), την οποία και εγγυήθηκε με την αποστολή 2.000 Ρώσων στρατιωτών, επιπλέον της παρουσίας στην ρωσική, κληροδοτημένη από τα σοβιετικά χρόνια, βάση του Γκιούμρι της Αρμενίας. Σε κάθε περίπτωση, τυχόν συντριβή της Αρμενίας είναι κάτι που η ρωσική κοινωνία (όπου διαπρέπει η ογκώδης αρμενική κοινότητα) και ηγεσία δεν μπορεί να αντέξει.
Το πώς αξιολογούνται όλα αυτά για την ρωσο-τουρκική σχέση είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Ο Αλίγιεφ δεν θα είχε κινηθεί χωρίς κάποιου είδους “πράσινο φως” από τον Ερντογάν, την ίδια στιγμή που ο ισχυρός Άγκυρας διαπραγματεύεται την προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου με έκπτωση και όχι μόνο.
Πηγή: capital.gr