Η 14η Φεβρουαρίου 1945 είναι μια μέρα που σφράγισε την όψη του κόσμου μας μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για την ημέρα κατά την οποία στη Μεγάλη Πικρή Λίμνη της Διώρυγας του Σουέζ ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ (που έμελλε να αποβιώσει δύο εβδομάδες μετά) συναντήθηκε επί του πολεμικού σκάφους USS Quincy με τον μονάρχη της Σαουδικής Αραβίας, Αμπντουλαζίζ ιμπν Σαούντ. Ο Ρούζβελτ είχε μόλις εγκαταλείψει τη Γιάλτα της Κριμαίας, όπου σε διάσκεψη κορυφής με τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν χαράχτηκε το περίγραμμα του κόσμου κατά την εποχή που ανοιγόταν με τη διαφαινόμενη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την προηγουμένη ο Αμερικανός πρόεδρος είχε συναντηθεί στο Quincy με τον βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ και τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, σε έμπρακτη αποτύπωση της τεράστιας σημασίας που απέδιδαν οι ΗΠΑ στον έλεγχο της ευρύτερης Μέσης Ανατολής εφεξής. Όμως η παραγωγικότερη συνάντηση ήταν αυτή με τον Αμπντουλαζίζ ιμπν Σαούντ, ο οποίος μόλις 13 χρόνια νωρίτερα είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Αραβικής Χερσονήσου, με διακριτική βρετανική στήριξη, ιδρύοντας το κράτος που έλαβε το όνομα της οικογένειάς του.
Ο Αμερικανός πρόεδρος και ο ηγέτης του Οίκου των Σαούντ δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στο τότε ιδιαίτερα επίκαιρο ζήτημα της διευκόλυνσης της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, όπου συντόμως επρόκειτο να ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ. Συμφώνησαν όμως σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στη διαμόρφωση μιας στρατηγικής σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας η αμερικανική πλευρά αναλάμβανε ρόλο εγγυητή ασφαλείας του βασιλείου, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση σταθερών πετρελαϊκών ροών.
Η συμφωνία της Μεγάλης Πικρής Λίμνης έμελλε να βαθύνει περαιτέρω στις δεκαετίες που ακολούθησαν, όταν οι δύο πλευρές συνεργάσθηκαν για την απόκρουση της διάδοσης εθνικιστικών, αντιμπεριαλιστικών και αριστερών ιδεών στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, ενώ η έξοδος από το σύστημα του Bretton Woods το 1971 σήμανε την έλευση του “πετροδολαρίου”, όπου πραγματικό αντίκρισμα του νομίσματος των ΗΠΑ ως διεθνούς αποθεματικού ήταν πλέον η αποκλειστική του χρήση στην εμπορία του πετρελαίου, με ανακύκλωση των αραβικών πλεονασμάτων σε αμερικανικού τίτλους.
Αυτή η ιστορική περίοδος πιθανότατα τερματίζεται μπροστά στα μάτια μας.
Η Σαουδική Αραβία πολλαπλασιάζει τα μηνύματα ότι σκοπεύει να κινηθεί σε πνεύμα στρατηγικής αυτονομίας, χωρίς να είναι πλέον “δεδομένη” για τη Ουάσιγκτον.
Συντελεί σε αυτό το ότι ισχυρός άνδρας του βασιλείου είναι εδώ και οκτώ χρόνια ο πρίγκηπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο οποίος δεν διαμορφώθηκε από τις καθιερωμένες για τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας σπουδές στη Δύση και στράφηκε ευθέως εναντίον συγγενών του, όπως ο προηγούμενος διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Νάγιεφ, με ιδιαίτερα καλλιεργημένους δεσμούς με την Ουάσιγκτον. Ο παρορμητικός και χωρίς αναστολές Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν γνωρίζει ότι δεν τυγχάνει συμπαθειών στις ΗΠΑ (και μόνο η υπόθεση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Χασόγκι είναι χαρακτηριστική) και δεν τις εμπιστεύεται ενόψει του τελικού του άλματος προς την απόλυτη εξουσία.
Συντελεί όμως στην αμοιβαία απομάκρυνση ακόμη περισσότερο η “μεγάλη εικόνα”: η απομείωση της αμερικανικής ισχύος είναι αντικειμενική, ενώ η συντελούμενη ευρασιατική ολοκλήρωση προσφέρει νέες ευκαιρίες στις αραβικές μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, οι οποίες μάλιστα εκδηλώνουν ενδιαφέρον ένταξης στο ρωσοκινεζικής εμπνεύσεως Σύμφωνο της Σαγκάης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά και την πρόσφατη επίσκεψη του Τζο Μπάιντεν στη Σαουδική Αραβία, το βασίλειο έμεινε εκτός των αντιρωσικών κυρώσεων και τηρεί τις ποσοστώσεις εξαγωγών πετρελαίου που προκύπτουν από την συνεργασία του με τη Ρωσία στο πλαίσιο του OPEC+.
Και η συμβολική επικύρωση της επιχειρούμενης στροφής προς τη στρατηγική αυτονομία έρχεται με την επίσκεψη που μόλις ανακοινώθηκε ότι θα πραγματοποιήσει στη Σαουδική Αραβία την επόμενη εβδομάδα ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπνγκ.
Η υποδοχή που επιφυλάσσεται στον ισχυρό άνδρα του Πεκίνου φέρεται να είναι εξίσου λαμπρή με αυτήν προς τον Ντόναλντ Τραμπ, ως πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Μάιο του 2017.
Επί δύο δεκαετίες τώρα οι σινο-σαουδαραβικές σχέσεις, κυρίως οι οικονομικές, διαρκώς αναπτύσσονται. Η Κίνα αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα εμπορικό εταίρο του βασιλείου και τον μεγαλύτερο αγοραστή σαουδαραβικού πετρελαίου. Το δε φουτουριστικό σχέδιο του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν για τη δημιουργία της νέας πόλης Neom, κοντά στα σύνορα με την Ιορδανία, χρειάζεται επενδύσεις, ενώ η Ερυθρά Θάλασσα αποτελεί χώρο ιδιαίτερου κινεζικού ενδιαφέροντος, αν κρίνουμε από το ότι στην έξοδό της, στο Τζιμπουτί βρίσκεται η μοναδική στρατιωτική βάση της Κίνας εκτός συνόρων.
Και το κυριότερο: οι συναλλαγές δεν σημαδεύονται από πολιτικούς “αστερίσκους”. Η Κίνα έμεινε σιωπηλή ως προς την υπόθεση Χασόγκι, ως προς τον πόλεμο του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν κατά της Υεμένης και ως προς τον αποκλεισμό του Κατάρ από τους γείτονές του. Αντίστοιχα, το Ριάντ απέφυγε να καταγγείλει το Πεκίνο για την μεταχείριση της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην δυτική Κίνα.
Το ανατολικό άκρο της Ασίας, όπου βρίσκεται το κέντρο της παγκόσμιας μεταποίησης, συνομιλεί με το δυτικό άκρο της ηπείρου, όπου και το κέντρο της παγκόσμιας πετρελαιοπαραγωγής, ερήμην των όποιων τρίτων. Δεν μένει παρά η διεύρυνση των συναλλαγών τους εκτός δολαρίου, ώστε να αποκαθηλωθεί η παγκόσμια τάξη που προέκυψε στην Μεγάλη Πικρή Λίμνη.
Πηγή: capital.gr