Βάλανε «αχάμπαρους» να φυλάνε την πολιτιστική μας κληρονομιά, σαν να είναι τσιφλίκι από τον παππού τους
Του Πάνου Κατσαχνιά
«Η μετάβαση στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα γίνεται από το παραλιακό χωριό Θολό, μέσω Νέας Φιγαλείας, κατά μήκος του ποταμού Νέδα. Ο δρόμος είναι μεν ασφαλτοστρωμένος, αλλά λίαν κοπιαστικός λόγω στενότητας και στροφών. Τονίζεται ότι πρόκειται για κοπιαστική μετάβαση και επιστροφή. Η πρόσβαση αυτή είναι δυτική. Από ανατολικά η πρόσβαση γίνεται μέσω Τρίπολης, Μεγαλόπολης και Ανδρίτσαινας». Κατά τα άλλα, η οδική σήμανση, όπως διαβάζουμε στο Βικιπαίδεια, είναι… άριστη(;).
«Σου βγαίνει η πίστη», κατά το κοινώς λεγόμενον, για να φτάσεις οδικώς στον Επικούριο Απόλλωνα, στις Βάσσες της Φιγαλείας. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, ο βαθμός δυσκολίας αυξάνεται από τις κατά τόπους πέτρες και κοτρόνες, που έχουν αποκολληθεί και διασκορπιστεί στην άσφαλτο μετά τις βροχές του χειμώνα. Σε αποζημιώνει όμως η ομορφιά της διαδρομής, με τη φύση στα καλύτερά της, λόγω του καλού καιρού που λούζει με το ανοιξιάτικο φως του το τοπίο, αναδεικνύοντας όλη την παλέτα του πράσινου, καθώς και των χρωμάτων των λουλουδιών που έχουν ανθίσει. Αλλά… τα μάτια στον δρόμο!
Ο ναός υψώνεται στα 1.130 μέτρα, τοποθετημένος στο κέντρο της Πελοποννήσου, στα βουνά μεταξύ των νομών Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας, όντας μια από τις σπουδαιότερες και επιβλητικότερες κατασκευές της αρχαιότητας (έργο του Ικτίνου), και ένα από τα καλύτερα σωζόμενα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας, που προστατεύεται μάλιστα ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.
Κινήσαμε Μεγάλο Σάββατο από την Κυπαρισσία. Έπρεπε όμως να τρέξουμε, γιατί ο αρχαιολογικός χώρος έκλεινε στις 15.00. Και το πράξαμε κυνηγώντας το χρονόμετρο, σαν να τρέχαμε σε τοπική ανάβαση ράλι. Χαλάλι, όμως. Η συγκίνηση, όταν τον αντικρίζεις, διαβαίνοντας το προστατευτικό στέγαστρο που τον καλύπτει από το 1987, είναι πηγαία. Στέκεσαι μπροστά σ’ έναν άλλον Παρθενώνα, στη μέση τού πουθενά. «Και, ξάφνου, σ’ ένα απογύρισμα του βουνού, υψώνεται αναπάντεχα μπροστά σου ο ξακουστός ναός του Επικουρίου Απόλλωνα. Ευθύς ως τον αντικρίσεις, καμωμένος όπως είναι με τις ίδιες πέτρες του βουνού, νοιώθεις την βαθειάν ανταπόκριση του τοπίου και του ναού» έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στο τελευταίο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο».
Όλα τα ωραία, όμως, κάποτε τελειώνουν. Ακόμα κι αν έχουν ξεκινήσει το ταξίδι τους εδώ και σχεδόν 2.500 χρόνια, αναπόφευκτα θα συγκρουστούν με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Εξωτερικά, ο ναός προστατεύεται από τα στοιχεία της φύσης, με το στέγαστρο να τον καλύπτει ολόκληρο. Εσωτερικά, πάλι, ένα απλό σκοινί με προειδοποιητικές ταμπελίτσες περιμετρικά απαγορεύει -χωρίς πρακτικά να εμποδίζει- την είσοδο των επισκεπτών στο οικοδόμημα. Οι λόγοι ευνόητοι, αυτονόητοι και σεβαστοί από την πλειονότητα του κόσμου. Όχι όμως κι από εκείνους που διορίστηκαν να τον φυλάνε, αφού κάποιοι εκμεταλλεύονται τον ρόλο τους για να πουλάνε -μεταφορικά ή κυριολεκτικά δεν γνωρίζω- εξυπηρέτηση σε «επωνύμους» που επισκέπτονται τον τόπο αυτόν.
Στην εκπνοή του ωραρίου, πασίγνωστος τηλεοπτικός και θεατρικός Έλληνας ηθοποιός με πορεία στον χώρο ξεναγήθηκε από κάποιον που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ένας από τους φύλακες. Από τον τρόπο που μιλούσε και κινούνταν έμοιαζε «βετεράνος». Ως εδώ όλα καλά. Το πράγμα άρχισε να «στραβώνει» όταν στη συνέχεια ο «βετεράνος» μας, χωρίς να προβληματιστεί καθόλου, μα καθόλου, πρότεινε με χαρακτηριστική άνεση στον ηθοποιό να περάσουν στο εσωτερικό του ναού, υπερπηδώντας τα σχοινιά και γράφοντας έτσι στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις απαγορευτικές ταμπέλες, που από τον ρόλο του έπρεπε να υπερασπίζεται. Ο ηθοποιός, εκφράζοντας αρχικά τις επιφυλάξεις του για το αν κάτι τέτοιο είναι σωστό, στη συνέχεια κάμφθηκε από την αποφασιστικότητα των επιχειρημάτων του «βετεράνου» μας: «Εγώ, είμαι ο φύλακας κι εγώ αποφασίζω αν μπορείς να μπεις ή όχι…» Κι έτσι συνεχίστηκε η προνομιακή ξενάγηση στο εσωτερικό του ναού, χωρίς να προβληματίζει καν η παρουσία των υπολοίπων εκεί. Ο δε νεαρός φύλακας, που έως την έλευση του «επώνυμου» προσκεκλημένου επιτηρούσε τον χώρο, είχε διακριτικά αποχωρήσει στα ασφαλέστερα δώματα του εκδοτηρίου των εισιτηρίων. Η υπάλληλος σε αυτό θέλησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ομολογώντας μας πως σε ειδικές περιπτώσεις γίνονται τέτοιες εκπτώσεις από το προσωπικό φύλαξης και πως παραδέχεται ότι αυτό είναι άδικο για την πλειονότητα των «κοινών θνητών».
Φύγαμε γεμάτοι εικόνες και συναισθήματα από τον χώρο, επισημαίνοντας όμως στην καθ’ όλα εξυπηρετική υπάλληλο ότι το ζήτημα δεν ήταν ότι εμείς, ως μη «επώνυμοι», δεν τύχαμε ανάλογης αντιμετώπισης, αλλά ότι οι κανόνες υπάρχουν ώστε να αποτρέπεται η περαιτέρω φθορά των αρχαίων και ότι οι ίδιοι είναι εκεί ώστε οι κανόνες αυτοί να τηρούνται. Αλλιώς, γιατί να υφίστανται;
Όσο για το τι «εποίησε» ο συγκεκριμένος ηθοποιός, ας το σκεφτεί στην επόμενη συνέντευξη που θα δώσει.