(στους βρυχηθμούς της μεταεποχής και τους επιθανάτιους βρόγχους)
Του Νίκου Παπουτσόπουλου
Στους μύθους, στις παραβολές και στα όνειρα είχαν κλείσει οι Έλληνες τις σκέψεις και τους στοχασμούς για την αιωνιότητα, τη μετά τη «ζωή» και τα επέκεινα του θανάτου, προκειμένου να λειάνουν τις ανησυχίες, την αγωνία και τους φόβους για τον θάνατο, το «άγνωστο», το «ξένο», το παράδοξο, την άλλη διάσταση. Πολιτισμοί και θρησκείες είχαν αποτυπώσει τη βαθύτατη επιθυμία της συμμετοχής στην αιωνιότητα μέσα από τα αισθητά όρια των πραγματικών ορίων, των ορίων της θνητότητας: «αν δεν μας παίδευαν οι ανησυχίες για τα ουράνια φαινόμενα και για τον θάνατο, μήπως έχουν κάποια σχέση με μας, αλλά και η αδυναμία να κατανοήσουμε τα όρια των επιθυμιών και του πόνου, τότε δεν θα μας ενδιέφερε η μελέτη της φύσης», σύμφωνα με τον Επίκουρο. Μεταξύ επιθυμιών και πόνου, σε έννοιες χώρου και χρόνου καθόλου απόλυτες και σταθερές, ο μύθος της θνητής ύπαρξης διαρκεί τόσο μόνο όσο μία στιγμή, μία φευγαλέα εντύπωση ενός έργου τέχνης, που ατελώς λοιδορεί ή αντιγράφει τη σαγήνη της φύσης. «Του ανθρωπίνου βίου ο μεν χρόνος στιγμή, η δε ουσία ρέουσα, η δε αίσθησις αμυδρά», όπως πρέσβευε ο Μάρκος Αυρήλιος. Ο ίδιος, εξάλλου, είχε υποστηρίξει πως όλα όσα συμβαίνουν, η γέννηση ακόμα και ο θάνατος, προέρχονται από την ίδια νοερή πηγή, τη φύση, τον Θεό Λόγο. Στον Θεό Λόγο, άλλωστε, το τέλειο και αιώνιο ον, ανήκει η αιώνια ζωή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Η επιμήκυνση των ορίων του θνητού βίου, με νέες, σύγχρονες τεχνητές μεθόδους, αλλά ακόμα και αυτή η ποθητή και πλήρης υποσχέσεων ανακάλυψη του ελιξίριου της αιώνιας ζωής, της αθανασίας, όπως είναι και παραμένει αντιληπτή μέσα στα όρια της τραγικότητας του αισθητού, της «σαγήνης του βλέμματος» και του καταληπτού (ή της «σαγήνης του αλλόκοτου»), αποτέλεσε και αποτελεί διαχρονικά, με εμπειρική προσέγγιση, το σημείο διαπραγμάτευσης ελπίδας και πίστης. Πίστης και προσδοκίας απαλλαγής από τα εφήμερα και τα μάταια, καθώς μια ψυχή κατανοεί και προσεγγίζει το θαύμα: «έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό, που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Οι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη» (Οδ. Ελύτης, από τον «Μικρό ναυτίλο»).
Πίστης σε μιαν ανάσταση μορφών και σωμάτων, αλλά «εν ετέρα μορφή», όπου ακριβώς μέσα στο χαροποιό στοιχείο (χαρμολύπη, όπως και ο αναστάσιμος ύμνος), θαυμαστή λυτρωτική ενέργεια, μακράν της όποιας θορυβώδους δραστηριότητας και αγχώδους βιομέριμνας, προσφέρει το ανέσπερο φως του «ηλίου δικαιοσύνης», τον οποίο προσπαθούν να ανιχνεύσουν μάταια όσοι επιμένουν στην «αλήθεια» του «πραγματικού κόσμου», του αισθητού και «πεπερασμένου» στα όρια της ανθρώπινης αντίληψης. Αυτής που εγκλωβίζει τον άνθρωπο στα γήινα, σε κόσμο υλικό, φθαρτό, όπου κυρίαρχη θέση κατέχουν η ύλη, το κέρδος, ο πλούτος, η εκμετάλλευση μιας απρόσωπης και αθέατης «αγοράς» του καινοφανούς και παράδοξου συστήματος της «εικονικής οικονομίας». Αυτής που στα όρια της θλιβερής θνητότητας αγνοεί το θαύμα της αιωνίας ζωής ή της ζωής «μετά τη ζωή» και της ζωής «μετά θάνατον». «Εικονική οικονομία», όπως «εικονική θεώρηση» της πραγματικής ζωής που ισορροπεί, μετέωρη και δύσπιστη ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στα επέκεινα.
Άραγε, ποιος από στους στίχους των τροπαρίων της νεκρώσιμης ακολουθίας (ή άλλως της αναστάσιμης), αυτής που από τη συντριβή του Άδη οδηγεί στην Ανάσταση, καταδεικνύει την αιωνιότητα ή τη θεία υπόσχεση και παρακαταθήκη, αναιρεί τη θνητή ύπαρξη που «θρηνεί και οδύρεται», αφού «επελθὼν ο θάνατος, πάντα εξηφάνισται».
«Εξηφάνισται» πάντα όσα αναιρεί και διαψεύδει ένας πραγματικός κόσμος, ο οποίος παραπαίει ανάμεσα σε υποσχέσεις και οράματα και δικαιοσύνη ανθρώπων (των ενοικούντων επί της γης), σε επιστημονικά «πορίσματα» και δικαστήρια θνητών, στον παραλογισμό των άθλιων συμφερόντων της πολιτικής μάζας, που συμμετέχει λαμπαδηφόρος δα και αυτή ανερυθρίαστα στην ιεροτελεστία της Ανάστασης. Πάντα όσα ένας «πραγματικός κόσμος» της πολιτικής διαστρεβλώνει και παραποιεί ανάλογα με τις δημοσκοπικές του ανάγκες: εκεί δα άθλιος εσμός πολιτικών «εν συντριβή και μετανοία» αναθέτει την πάσαν μετά λαμπάδων ελπίδα του, προκειμένου να διασφαλίσει τα «ψηφαλάκια», να μετατρέψει δημοσκοπικά αποτελέσματα και να καταπείσει για τη θρησκευτική του προσκόλληση τον λαό, όσους πιστούς ακολουθούν το αιώνιο Έαρ, τον Επιτάφιο με κατάνυξη, με θρήνους και ωδές και εξόδιους ύμνους.
«Εξήλθον εις το ύπαιθρον οι πιστοί όλοι με ανημμένας λαμπάδας, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων. Και η αύρα πραεία, εκίνη ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβύνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή “ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον”. Και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβανεν “οίμοι, γλυκύτατε Ιησού!”» (Αλ. Παπαδιαμάντης, «Παιδική Λαμπρή»).
Ακολούθησε και ακολουθεί τον Επιτάφιο μια άτολμη πολιτική μάζα (σε πρώτη σειρά επισήμων, για το «θεαθήναι» και μόνον), ύστερα από τις δήθεν νεωτεριστικές εκρήξεις και συμβιβασμούς και προσβολές προς τους θεσμούς και τις αρχές της Εκκλησίας, με όσους πιστούς Τον συνοδεύουν με την ελπίδα του θαύματος, με την προσδοκία της Ανάστασης.
Οικονομικές πασχάλιες πολιτικές «μικροπαροχές» περιορίζουν και καθηλώνουν την κοινωνία στα γήινα, σε κόσμο φθαρτό, εκεί όπου κυρίαρχη θέση κατέχουν η ύλη, το κέρδος, ο πλούτος, η εκμετάλλευση. Αυτή που μέσα στα «πεπερασμένα όρια» της θλιβερής θνητότητας αβίωτου υλικού και αγχώδους βίου αγνοεί το θαύμα της πραγματικής Ανάστασης, της διάβασης στην αιωνιότητα.
Στο ανέσπερο φως της Ανάστασης «πέφτουν ολοένα σήμερα νομίσματα πάνω στην πολιτεία/ ανάμεσα σε κάθε κόμπο σα μια σταλαματιά στο χώμα/ ανοίγει μια καινούρια χώρα: ήρθε η στιγμή, σηκώστε με» (Γ. Σεφέρης, «Η Χώρα του Αχωρήτου»).
Η θριαμβευτική διάβαση στην απέναντι όχθη, στην άλλη διάσταση, την ορθολογιστικά ακατάληπτη και ακατανόητη και αναπάντητη, ακόμη και στην εποχή ενός άλλου θριάμβου, αυτού της μεταεποχής της Α.Ι. (της Τεχνητής Νοημοσύνης), παραμένει εκτός πραγματικότητας, στα σύνορα του μύθου και της φαντασίας, στα όρια υπερφυσικών κατορθωμάτων, γένος ηρώων, που χωρίς συναινέσεις και συμβιβασμούς υποτέλειας υπερέβη με θάρρος και πίστη όρια θνητού και εφήμερου κόσμου.
Στο θαύμα του άκτιστου φωτός, όπου «λέξεις που συναντούν τον αέρα, τα κύματα, τα άνθη, τ’ αρώματα/ δεν υπάρχουν σύννεφα στον ορίζοντα του ελληνικού θανάτου» (Οδ. Ελύτης).
Εκείνοι που υπερέβησαν «διά πυρός και ύδατος» τα όρια της σύμβασης παρέκαμψαν τα στεγανά χώρου και χρόνου και συνέτριψαν τις πύλες του Άδη, κατενίκησαν τις συμβάσεις, τον φόβο του θανάτου και ως σημεία και σύμβολα αναφοράς κατέκτησαν την αθανασία μέσα από μια θριαμβική ανάσταση και παρέμειναν ζωντανοί «εν ετέρα μορφή» στη μνήμη και την ποίηση.
Η θεϊκή φύση του Λόγου, που υπερβαίνει τα όρια της θνητότητας, αποτελεί την τέλεια Αρχή, αφού είναι η μόνη που συμπεριλαμβάνει όλες τις άλλες ως έκφραση και ως δημιουργία. Ως μόνη ελπίδα και πίστη και αποδοχή ενός μοναδικού Φωτός, του μοναδικού θαύματος της Ανάστασης.
Σε ώρες πένθιμες και αναστάσιμες, σε στιγμές χαρμολύπης και ελπίδας του ταπεινού και ευάλωτου κόσμου τούτου, «έγειρε Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε/ στο μαύρο το κορμί μου απάνου/ άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, αστράψαν/ κι από τα χιόνια πιο λευκά τα αιώνια του Λιβάνου/ στα πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι ώρες/ γονάτισα στον ίσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου» (Κ. Παλαμάς).
«Εν τω Λόγω ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων».