Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Δεν επέκρινε μόνο την πολιτική των επιδομάτων -την οποία τώρα εφαρμόζει συστηματικά- ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτού γίνει πρωθυπουργός. Είχε ταχθεί αναφανδόν και κατά των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, δεσμευόμενος ότι θα επιβάλει (ύστερα από τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης της Ν.Δ.) τη μείωσή τους…
Έξι χρόνια έχουν περάσει αφότου ανέβηκε (και με τέτοιου είδους απατηλές υποσχέσεις) στην εξουσία, και όχι μόνο δεν το έκανε πράξη, αλλά πανηγυρίζει για το «υπερπλεόνασμα» 4,8% του 2024, μοιράζοντας τα γνωστά… ψίχουλα. Στο μεταξύ, και αυτή ακόμα η «συμφωνία εξόδου» από τα Μνημόνια προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2022, και 2,2% από εκεί και πέρα…
Ήταν Μάρτιος του 2019 (παραμονές εκλογών) όταν ο κ. Μητσοτάκης θύμιζε ότι «από το 2016, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ζήτησα δημόσια να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα για να γίνουν πιο διαχειρίσιμα».
Όντως, από τότε, κατακεραυνώνοντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έκανε επίσημα «σημαία» του τη «μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ», διεκδικώντας μάλιστα την πατρότητα αυτής της θέσης έναντι όλων των υπολοίπων…
Και πώς (πολύ σωστά τότε!) το τεκμηρίωνε; «Η “ανάσα” 2,6 δισ. ευρώ από τη μείωση των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η δικαιότερη κατανομή της φορολογίας θα μας βοηθήσουν να ελαφρύνουμε το φορολογικό βάρος στην Ελλάδα που παράγει, που πάει την πατρίδα μπροστά».
Δεν σταμάτησε να το επαναλαμβάνει μέχρι τις παραμονές των πρώτων εκλογών: «Μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα σημαίνουν λιγότεροι φόροι για κάθε Ελληνίδα και Έλληνα. Σημαίνουν μικρότερες εισφορές για εργαζομένους και εργοδότες. Σημαίνουν πιο αποτελεσματικό και ουσιαστικό κράτος. Σημαίνουν στοχευμένες προσλήψεις εκεί που τις έχουμε ανάγκη, στα νοσοκομεία και στην Παιδεία μας. Δίνουν χώρο να αναπτυχθεί η οικονομία και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Και σημαίνουν ένα πιο ουσιαστικό κοινωνικό κράτος, που στηρίζει όσους έχουν ανάγκη».
Και τον Απρίλιο του 2019, από το 9ο Οικονομικό Φόρουμ της Λευκωσίας, χαρακτηρίζοντας «αχρείαστα» τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα «με τα οποία δέσμευσε τη χώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ», δεσμευόταν ότι «θα τα επαναδιαπραγματευθεί», σημειώνοντας ότι «αυτό δεν θα γίνει άμεσα, γιατί πρώτα θέλω να κερδίσω την αξιοπιστία της χώρας. Άρα, για τον επόμενο Προϋπολογισμό θα σεβαστούμε τις συμφωνίες, όμως στη συνέχεια θα επιμείνουμε στη μείωση».
«Έτσι θα φτάσουμε στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων» διατυμπάνιζε τον Αύγουστο του 2019, στην πρώτη του μετεκλογική συνέντευξη ως υπουργός Επικρατείας ο Γ. Γεραπετρίτης. Κι ο Χρ. Σταϊκούρας, ως υπουργός Οικονομικών, τις ίδιες ημέρες διαβεβαίωνε εν όψει της επίσκεψης του νέου πρωθυπουργού στο Βερολίνο ότι «η ελληνική κυβέρνηση θα δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης οι οποίες θα μας επιτρέψουν να μειώσουμε το πρωτογενές πλεόνασμα».
Συμπέρασμα: Η απάτη που έχει διαπράξει έναντι των Ελλήνων ψηφοφόρων αναφορικά με τα πλεονάσματα ο κ. Μητσοτάκης είναι πολύ σοβαρότερη από τις όψιμες (δικολαβικές) αλχημείες του Π. Μαρινάκη ότι «το επιπλέον δημοσιονομικό πλεόνασμα που υπολογίζαμε ήταν τελικά 1,1 δισ. ευρώ».