Η πρόσφατη επενδυτική αναβάθμιση από τον διεθνή οίκο Standard & Poor’s φέρνει την ελληνική οικονομία λίγα μέτρα παραπάνω από την κατηγορία «σκουπίδια», στην οποία ξέπεσε πριν από 17 χρόνια, όταν για να σωθούν οι τράπεζες της Γερμανίας και της Γαλλίας η χώρα υπέστη εν καιρώ ειρήνης πολεμικές απώλειες, με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που δεν έχουν ακόμη έρθει πλήρως στο φως.
Αυτή τη φορά οι κυβερνητικοί διθύραμβοι ακούστηκαν και πάλι, αλλά ήταν περισσότερο μετρημένοι και σίγουρα πιο αδιάφοροι στα αυτιά μας. «H αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας συνιστά ένα πολύ ισχυρό σήμα εμπιστοσύνης, το οποίο αποκτά μεγαλύτερη αξία σε καιρούς διεθνούς αβεβαιότητας. Η Ελλάδα επανακάμπτει δυναμικά στον χάρτη, κατακτώντας ακόμα ένα ακόμη σκαλί στην επενδυτική βαθμίδα» δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας Κυριάκος Πιερρακάκης και αναπαρήγαγαν αυτολεξεί τα κυβερνητικά θυμιατά.
Κατά την άποψη του Μαξίμου, «η δημοσιονομική σταθερότητα είναι η μόνη ασφαλής διέξοδος από την πολυετή οικονομική περιπέτεια. Αυτός είναι ο δρόμος και για το μέλλον». Για το μέλλον όμως τίνων; Τον προβληματισμό για το παραγωγικό πρότυπο που οφείλει να επιλέξει η χώρα τον έχει εγκαταλείψει στα αβαθή το πολιτικό προσωπικό που οριοθετεί ως εθνικό στόχο φθηνό δανεισμό και αμέριμνη κατανάλωση, με δανεικά για τους κομματικούς στρατούς. Για τη μοίρα των ανέργων, ούτε λόγος…
Οι συνετοί πολίτες χρόνια τώρα ματώνουν πότε για «για να μεγαλώσει η πίτα», που μας υπόσχονται οι κυβερνήσεις ότι στο τέλος «θα μοιραστεί δίκαια», και πότε γιατί πρέπει «να σεβαστούμε τις λεπτές δημοσιονομικές ισορροπίες» και σφίγγουν ολοένα, μέχρι ασφυξίας, το ζωνάρι.
Δεν μοιράζονται όμως όταν έρχεται η ώρα της πληρωμής σε όλους δίκαια τα βάρη. Κι ας αποτελεί αυτό ρητή συνταγματική επιταγή. Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τις αγωνίες της σκληρής βιωτής δεν βρίσκουν πουθενά απάγκιο. Κι ούτε βλέπουν κάποια βελτίωση στη ζωή τους και των παιδιών τους που όλο και συχνότερα τα αποχαιρετούν σε ξένες στράτες.
Η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σημαίνει ότι η χώρα θα διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, της τάξης του 2,7%, έως το 2028. Αυτό σημαίνει ότι ο λαός θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τα αιματηρά πλεονάσματα, με την κυβέρνηση να σιγοντάρει συστηματικά την ακρίβεια για να εισπράττει υπέρογκους έμμεσους φόρους.
Τα κυβερνητικά φούμαρα περί την περιβόητη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου περιορίζονται στην απευθείας μοιρασιά «μεταξύ φίλων» χωρίς στρατηγική στόχευση, με μια ανεξέλεγκτη αγορά που λεηλατεί το πενιχρό λαϊκό εισόδημα κι ένα τραπεζικό σύστημα που λειτουργεί ως καρτέλ, την ώρα που χρωστάει στο κράτος αναβαλλόμενους φόρους 13 δισ. ευρώ κι αφήνει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους αγρότες εκτός χρηματοδότησης.
Θα περίμενε κανείς από όσους τοποθετούνται δημόσια να έχουν ρίξει προηγουμένως μια ματιά στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της καχεκτικής χώρας. Αλλά από πολιτικές ανθυπομετριότητες δεν μπορείς να έχεις υπερβολικές αξιώσεις…
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»