Της Σωτηρίας Ορφανίδου*
Το φετινό Πάσχα μάς βρίσκει στη σκιά κλυδωνισμών όσον αφορά την παγκόσμια οικονομία με τις έντονες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και σε μια συνθήκη όπου οι πολεμικές συρράξεις σε Ουκρανία, Γάζα, Μέση Ανατολή δημιουργούν αίσθημα απειλής για κλιμάκωση σε επίπεδο παγκοσμίου πολέμου.
Παράλληλα, η εγχώρια αγορά βρίσκεται σε μεγάλη ύφεση, η οικονομική δυσχέρεια χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των πολιτών και οι συνταξιούχοι, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν 1 στους 4 Έλληνες πολίτες, θα εισπράξουν την (κατ’ επανάληψη πετσοκομμένη) σύνταξή τους μετά το πασχαλινό τραπέζι, διότι οι κρατικές υπηρεσίες δήλωσαν ότι «δεν προλαβαίνουν» να καταβάλουν τα χρήματα νωρίτερα.
Παρ’ όλα αυτά, οι καθημερινές συζητήσεις είτε σε φυσικούς είτε σε ψηφιακούς χώρους συναναστροφών δεν κινούνται προς μια κατεύθυνση ανταλλαγής απόψεων για την επίλυση των υφιστάμενων προβλημάτων. Αντίθετα, φαίνεται ότι κάθε νέο ζήτημα που προκύπτει μέσα από την επικαιρότητα είναι ικανό να διχάσει και να πολώσει το κοινό μεταξύ δύο αντιδιαμετρικών απόψεων.
Όμως, παρότι η φράση «διαίρει και βασίλευε» είναι γνωστή και όλοι την κατανοούν και συμφωνούν με το νόημά της, σχεδόν κανείς δεν δείχνει να διδάσκεται από αυτήν. Εκτός, φυσικά, από όσους την εφαρμόζουν. Σε μια εποχή αποδόμησης όπως είναι η σημερινή, ο λαός, ενώ βρίσκεται σε πολύ δυσχερή θέση, τρώει με περισσή αφέλεια και απερισκεψία το «δόλωμα» του διχασμού. Μην μπορώντας να στραφεί εναντίον των εξουσιαστών και των βασανιστών του, ο απλός κόσμος διοχετεύει την αγανάκτηση, την οργή και τη συσσωρευμένη ψυχική κόπωση στον διπλανό του.
Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν καταστροφικό. Η αποσυμπίεση είναι παροδική και τίποτα καλό δεν καταφέρνει, παρά δυσχεραίνει περισσότερο τις ανθρώπινες σχέσεις, ανακυκλώνει την απαισιοδοξία και την αρνητικότητα και ενισχύει το μαύρο σύννεφο της απελπισίας και της ανημπόριας, μην αφήνοντας πλέον χώρο για συνεργασία και αλληλοβοήθεια. Η ντετερμινιστική αποδοχή της εκμετάλλευσης, της κατάχρησης και της αδικίας είναι η θλιβερή κατάληξη.
Όπως έχει γράψει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο στο βιβλίο του «Ένας Κόσμος Ανάποδα», «ο ηθικός κώδικας του τέλους της χιλιετίας δεν καταδικάζει την αδικία». Αντιθέτως, για την εξουσία η αδικία είναι το modus operandi με το οποίο η ίδια εδραιώνεται και μεγεθύνει την ισχύ της, ενώ παράλληλα διασφαλίζει την ατιμωρησία της. Η εξουσία «αιτιολογεί τη διαιώνιση των προνομίων ως κληρονομικό δικαίωμα, δίνει άφεση στα εγκλήματα των κρατούντων και τους παρέχει άλλοθι». Και καθώς «τα εκπαιδευτικά κέντρα και τα μέσα επικοινωνίας […] επαναλαμβάνουν μονότονα το βαρετό τροπάριο της αγιοποίησής της», καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι αδικία και εκμετάλλευση, «πλούτος και φτώχεια έρχονται από τα βάθη των αιώνων και πηγαίνουν στα βάθη των αιώνων και ότι τα πράγματα είναι έτσι επειδή έτσι το θέλησε ο Θεός ή η συνήθεια».
Στη διαμόρφωση αυτής της συνειδησιακής κατάστασης συμβάλλει και η χρήση της γλώσσας, η οποία καλείται να στρογγυλέψει τις καταστάσεις και να αλλοιώσει τους ορισμούς και τα μεγέθη, όπως επίσης έχει επισημάνει ο Γκαλεάνο. Έτσι, «η φτώχεια λέγεται στέρηση ή στενότητα και οι φτωχοί [λέγονται] άνθρωποι με ανεπαρκείς πόρους», «ο οπορτουνισμός λέγεται πραγματισμός» και «η προδοσία λέγεται ρεαλισμός». Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, όλα κανονικοποιούνται. Και τελικά, σε συνδυασμό με τη φυσική ικανότητα της προσαρμογής του ανθρώπινου όντος με σκοπό την επιβίωση, η κατάσταση παγιώνεται.
Βέβαια, η ροπή προς τον διχασμό είναι αναμφίβολα ένα από τα «χούγια» που χαρακτηρίζουν τον λαό μας, ο οποίος δεν αρκείται να διχαστεί για όσα τον αφορούν, αλλά σπεύδει να δημιουργήσει διχοτομήσεις και στρατόπεδα ακόμη και για ζητήματα που είναι μικρής σημασίας για αυτόν.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο πρόσφορο έδαφος της ελληνικής κοινωνίας για διχασμό στην ταινία «Μανταλένα» (1960), σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου. Όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι κάτοικοι του Ασπρονησίου, περνούν το μεγαλύτερο διάστημα χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα. Άλλοτε ανάμεσα σε δύο παπάδες, άλλοτε σε δύο μύλους, άλλοτε σε δύο βάρκες. Όπως λέει και ο παπα-Φώτης (Παντελής Ζερβός) στο καφενείο του νησιού, «φαίνεται το ’χουμε ανάγκη να είμαστε χωρισμένοι κάθε φορά για κατιτί».
Μια ανάγκη που η άκριτη ικανοποίησή της λειτουργεί αυτοκαταστροφικά τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τις κοινωνίες ολόκληρες. Υπάρχει, άραγε, φάρμακο για αυτή την «ασθένεια»;
Σε μια άλλη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου με εντονότερο το κωμικό στοιχείο, με τίτλο «Η Νεράιδα και το Παλικάρι» (1969), πάλι σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου, όταν οι δύο εχθρικές οικογένειες αναγκάζονται να μαλακώσουν εξαιτίας της δραματικής κορύφωσης της δήθεν αυτοκτονίας των παιδιών τους, ο παπάς του διχασμένου χωριού αναφωνεί «Να ο γιατρός! Το μόνοιασμα».
Το μόνοιασμα στις ταινίες αυτές, όπως και σε κάθε άλλη ιστορία που ακολουθεί το μοτίβο μιας διχασμένης, συνήθως μικρής, κοινωνίας, έρχεται ως επακόλουθο ενός ανατρεπτικού και υπερβατικού γεγονότος. Αυτό που δημιουργεί σχεδόν εκ του μη όντος μια απρόσμενη, ανανεωτική συνθήκη ικανή να πυροδοτήσει την ομόνοια και τη συμφιλίωση είναι η γέννηση μιας αμοιβαίας, δυνατής αγάπης. Η αγάπη αυτή συνήθως είναι αμοιβαία και ερωτική και αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν νέο και μια νέα που ανήκουν στα αντίπαλα στρατόπεδα, παρασύροντας τελικά όλους τους διχασμένους να αναθεωρήσουν σχετικά με την αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητα του υφιστάμενου διχασμού. Η αγάπη γίνεται ένα πανίσχυρο εργαλείο επαναπροσδιορισμού και επαναφοράς στην αυθεντική ανθρώπινη κατάσταση.
Η παρουσία των απλών ιερέων στην πλοκή των παραπάνω ταινιών, ιερείς που προέρχονται από την ίδια μικρή κοινωνία και πασχίζουν με κάθε τρόπο να μαλακώσουν τις καρδιές των συνανθρώπων και του ποιμνίου τους, δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως, έχει τον συμβολισμό της. Ανάμεσα στο ρομάντσο και στην κωμωδία, το μήνυμα προς τον θεατή είναι η παρουσία μιας υπερβατικότητας, που είναι απαραίτητη για να γεννηθεί και να καρποφορήσει η αγάπη. Και αυτό είναι το θείο στοιχείο, το οποίο εκφράζουν οι δύο ιερείς.
Παρότι η αγάπη δεν χάνει ποτέ την επικαιρότητά της, στην κοινή συνείδηση των χριστιανών το Πάσχα είναι κατεξοχήν η γιορτή της αγάπης και της υπέρβασης. Μπορεί λοιπόν να αποτελέσει ισχυρή πηγή έμπνευσης, ώστε να επιτρέψουμε να ανθίσει η αγάπη και να βιώσουμε τους καρπούς της ενδυνάμωσης και της ομόνοιας που προσφέρει.
Όμως, η αγάπη δεν είναι αποκλειστικά προσωπική υπόθεση, ούτε τα οφέλη της είναι ατομικά. Αντιθέτως, εκτός των άλλων, η αγάπη είναι πολιτική και μάλιστα «η πιο μεγάλη πολιτική», σύμφωνα με τον Σαράντο Καργάκο.
Γράφει ο Καργάκος στους Προβληματισμούς: «Η αγάπη είναι “το μεγαλύτερο μυστικό της ζωής”, το μόνο που δε φθείρεται και δε χάνεται, όπως τόσα άλλα, μα παραμένει στοιχείο ζωντανό, που ομορφαίνει τη ζωή με την παρουσία του. Ίσως γι’ αυτό η αγάπη είναι η πιο μεγάλη πολιτική. Κι ίσως η ζωή πήρε την κατιούσα στον αιώνα μας, γιατί εξοβέλισε την αγάπη κι αντικατέστησε τα αισθήματα με μπαταρίες. Όμως, τα αδιέξοδα στα οποία μας οδήγησε ο ψυχρός ορθολογισμός και η αδυσώπητη λατρεία του συμφέροντος κάνουν την αγάπη σήμερα την πιο αναγκαία, άρα και πιο ρεαλιστική πολιτική. Γιατί, χωρίς αγάπη στην ψυχή, καμιά άλλη πολιτική δεν μπορεί να καρποφορήσει».
Καλή Ανάσταση!
*Συγγραφέας