Του Ραφαήλ Α. Καλυβιώτη*
Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ έναντι της Κίνας διαρθρώνεται μέσα σε έναν περίπλοκο ιστό γεωστρατηγικών κινήσεων, που εκτείνεται πέρα από την επιφανειακή εμπορική σύγκρουση, εμπερικλείοντας μια βαθύτερη προσπάθεια αναχαίτισης της κινεζικής επιρροής.
Πρωταρχικός στόχος είναι η εξασφάλιση πρόσβασης σε σπάνια μέταλλα, στα οποία η Κίνα κατέχει σχεδόν μονοπωλιακή θέση, ελέγχοντας το 90% των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ. Για τον σκοπό αυτό, ο Τραμπ καιρό τώρα επιδιώκει την επέκταση της αμερικανικής παρουσίας σε περιοχές όπως η Αρκτική και η Γροιλανδία, ενώ έχει συνάψει ειδικές συμφωνίες, όπως με την Ουκρανία. Αυτές είναι γεωγραφικές ζώνες και χώρες που διαθέτουν τέτοια σπάνια μεταλλεύματα, αποδεικνύοντας ότι η εμπορική αντιπαράθεση με την Κίνα ήταν σχεδιασμένη από την αρχή της θητείας του.
Παράλληλα, ο Τραμπ θεωρεί την Κίνα υπεύθυνη για την έμμεση υποστήριξη της διακίνησης πρόδρομων ουσιών φεντανύλης, ενός θανατηφόρου οπιοειδούς που τροφοδοτεί την κρίση ναρκωτικών στις ΗΠΑ. Υπάρχει η πεποίθηση ότι κινεζικές τράπεζες διευκολύνουν αυτή την παραοικονομία, η οποία συνδέεται με μεξικανικά καρτέλ και την παράνομη μετανάστευση, πλήττοντας την αμερικανική κοινωνία και οικονομία. Η επιλογή του Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ ως υπουργού Υγείας εντάσσεται, εν μέρει, σε αυτή την ευρύτερη στρατηγική.
Στο εμπορικό πεδίο, ο Τραμπ έχει επιβάλει δασμούς σε χώρες όπως το Βιετνάμ και η Καμπότζη, που λειτουργούν ως κρυφοί αντιπρόσωποι για εξαγωγές κινεζικών προϊόντων, με σκοπό να τις απομακρύνει από την οικονομική δουλεία του Πεκίνου. Επιπλέον, θεωρεί ο πλανητάρχης ότι το πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο της Κίνας έναντι των ΗΠΑ είναι ευάλωτο στους δασμούς, αφού διαθέτει την πεποίθηση ότι η εξαγωγική της οικονομία είναι πιο ευάλωτη σε πιέσεις, ιδίως υπό το βάρος της εσωτερικής καταπίεσης που ασκεί το καθεστώς Σι.
Στο διεθνές πεδίο, ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής Μάρκο Ρούμπιο έχει αναλάβει την αποδόμηση της κινεζικής πρωτοβουλίας Belt and Road, προωθώντας αμερικανικές επενδύσεις σε χώρες όπως η Τζαμάικα και η Γουιάνα. Οι ΗΠΑ εκμεταλλεύονται την κακοδιαχείριση και την κρίση χρέους που αφήνουν πίσω τους οι κινεζικές επενδύσεις, προτάσσοντας ένα μοντέλο «εταιρικού πατριωτισμού». Αυτό το δόγμα, που διατυπώθηκε από τον JD Vance, ενθαρρύνει τις αμερικανικές εταιρίες να επενδύουν σε χώρες ευθυγραμμισμένες με τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η στρατηγική αυτή δεν περιορίζεται στις πρωτοβουλίες του Τραμπ, αλλά αντανακλά τη βούληση μέρους του «σκληρού πυρήνα» του αμερικανικού κράτους να αποτρέψει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της Κίνας. Η επικοινωνιακή πόλωση γύρω από τον Τραμπ ενισχύει το προφίλ του ως αποφασιστικού ηγέτη, ενώ η ανάδειξη του JD Vance ως πιθανού διαδόχου υποδηλώνει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οι κινήσεις αυτές, αν και υψηλού ρίσκου, συνθέτουν μια ολιστική προσέγγιση που εντάσσει άμεσα την οικονομία στη γεωστρατηγική σχεδίαση της Αμερικής. Είναι βέβαιον ότι θα δούμε πολλά επεισόδια ακόμα.
*Υπ. δρ Γεωπολιτικής – πρόεδρος ∆ικτύου Ελλήνων Συντηρητικών – [email protected]