Ο άνθρωπος που ύμνησε την Ελλάδα και την Ελευθερία ταυτίζοντάς τες είχε ξεπεράσει τα όρια της ποίησης. Ήταν ένας μύστης του λόγου
Του Παναγιώτη Λιάκου
Σαν σήμερα το 1798 γεννήθηκε στη Ζάκυνθο ο Διονύσιος Σολωμός (απεβίωσε στην Κέρκυρα το 1857). Όλοι έχουμε γνωρίσει τον Σολωμό από του σπαθιού την τρομερή κόψη που έχουν οι στίχοι του στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», απόσπασμα του οποίου έγινε ο εθνικός ύμνος μας. Να γίνει κριτική του Σολωμού τώρα, απ’ οποιονδήποτε, θα ήταν αστείο. Το μόνο που μπορεί να γίνει για εκείνον είναι η πρόταση να διαβαστούν με πάθος τα έργα του. Ο Διονύσιος Σολωμός είχε ξεπεράσει τα όρια της ποίησης. Ήταν ένας μύστης του λόγου. Προσέγγισε ψυχικά ύψη και βάθη τα οποία δεν είναι προσπελάσιμα από τους κοινούς θνητούς. Τα συλλαμβάνουν νοερά μόνο όσοι τους έχει δοθεί χάρισμα από τον Κύριο και εργατικότητα φοβερή ώστε να το αξιοποιήσουν.
Ένα από τα σχετικά άγνωστα στο ευρύ κοινό διαμάντια, που μας άφησε ως κληρονομιά ο Διονύσιος Σολωμός, είναι το ποίημα «Ο Πόρφυρας» (σ.σ.: ο καρχαρίας). Οι στίχοι του αναφέρονται σε πραγματικό περιστατικό: 19 Ιουλίου 1847 καρχαρίας κατασπάραξε 19χρονο Άγγλο στρατιώτη την ώρα που αυτός κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας.
Ο Σολωμός απέδωσε αυτό το τραγικό περιστατικό με τρόπο αξεπέραστο και ακόμα και σήμερα προκαλούν δέος οι στίχοι «Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του· Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν», που περιγράφουν το πέρασμα του νέου στρατιώτη στον Άδη. Ακολουθεί απόσπασμα από αυτό το αριστούργημα.
«Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του·
Ελπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις·
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί…
Κοντά ‘ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά! μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι!
Αλλ’ όπως έσχισ’ εύκολα βάθος τρανό κι εβγήκε.
Κι όρμησε…
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης.
Έτσι κι ο νιος…
Της φύσης από τς όμορφες και δυνατές αγκάλες,
Οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε –
Κι ευθύς ξυπνά στ’ ελεύθερο γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ’ αυτήν του πολεμάρχου.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του·
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα».