Του Δρος Νικόλαου Ιακ. Μαρκοζάνη*
Ἄφησα νά παρέλθει λίγος καιρός γιά νά καταλαγιάσει τό πρόσφατο γεγονός στήν Ἐθνική Πινακοθήκη, ὅπου βουλευτής ξεκρέμασε μέ βίαιο τρόπο ἔργα πού ἐκτίθεντο στό πλαίσιο περιοδικῆς ἐκθέσεως μέ τίτλο «Η σαγήνη του αλλόκοτου». Ἡ νηφαλιότητα πάντοτε βοηθάει τήν κρίση, διότι επιτρέπει να παραμεριστούν οι εμπάθειες και οι συγκινησιακές αντιδράσεις και να εστιάσουμε στα γεγονότα.
Τό ζήτημα σχεδόν μονοπώλησε γιά μέρες τά ΜΜΕ, μέ σχετικά ρεπορτάζ καί ἀρθρογραφία, τά ὁποῖα ὡστόσο καλύπτουν τά γεγονότα σχεδόν πάντα εἴτε μέ ἄγνοια οὐσίας, ἐπιφανειακά καί μέ φθηνή ρητορεία, εἴτε μέ μετριοπάθεια ἴσων ἀποστάσεων, διαμορφωμένη ἀναλόγως. Γνωστά, χιλιοειπωμένα καί τετριμμένα περί «ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης» καί περί «συνταγματικῆς κατοχυρώσεώς» της κυριάρχησαν στίς συζητήσεις, διατρανώνοντας τήν «εἰδεχθή» πράξη καί καταδικάζοντας, ὅπως πάντα, ἐκ τῶν προτέρων τόν ὑπαίτιο. Ἡ νομική διάσταση τοῦ θέματος δέν θα μέ ἀπασχολήσει, μιᾶς καί ὑπάρχουν πολλοί ἄλλοι, εἰδικότεροι ἐμοῦ, περί τά νομικά. Θά παραμείνω, λοιπόν, στά οἰκειότερα γιά ἐμένα μονοπάτια τῆς τέχνης καί θά προσεγγίσω τό ζήτημα ἀπό αὐτήν την ὀπτική γωνία.
Θεωρῶ ὅτι, ναί, ἡ τέχνη ἀφ’ ἑαυτῆς ἐμπεριέχει τήν ἔννοια τῆς δημιουργικότητας καί τῆς ἐλευθερίας στήν ἔκφραση, ὅμως ὄχι ἄκριτα καί ἄνευ ὁρίων. Κάθε μορφή τέχνης ἔχει τά ἐγγενῆ, δικά της ὅρια, τά ὁποῖα συνδέονται μέ τά μέσα καί τά ὑλικά πού χρησιμοποιεῖ (π.χ., μέταλλο, πέτρα, λέξεις), τούς κανόνες πού διέπουν ἕκαστο καλλιτεχνικό εἶδος (π.χ., σέ ἕνα ρεαλιστικό μυθιστόρημα δέν πρέπει νά ἐμφανίζονται φαντάσματα), καθώς καί τίς προσωπικές πεποιθήσεις τοῦ καλλιτέχνη (π.χ., ἕνας μαρξιστής δέν θά ἔφτιαχνε ἕνα ἔργο τέχνης πού θά ἐξυμνοῦσε τόν καπιταλισμό). Ἑπομένως, ὅσοι ἐπιμένουν ὅτι ἡ τέχνη δέν ἔχει ὅρια εἴτε παραβλέπουν τά ἀνωτέρω εἴτε ἀναφέρονται σέ ἄλλου εἴδους ὅρια, τά ὁποῖα ὅμως ὀφείλουν να διευκρινίσουν.
Μία ἄλλη βασική διάσταση, πού ὅμως δεν συζητήθηκε διόλου, ἀφορᾶ τήν διάκριση τῆς βυζαντινῆς τέχνης (γνωστή καί ὡς ἐκκλησιαστική τέχνη, ἔκφραση τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ βυζαντινή ζωγραφική ἤ ἁγιογραφία) ἀπό τήν κοσμική (θύραθεν) τέχνη, τῶν ὁποίων οἱ ἀρχές καί οἱ κανόνες πόρρω ἀπέχουν μεταξύ τους.
Ἡ θύραθεν τέχνη ἔχει δικούς της κανόνες καί ὅρια, πού καθορίζονται ἀπό ποικίλους παράγοντες, ὅπως οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, ἡ φιλοσοφική καί αἰσθητική περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καί ἡ δημιουργικότητα τοῦ καλλιτέχνη. Λειτουργεῖ καί ἑρμηνεύει ὑποκειμενικά, καί ἐκφράζεται ἀτομικά μέ διάφορους τρόπους, εἴτε συμβατικούς, καθιερωμένους καί ἐν πολλοῖς ἀποδεκτούς, εἴτε μέ τρόπους ἀνατρεπτικούς, καταγγελτικούς καί ἀντισυμβατικούς. Κάπως ἔτσι δημιουργήθηκαν πολλά ζωγραφικά ρεύματα, μέ ἀποκορύφωμα τήν μοντέρνα τέχνη, τά ὁποῖα σχετίστηκαν καί ἀπό ἀνάλογο θεωρητικό ὑπόβαθρο, δικαιολογώντας ἤ έξηγώντας ὅποιες ἐκφραστικές ἐπιλογές.
Κάτι παρόμοιο συνέβη καί στήν ἐκκλησιαστική ζωγραφική τοῦ δυτικοῦ κόσμου, τῆς ὁποίας τά βαθύτερα αἴτια δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν στό παρόν ἄρθρο. Συνοπτικά, ὡστόσο, μπορεῖ νά εἰπωθεῖ ὅτι, ἀκόμα καί νωρίτερα ἀπό τήν Ἀναγέννηση, ἐξ αἰτίας τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἡ δυτική τέχνη ἀπώλεσε τό βαθύτερο καί θεολογικότερο νόημά της, καί μετατράπηκε ἐν τέλει σέ ἁπλή ζωγραφική θρησκευτικῆς θεματολογίας, περιέχοντας ἄλλοτε γλυκερές παραστάσεις καί ἄλλοτε παραστάσεις πού προσπαθοῦν νά διεγείρουν τό συναίσθημα τοῦ θεατή μέσα ἀπό μία δραματοποιημένη ἤ ἐξιδανικευμένη ἀφηγηματικότητα.
Ἀντιθέτως, κάτι τέτοιο δέν συνέβη καί ἐξακολουθεῖ νά μήν συμβαίνει στήν ἐκκλησιαστική ζωγραφική παράδοση τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία διαφύλαξε τόν λειτουργικό καί διδακτικό της χαρακτήρα, καί διατήρησε τόν ἐσχατολογικό της προσανατολισμό. Ἡ Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία εἶναι ἕνα ὁλοκληρωμένο ζωγραφικό σύστημα, πού δέν ἔμεινε ἁπλῶς προσκολλημένο στήν ἰδέα τοῦ «Ὡραίου» ἤ τοῦ «Ὑψηλοῦ», στοιχεῖα πού παρέλαβε ἀπό τήν τέχνη τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά ἀνέπτυξε μία διαλεκτική σχέση μεταξύ θείας καί ἀνθρώπινης πραγματικότητας, συνέζευξε τό αἰσθητό μέ τό ὑπερβατικό, μεταμόρφωσε τό ὁρατό κάλλος σέ «Θεῖον Κάλλος» καί προσέδωσε στά ἀπεικονιζόμενα χαρακτῆρα «Ἅγιο».
Ἡ Ὀρθόδοξη εἰκόνα δέν εἶναι ἁπλό τεχνούργημα, ἀλλά λειτουργικό σκεῦος καί μορφή μαρτυρίας τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Ἄρα, ἡ ἐξεικόνιση τῶν Ἁγίων προσώπων, προεξάρχοντος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, δέν ἐπιδέχονται ἀναπροσαρμογή, ἀνασύνθεση ἤ ἐπανοηματοδότηση. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού τό «βυζαντινό» ζωγραφικό σύστημα παρέμεινε σταθερό ὡς πρός τά δογματικά του στοιχεῖα καί σεβάστηκε τήν ἱστορικότητα τῶν ἀπεικονιζομένων προσώπων καί γεγονότων. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ ἐκκλησιαστική ζωγραφική δέν ἐπιδέχεται αὐθαίρετες προσθῆκες, ἀλλαγές καί παρεμβάσεις, πού θά μποροῦσαν νά ἀλλοιώσουν τήν μορφή καί νά προσβάλουν τό περιεχόμενο της. Στό μόνο πού ἐν μέρει διαφοροποιήθηκε μέσα στούς αἰῶνες ἦταν σέ κάποια ὑφολογικά (τεχνοτροπικά) στοιχεῖα, τά ὁποῖα μέ πολύ μεγάλη σύνεση, σεβασμό καί ἱερότητα διαμόρφωσε.
Στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, τά ἀπεικονιζόμενα πρόσωπα εἶναι Ἅγια καί, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀλλά καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, θεολόγησαν, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων «ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Μέ ἄλλα λόγια, ἡ καθ’ ἡμᾶς ζωγραφική δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἐκτός Ἑκκλησίας καί νά ἑρμηνευτεῖ μέ ὅρους τῆς σύγχρονης, τῆς μοντέρνας ἤ τῆς μεταμοντέρνας τέχνης. Συνεπῶς, κάθε παραμορφωτική ἀλλοίωση, καί δή ὑπό τήν μορφή πού παρουσιάθηκε στήν Ἐθνική Πινακοθήκη, ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ὕβρι, ἀσέβεια καί βεβήλωση, ἀλλά στρέφεται εὐθέως κατά τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν θείων προσώπων, καί ἐπιτίθεται κατά τῶν πιστῶν χριστιανῶν.
Ἑπιπλέον, ἀλγεινή ἐντύπωση καί ἔντονο προβληματισμό προκάλεσε τό γεγονός ὅτι φορέας τῆς φιλοξενίας τῶν ἐπίμαχων ἔργων ὑπῆρξε ὄχι κάποια γκαλερί ἤ κάποιο ἰδιωτικό εἰκαστικό κέντρο, ἀλλά ὁ κατεξοχήν θεματοφύλακας τῆς τέχνης στόν τόπο μας, δηλαδή ἡ Ἐθνική Πινακοθήκη. Κάθε ἔργο πού φιλοξενεῖται στόν συγκεκριμένο χῶρο, αὐτονόητα θεωρεῖται ἀπό τήν κοινή γνώμη ὅτι περιβάλλεται μέ κῦρος καί καταξίωση, καί ὅτι βρίσκεται ἐκεῖ κατόπιν ἀξιολογικῆς διαδικασίας ὑψηλῶν κριτηρίων. Δυστυχῶς, ὅμως, τόσο τό ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ καί τό διοικητικό συμβούλιο τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης ὅσο καί πολλοί ἄλλοι φορεῖς καί πρόσωπα ἐπαΐοντα περί τήν τέχνη ἔτρεξαν ἀσθμαίνοντας καί ἄκριτα μέ τίς δηλώσεις τους νά μιλήσουν μέν περί σεβασμοῦ τῆς τέχνης, ἀλλά δέν μπῆκαν στόν κόπο νά ἀναφερθοῦν οὔτε στήν προσβολή κάποιου ἄλλου εἴδους τέχνης οὔτε στά κριτήρια τῆς ἐπιλογῆς τῶν ἐπίμαχων ἔργων.
Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες, καί ἐν ἀπουσίᾳ σαφῶν εἰκαστικῶν θέσεων ἀπό πλευρᾶς τοῦ δημιουργοῦ, θεωρῶ ὅτι μέσα ἀπό τά συγκεκριμένα ἔργα ἡ τέχνη ἔπληξε ὄχι μόνο τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, ἀφοῦ χλευαστικά προσέβαλε κάποιο ἄλλο καλλιτεχνικό ρεῦμα, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν κοινωνία, στήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἀπευθύνεται καί πού σημαντικό κομμάτι της ἐπιδεικτικά περιφρονήθηκε καί μυκτηρίστηκε.Ἐπιπλέον, δυσκολεύομαι νά κατανοήσω πῶς τά συγκεκριμένα ἔργα τέχνης μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν καλλιτεχνήματα καί ὄχι ἀπλῶς μία προσπάθεια γιά λίγη ἐφήμερη δόξα μέ ἀπελπισμένο, παράδοξο καί προκλητικό τρόπο.
Μήν ξεχνᾶμε, ὅμως‧ τί πιό σύνηθες, τά τελευταῖα πολλά χρόνια, κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νά ἐπιχειρεῖται μέ οἱονδήποτε τρόπο νά πληγεῖ ἡ πίστη καί ἡ παράδοσή μας. Ὡστόσο, ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι «σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 26:14).
*Εκπαιδευτικός