Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Άκουσα σε πρόσφατη κουβέντα την αναφορά που έκανε ένας ηλικιωμένος κύριος σε κάποιον υποθετικό κουμπαρά στον οποίο θα έριχνε κανείς δύο ευρώ την ημέρα και στο πόσο… λαχταριστό θα ήταν σε βάθος χρόνου το αποτέλεσμα αυτής της επαναλαμβανόμενης κίνησης.
Βέβαια αυτή φαινομενικά ήταν μια κοινότοπη δήλωση, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι το συγκεκριμένο οικιακό σκεύος (παρότι πωλείται ακόμα τριγύρω και μάλιστα μια σύντομη αναζήτηση αποδεικνύει πως υπάρχουν και αρκετά καλαίσθητες και ντιζαϊνάτες εκδοχές) ανήκει περισσότερο στον χώρο των αναμνήσεων.
Να θυμηθεί κανείς τον περίφημο κουμπαρά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου; Δεν τον είχαμε και όλοι, αλλά ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά και αναγνωρίσιμα αντικείμενα σε ελληνικά σπίτια που επισκεπτόμασταν ως παιδιά. Πλέον τον συνοδεύουν οι χαρακτηρισμοί «συλλεκτικός» σε διαδικτυακές αγγελίες πώλησης, «θρυλικός» σε νοσταλγικά αφιερώματα περιοδικών, ενώ μια ντουζίνα από αυτά τα ανθεκτικά μέσα αποταμίευσης αποτελούν έκθεμα σε Μουσείο Παιδικών Αναμνήσεων!
Πράγματι, παιδικές αναμνήσεις… Μπορεί να κατάφερναν οι γονείς να αποταμιεύουν σε ένα βοηθητικό τότε τραπεζικό περιβάλλον, μπορεί εφεδρικά (για τα μικροέξοδα) να υπήρχε και ένας παραδοσιακός κουμπαράς σε μια γωνία του σπιτιού, αλλά κανείς δεν σε εμπόδιζε να φέρεις ακόμη έναν στο σπίτι. Δεν θα πήγαινε χαμένος! Εν όψει χριστουγεννιάτικων εορτών, κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του ’90, είχαν επισκεφτεί το σχολείο μας εκπρόσωποι της UNICEF (αγνοώ αν μπορεί κανείς πλέον να έχει εμπιστοσύνη στις ανθρωπιστικές στοχεύσεις αυτών των φορέων, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση), πωλώντας ορισμένα παιδικής αισθητικής αντικείμενα σε συμβολικές τιμές. Θυμάμαι πως οι κουμπαράδες είχαν γίνει ανάρπαστοι! Ήταν και το πιο εμφανίσιμο προϊόν της συλλογής, με ωραία χρώματα κ.τ.λ., αλλά είχαμε και μια πρώιμη αντίληψη της χρησιμότητάς του. Διότι όσα γράφουμε εδώ το πιθανότερο να μην είναι καθόλου οικεία σε σημερινούς νέους που μόλις ενηλικιώθηκαν ή πλησιάζουν προς την ενηλικίωση. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ούτε ότι τα μεγέθη της αποταμίευσης -ως έννοιας της οικονομίας- απασχολούν σοβαρά τους καθ’ ύλην αρμόδιους. Ο δε πληθυσμός (μια σεβαστή μερίδα του) μάλλον ενηλικιώνεται σκρολάροντας στις οθόνες των σόσιαλ μίντια διάσπαρτες ταξιδιωτικές εντυπώσεις ή στιγμές σε ακριβά εστιατόρια ανθρώπων που το πιθανότερο να είναι χορτάτοι εισοδηματίες αναδυόμενων οικονομιών (ή τίποτε golden boys σε ευρωπαϊκές εταιρίες ενέργειας) και τρέφοντας έναν υπόκωφο φθόνο για όσα δεν μπορούν να έχουν. Όλα στη ζώνη «ψυχαγωγίας» των ΜΜΕ (οι εκπομπές μαγειρικής, οι διαγωνισμοί μοδάτης αμφίεσης…) οξύνουν την επιθυμία για (ενίοτε δυσανάλογη) κατανάλωση, δίχως να υπάρχει το «μαλλί» για να τη χρηματοδοτήσει.
Αν, όπως λένε ακόμα και οι οικονομολόγοι (όχι τόσο επιστημονικώς, όσο καθαρά πρακτικώς), ότι «το παν στην οικονομία είναι ζήτημα ψυχολογίας», αυτό το κράμα της ανάμνησης κάποιων μακρινών δυνατοτήτων αποταμίευσης με την τωρινή διαπίστωση της ματαιότητας κάθε αποταμίευσης (αλλά και κάθε λελογισμένης κατανάλωσης για μερικούς), σε τι μονοπάτια μπορεί να οδηγήσει; Ίδωμεν…
Θέλετε κάποια αποταμίευση ;
Μετατρέψτε τον μήνα σε δεκαήμερο.
Προϋπόθεση βέβαια, στο δεκαήμερο να αντιστοιχίσουν τις υφιστάμενες μηνιαίες αποδοχές.
Οι νεόπτωχοι Έλληνες, δεν καλύπτουν ούτε τις δαπάνες του πρώτου δεκαήμερου.
Μας οδήγησες στην απόγνωση της πείνας κ. Μητσοτάκη.
Σκότωσες οικονομία, δικαιοσύνη και υγεία.
Έκλεψες την ευδαιμονία των Ελλήνων.