Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Η σφαγή της Χίου από τους Τούρκους που έγινε σαν χθες συγκλόνισε όλον τον ελεύθερο, τότε, κόσμο. Από αυτήν εμπνεύστηκε και ζωγράφισε ο Ντελακρουά και γι’ αυτήν έγραψε ο Βίκτορ Ουγκώ το ποίημά του «Το Ελληνόπουλο».
Στην αναφορά του προς την Υψηλή Πύλη ο τοποτηρητής Χίου Βαχίτ πασάς θα γράψει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες:
«Τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν (οι μουσουλμάνοι) γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν … τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν».
Ο Βαχίτ πασάς συνόδευσε την αναφορά του με την αποστολή πέντε φορτίων κομμένων κεφαλιών και δύο φορτίων με κομμένα αυτιά.
Από τους 120.000 του πληθυσμού διασώθηκαν μόλις περί τους 1.000-2.000 άνθρωποι κι άλλοι 20.000 που πρόλαβαν και κατέφυγαν στα γύρω νησιά και κυρίως στα Ψαρά.
Δεκάδες χιλιάδες πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Πόλης και της Σμύρνης, κι όπως έγραψε ο Ολλανδός διπλωμάτης Γκάσπαρ Τέστα: «Το πιο σπαρακτικό θέαμα είναι τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα που έφεραν από τη Χίο. Αγόρια και κορίτσια σέρνονται στους δρόμους δεμένα το ένα με το άλλο και οδηγούνται στα σκλαβοπάζαρα».
Στον «Courrier Français» στις 10/7/1822 αναφέρεται ότι φανατικοί μουσουλμάνοι αγόραζαν το θύμα τους για 30 γρόσια και το έσφαζαν για να κερδίσουν μία θέση στον παράδεισο. Πολλές γυναίκες αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά και άλλες πέθαναν από απεργία πείνας για να γλιτώσουν τον εξευτελισμό. Στην «Allgemeine Zeitung» δημοσιεύεται ότι μικρά παιδιά κάτω των 7 ετών που ήταν ακατάλληλα για το εμπόριο δένονταν και ρίχνονταν στη θάλασσα.
Το νησί ερημώθηκε. Οι Τούρκοι έφεραν από τον Τσεσμέ άλλους 600 χριστιανούς για να μαζέψουν τη μαστίχα. Αυτοί όμως αγνοούσαν την καλλιέργειά της και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερους αρκετούς Μαστιχοχωρίτες για να καλλιεργήσουν τους σχίνους.
Λίγες μέρες μετά την καταστροφή, μας θυμίζει το chioshistory.gr, σχεδιάστηκε ναυτική επίθεση του στόλου των τριών ναυτικών νησιών εναντίον του τουρκικού στόλου στο στενό του Τσεσμέ. Στις 18 Μαΐου πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίθεση. Οι Έλληνες έκαναν αρκετές ζημιές στον τουρκικό στόλο, αλλά απέτυχαν να πυρπολήσουν τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή.
Την 1η Ιουνίου του 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης μαζί με τον Ανδρέα Πιπίνο και 40 Ψαριανούς ξεκίνησαν από τα Ψαρά με 2 πυρπολικά και 4 περιπολικά πλοία και αφού μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων, μπήκαν στο στενό της Χίου με βόρειο άνεμο. Κρύφτηκαν και περίμεναν να βραδιάσει. Τέλειωνε τότε το Ραμαζάνι των Τούρκων και άρχιζε η γιορτή του Μπαϊραμιού. Στην τουρκική ναυαρχίδα επικρατούσε χαρά και κέφι, με πολλούς καλεσμένους και κάποιες δυστυχισμένες αιχμάλωτες.
Τότε τα δύο πυρπολικά κατάφεραν να μπουν ανάμεσα στα τουρκικά πλοία. Ο Κανάρης κατευθύνθηκε κατά της ναυαρχίδας του Καρά Αλή και την τίναξε στον αέρα! Ο σεμνός και παράτολμος αγωνιστής Κανάρης, που αν πάει κανείς στα Ψαρρά θα δει στην προτομή του, που αγναντεύει σήμερα περήφανα το Αιγαίο, να γράφει την απόφασή του: «Κι αν δεν έχωμε πατρίδαν, θα κάμνωμε»!
(ΥΓ.: Αφιερωμένο στα αθηναϊκά ρετιρέ που θέλουν «ήρεμα νερά»…)
Πολύ γενναίο πράγματι να μαχαιρώνουν στο στόμα γέρους και να πνίγουν παιδιά στη θάλασσα! Ναι, μ’ αυτούς θέλουν ήρεμα νερά, αυτοί αγοράζουν ακίνητα σε ακριτικές περιοχές μ’ αυτούς θέλει να κάνει δουλειές κι η Ευρώπη και να φέρει στην πόρτα της για στρατιωτικούς σκοπούς πλέον. Καλεί ως στρατιωτική δύναμη στην Ουκρανία αυτούς που κατέχουν παράνομα τη μισή Κύπρο, τους συστηματικούς κακοποιητές του ελληνισμού κι όχι μόνο. Επιστροφή στη Βιέννη λοιπόν κι αυτή τη φορά κατόπιν πρόσκλησης!