Του Α. Π. Δημόπουλου
«Υπάρχει κάποιο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τη Γαλλία που πιστεύει ότι οι ΗΠΑ δεν αντιπροσωπεύουν πλέον τις αξίες του Αγάλματος της Ελευθερίας και θέλει το άγαλμα πίσω, οπότε θα στείλει ο πρόεδρος Trump το Άγαλμα της Ελευθερίας πίσω;». Ή έτσι τουλάχιστον, με αυτήν την ερώτηση, δημοσιογράφος του δικτύου Fox News ζήτησε την επίσημη τοποθέτηση του Λευκού Οίκου για τις δηλώσεις του Γάλλου ευρωβουλευτή Raphaël Glucksmann ότι «θα πρέπει να πούμε στους Αμερικανούς, που επέλεξαν να συνταχθούν με τους τυράννους, δώστε μας πίσω το Άγαλμα της Ελευθερίας, σας το δώσαμε σαν δώρο, αλλά… θα είναι καλύτερα εδώ, στο σπίτι του». Και μπορεί η ερώτηση να ήταν ρητορική (υποθέτω κανείς δεν πίστευε ότι ο πρόεδρος Trump θα έλεγε ποτέ «ναι» σε κάτι τόσο παράλογο και σκοπίμως προσβλητικό επίσης), όμως απαντώντας την η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Karoline Leavitt δεν περιορίστηκε στο χαμογελαστό «όχι, φυσικά!», που ανέμεναν όλοι, αλλά υπενθύμισε «σε αυτόν τον χαμηλόβαθμο Γάλλο πολιτικό ότι είναι μόνο εξαιτίας των ΗΠΑ που οι Γάλλοι δεν μιλάνε γερμανικά σήμερα… και επομένως θα πρέπει να είναι ευγνώμονες προς τη μεγάλη μας χώρα», προκαλώντας αίσθηση γι’ αυτό που ο διεθνής Τύπος εντόπισε ως ασυμμετρία της απάντησης. Γιατί ο κ. Glucksmann εκστόμισε κάτι προσβλητικό για τις ΗΠΑ, χωρίς να εκπροσωπεί τη Γαλλία. Αντίθετα, η κυρία Leavitt εκστόμισε κάτι προσβλητικό για τη Γαλλία, εκπροσωπώντας τις ΗΠΑ. Ήταν όμως αυτό το πραγματικό πρόβλημα;
Το πραγματικό πρόβλημα
Δεν θα το έλεγα. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι η απάντηση της κυρίας Leavitt ήταν ασύμμετρη όχι τόσο με διπλωματικούς, αλλά κυρίως με νοηματικούς όρους και αυτό με τη σειρά του δεν συμβάδιζε με τη λογική «ρεαλισμού», που υιοθετούν εκ νέου στις διεθνείς τους σχέσεις οι ΗΠΑ. Και ήταν ασύμμετρη με νοηματικούς όρους, γιατί, ενώ ο κ. Glucksmann έκανε χρήση μιας πολιτικής μομφής που επιδέχεται εύκολου αντιλόγου (και μπορεί εύκολα να ξεχαστεί), η κυρία Leavitt έκανε χρήση μιας ιστορικής μομφής, που δεν επιδέχεται εύκολου αντιλόγου (και δύσκολα μπορεί να ξεχαστεί). Έτσι, για να αρχίσω από τον κ. Glucksmann ζήτησε πίσω το Άγαλμα της Ελευθερίας πολιτικά μεμφόμενος τις ΗΠΑ ότι «συστρατεύονται πλέον με τυράννους» (εννοώντας τον πρόεδρο της Ρωσίας Vladimir Putin) και κατά τούτο προδίδουν το ιδανικό της ελευθερίας (σε αναγνώριση του εναγκαλισμού του οποίου δόθηκε το Άγαλμα της Ελευθερίας), πλην όμως είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι θα αντέλεγαν ότι η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ στο θέμα της Ουκρανίας δεν είναι έκπτωση ιδεολογίας (και «συστράτευση με τυράννους», όπως λέει ο κ. Glucksmann), αλλά θεμιτή επιλογή διεθνούς πολιτικής για λόγους συμφέροντος. Άλλωστε το ίδιο δεν έκαναν (λένε), mutatis mutandis, οι ΗΠΑ με τη «μεγάλη στροφή» του Nixon έναντι της Κίνας; Η Taiwan ήταν ιδεολογικός και πολιτικός φίλος, αλλά ταυτόχρονα η Κίνα ήταν πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί, αλλάζοντας στάση έναντι της Κίνας, οι ΗΠΑ έκαναν μια επιλογή συμφέροντος και όχι μια έκπτωση ιδεολογίας. Και το ίδιο (λένε) επιχειρούν να κάνουν με τη Ρωσία σήμερα.
Ιστορική μομφή
Και ακριβώς επειδή η πολιτική μομφή που χρησιμοποίησε ο κ. Glucksmann επιδεχόταν εύκολου αντιλόγου, θα μπορούσε είτε να αγνοηθεί είτε να αφεθεί, να ξεχαστεί (έστω μετά λίγες ημέρες αναπόφευκτης δημοσιότητας). Όμως, ατυχώς, ο Λευκός Οίκος έδωσε πράγματι ασύμμετρη συνέχεια, όχι μόνο γιατί απάντησε «στους Γάλλους», χωρίς αυτοί να έχουν ποτέ ζητήσει (είτε συλλογικά είτε αντιπροσωπευτικά) πίσω το άγαλμα (και όχι στον μεμονωμένο αντιπολιτευόμενο πολιτικό που το ζήτησε), αλλά και γιατί, τελικά, η απάντηση της κυρίας Leavitt έκανε χρήση μιας ιστορικής μομφής που δεν επιδεχόταν εύκολου αντιλόγου και πολύ δύσκολα μπορεί να ξεχαστεί. Γιατί λέγοντας ότι εάν δεν υπήρχαν οι ΗΠΑ στη Γαλλία θα μιλούσαν γερμανικά, η κυρία Leavitt μέμφθηκε ένα ολόκληρο έθνος για αναξιότητα και αχαριστία ξύνοντας έτσι την πλέον ανεπούλωτη πληγή της γαλλικής ιστορίας (για την οποία τόσο η ραγδαία στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας το μοιραίο καλοκαίρι του 1940 όσο και η τραυματική εμπειρία της μετέπειτα εθνικής διαίρεσης και του δωσιλογισμού παραμένουν ακόμα taboo). Και ακριβώς γιατί αυτές οι ιστορικές μομφές τυγχάνουν ούτως ή άλλως δυσαπάντητες, υπήρξε καταιγισμός σχολίων σε βάρος της κυρίας Leavitt και στην Αμερική με το (ανάλογο) επιχείρημα ότι, εάν χωρίς τις ΗΠΑ οι Γάλλοι θα μιλούσαν γερμανικά, χωρίς τη Γαλλία οι Αμερικανοί θα ήταν ακόμη υπήκοοι του στέμματος. Αλλά τι θέση έχουν οι μομφές αυτές στις διεθνείς σχέσεις;
Ανεπούλωτη πληγή
Λοιπόν, είναι η γνωστή αναμέτρηση ανάμεσα στη «φιλελεύθερη» και τη «ρεαλιστική» σχολή – για την πρώτη η διεθνής πολιτική δεσμεύεται από «πρώτες αρχές» (δικαίου ή ηθικής), για τη δεύτερη δεν υπάρχουν «προαπαιτούμενα», μόνο η εξισορρόπηση συμφερόντων και δυνάμεων μετράει. Έτσι, και με την έννοια αυτή, το βασικότερο πρόβλημα της απάντησης της κυρίας Leavitt ήταν ότι ξύνοντας μια ανεπούλωτη ιστορική πληγή ακούστηκε τελείως εκτός της λογικής «ρεαλισμού», που υιοθετούν εκ νέου στις διεθνείς τους σχέσεις οι ΗΠΑ. Γιατί ο «ρεαλισμός» στις διεθνείς σχέσεις (αυτός που επέτρεψε στον Nixon να προσεγγίσει την Κίνα, παρά την Taiwan και επιτρέπει στον Trump να κάνει το ίδιο με τη Ρωσία και την Ουκρανία σήμερα) θέλει τη διεθνή πολιτική ανοιχτή και μονίμως αναθεωρήσιμη (ώστε να χωράει τέτοιες ανατροπές) και δεν υπάρχει τίποτε που να το υπονομεύει περισσότερο αυτό από εκείνες τις ιστορικές πληγές που δεν έκλεισαν ακόμη.