Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Αληταριά αφημένα στα στοργικά χέρια του Θεού ήμασταν. Φτωχά και χαρούμενα αλάνια. Μια βρεγμένη φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη κι έξω από την πόρτα. Χωρίς επιμελητεία μεγαλώναμε. Ή, μάλλον, έτσι νομίζαμε. Εν αγνοία μας, υπήρχε εποπτεία. Οι γειτονιές τότε είχαν «αυτιά» και «μάτια». Κι οι μάνες στην τρίχα μας έστελναν στον δρόμο.
Την πρώτη φορά που -δέκα χρόνων- έβρισα, πετάχτηκε από το πλαϊνό σπίτι η κυρία Αντιγόνη, σαν να καιροφυλακτούσε, και με λέει ένα μακρόσυρτο: «Εεεπ! Σε άκουσα!» Άντε να το ξαναπείς… Κι όχι σαν τώρα, που μπαίνεις στο τραμ την ώρα που σχολάνε τα σχολεία και θέλεις να κατεβείς αμέσως στην επόμενη στάση από τα μπινελίκια των πιτσιρικάδων…
Ήταν ο καιρός που οι δικοί μας έλειπαν στα ξένα κι η ψυχή μας ήταν Μπεράτι.
Στις αλάνες της γειτονιάς οι κανόνες ήταν απλοί: Ξύλο χωρίς έλεος. Μέχρι να ξεσκαρτάρει η ιεραρχία. Θα πω άλλη φορά. Ειδικά η γειτονιά μας ανηφόρες μόνο είχε. Άντε να παίξεις μπάλα εκεί πάνω και να σ’ έχουν στο κυνήγι κάνα τρεις μαντραχαλαίοι. Γιατί ο βασικός κανόνας ήταν απλός: Όποιος έχει τη μπάλα, τρώει κλοτσιές ανελέητα και δεν διαμαρτύρεται. Εκτός αν τρέξει αίμα.
Δεν ξέρω αν αυτή είναι η βασική αιτία, αλλά από εκεί προκύψαμε αλάνια σκληροτράχηλα. Πηγαίναμε πεζοπορία από τις κορυφογραμμές και παίζαμε με τα χωριά εμείς, τα ζόρικα Καλλιθιωτάκια, και τους νικούσαμε όλους στην έδρα τους – στα ποντιακά χωριά είχαμε συνήθως θέμα, γιατί δεν έληγαν από εγωισμό το παιχνίδι, αν δεν μας κέρδιζαν, κι αυτό άλλο τόσο μάς πείσμωνε και μας έπαιρνε η νύχτα, αλλά οι Ποντιάρες, που έχουνε φιλότιμο και ντομπροσύνη, μας φορτώνανε μετά σε κάτι αγροτικά, στις καρότσες και μας γυρίζανε στην πόλη.
Έβγαλε εκείνη η φουρνιά καλούς ποδοσφαιριστές, Η καλύτερη εκδοχή μας αποδείχτηκε το γειτονάκι μας, ο Γιαννάκης ο Δίντσικος, που έπαιξε στην ΑΕΚ κι ακόμα και μέχρι σήμερα όμοιό του στην τεχνική, την ταχύτητα και στον αέρα δεν έχει ξαναδεί η χώρα. Τσακίστηκε το γόνατό του και λυπηθήκαμε όλοι πολύ σε μια κόντρα με το σκληροτράχηλο, αριστερό μπακ του ΠΑΟΚ, τον Κούλη Ιωσηφίδη. Λες κι η ζωή το ζήλευε αυτό το προικισμένο παιδί…
Εν πάσει περιπτώσει, στην ομάδα μας της Καλλιθέας Καστοριάς, όπου πολλοί περάσαμε από την εφηβική ομάδα της πόλης, καθένας είχε τις προτιμήσεις του: Άλλος Ολυμπιακός, άλλος Παναθηναϊκός, άλλος ΑΕΚ, άλλος ξερωγώ Πιερικός ή Δόξα Δράμας.
Εγώ ήμουνα ΠΑΟΚ. Η διαφορά είναι ότι μεγαλώσαμε σε μια εποχή όπου υπήρχε ο σεβασμός των ειδώλων και των αντιπάλων. Εννοείται ότι μαλώναμε για τη μπάλα. Αλλά δεν «σκοτωνόμασταν». Απλά, όποιος δεν ήταν σαν κι εμάς, τον κοιτάγαμε σαν περίεργο είδος. Δεν πλακωνόμασταν. «Τα παιδιά μετά το γήπεδο, πατέρα, πρέπει να γυρνάνε σπίτι» μου ‘πε ο γιος μετά το φονικό του Νάσου Κωνσταντίνου. «Καμιά φανέλα δεν αξίζει τη ζωή αυτού που τη φοράει». Δεν έχω ακούσει κάτι σοφότερο…
Την πρώτη φορά που ήρθε στην Καστοριά, στο «ξερό», να παίξει η ΑΕΚ του μεγάλου Φάντροκ, που εισήγαγε στη χώρα το τεχνικό οφσάιντ, είχα κρεμαστεί στην κερκίδα των φανατικών και είπα του Παπαϊωάννου, 14 χρονών: «Μίμη, σε παρακαλώ ένα αυτόγραφο!» Το φυλάω σαν από τα πολύτιμα της ζωής μου στο πατρικό. Γιατί μάθαμε να σεβόμαστε.
ΕΥΓΕ ΕΥΓΕ ΦΙΛΕ ΜΑΣ ΕΦΤΙΑΞΕΣ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΥΡΙΛΑ ΝΑ ΣΑΙ ΚΑΛΑ
ΣΤΗ ΦΩΤΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ ΤΟ ΜΙΜΗ ΤΟΝ ΙΝΤΖΟΓΛΟΥ ΤΟΝ ΑΡΔΙΖΟΓΛΟΥ -ΑΡΕ ΕΛΑΦΙ ΧΡΗΣΤΑΡΑ – ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΤΟΥΣΚΟ