Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης
Σήμερα θα μιλήσουμε για θέατρο και συγγραφείς γενικότερα. «Μα είσαι ειδικός;» θα ρωτήσετε; Και βέβαια όχι, αλλά δεν θα μιλήσω ως ειδικός, αλλά ως θεατής και αναγνώστης.
Kαι δίνω αμέσως τον λόγο, σ’ έναν πολύ πολύ ειδικό. Τον Γρηγόριο Ξενόπουλο: «…Εγώ γράφω διηγήματα για τον κόσμο και θέλω να τα χαίρεται ο κόσμος. Ο κόσμος με νοιώθει, ο κόσμος με διαβάζει, ο κόσμος με αγοράζει. Μου αρέσει κάθε μου γραφτό, να είναι στη μορφή του τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάζει κι ένας μαθητής του Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς. Δεν αγαπώ τα σύννεφα και τα σκοτάδια. Με τραβά περισσότερο η ξαστεριά, το φως. Εσπούδασα μαθηματικά στα νιάτα μου κι εσυνήθισα να λέγω τα πράγματα απλά, καθαρά και ξάστερα». Και βέβαια υπογραφή: «Γρηγόριος Ξενόπουλος».
Ο Ξενόπουλος ήταν ο πρώτος λογοτέχνης που διάβασα και με αιχμαλώτισε γι’ αυτό ακριβώς που λέει. Το απλό ύφος του, τη στρωτή υπόθεση των έργων του με αρχή, μέση και τέλος. Είναι ο συγγραφέας, που όλα τα έργα του αποπνέουν Ελλάδα, αφού διαδραματίζονται, είτε στην ιδιαιτέρα πατρίδα του, τη Ζάκυνθο, είτε στην Αθήνα. Δηλαδή είναι ένας συγγραφέας, που Έλληνας ων ο ίδιος, απευθύνεται στους Έλληνες.
Όμως οι Έλληνες δεν τον πολυκαταδέχονται. Αν βρεθείς σε κάποια συναναστροφή και μάλιστα τυχαίνει να είναι και ολίγον κουλτουρέ, τότε θα διαπράξεις αμάρτημα καθοσιώσεως, αν πεις ότι σου αρέσει ο Ξενόπουλος, για να μην πούμε ο Τσιφόρος ή ο Ψαθάς ή ο Σακελλάριος.
Το έχω υποστεί γι’ αυτό το αναφέρω.
Δεν βλέπετε τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, που γίνονται σε βουνά και σε ραχούλες; Ο βομβαρδισμός με επιλεγμένους κομμουνιστές λογοτέχνες, είναι συνεχής.
Για να δούμε ποιοι και -κυρίως- γιατί μονοπωλούν το ενδιαφέρον των ανά την Ελλάδα πανηγυρτζήδων:
Μπέρτολτ Μπρεχτ: Γερμανός με μητέρα προτεστάντισσα και πατέρα Ρωμαιοκαθολικό. Μετά τον Β΄ ΠΠ εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Γερμανία και το 1954 πήρε το Βραβείο Λένιν, ενώ το έργο του «Εγκώμιο στον κομμουνισμό», του δίνει το διαβατήριο για την παγκόσμια αναγνώριση. Είπα κι εγώ! Τόσο σπουδαίος είναι πια;
Πάολο Κοέλιο: Βραζιλιάνος και ολίγον (ολίγον όμως) αντιστασιακός κατά της βραζιλιάνικης δικτατορίας το 1974. Κάτι σαν τα 9 εκατομμύρια Έλληνες αντιστασιακούς κατά της… χούντας.
Μίλαν Κούντερα: Τσέχος. Και αυτός μπαινόβγαινε στο κομμουνιστικό κόμμα. Είχαν φαίνεται κι εκεί τις καθαιρέσεις και τις αποκαταστάσεις, όπως οι δικοί μας τον Ζαχαριάδη….
Πάμπλο Νερούντα: Γράφει η ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια: «Το 1949 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν για τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου λογοτέχνη και ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν. Εκεί γνώρισε τον Τούρκο, επίσης κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, στον οποίο διηγήθηκε τα δεινά του λαού του». Μόνο τον Μπελογιάννη δεν συνάντησε…
Ε με τέτοια βιογραφικά και πιστοποιητικά κομμουνιστικών φρονημάτων είναι να μην κυριαρχούν;
Τώρα μετά από αυτά, πού πάμε εμείς οι οπισθοδρομικοί με τον Ξενόπουλο, τον Μ. Καραγάτση, τον Σπύρο Μελά (κόκκινο ή μάλλον μαύρο πανί για το απανταχού κομμουνισταριό) και τον… φασίστα τον Μυριβήλη;
Ακόμη και μέσα στο μετρό, διαφημίζονται περίεργες θεατρικές παραστάσεις ανθρώπων που κοπανιόνται, δήθεν χορεύοντας, χωρίς να μιλάνε. Και μετά λέμε ότι το θέατρο περνάει κρίση, όταν τα πάνω από 70 θέατρα στην Αθήνα, ανεβάζουν στο σύνολό τους παραστάσεις τόσο δύσπεπτες, σαν το στιφάδο το βράδυ, των Στάϊμπεκ, Τσέχωφ, Άλμπυ, Χίγκινς κ.λπ. Και το σπουδαιότερο, σε πολλές από αυτές τις παραστάσεις πρωταγωνιστεί ένας, άντε το πολύ, δύο άνθρωποι, αν είναι… πολυπληθείς ο θίασος. Πόσο καλός να είναι και πόσο ταλέντο να έχει ένας άνθρωπος για να σε προσελκύσει και να του διαθέσεις 2 ώρες;
Πού εκείνες οι πολυδάπανες επιθεωρήσεις του «Ακροπόλ», του «Περοκέ», του «Βέμπο» με τους δεκάδες ηθοποιούς και μουσικούς. Υπάρχουν βέβαια πάντα και οι τιμητικές εξαιρέσεις.
Αλήθεια αυτά τα θέατρα τι περιμένουν; Ας το ψάξουμε. Η Αθήνα και η ευρύτερη περιοχή της, έχει πληθυσμό περί τα 5 εκατομμύρια. Εξ αυτών 1 εκατομμύριο και περισσότερο, είναι οι επενδυτές και οι επιβήτορες που λύνουν το δημογραφικό πρόβλημά μας και που πολύ λίγη σχέση έχουν με τον πολιτισμό. Πολλές χιλιάδες είναι οι άνεργοι, οι άστεγοι και γενικώς οι μη έχοντες πού την κεφαλήν κλίναι και σκέφτονται: «Ρε δεν μας παρατάνε με τα θέατρά τους; Εδώ δεν έχει δρόμο να διαβώ, σοκάκι να περάσω». 500 χιλιάδες ηλικιωμένοι, που να τους τραβάς με γερανό δεν το κουνάνε από το χαζοκούτι, βλέποντας με φανατισμό τα «τούρκικα». Να παρακαλάνε μόνο μη δούνε ξαφνικά κάναν τούρκο live στο σαλόνι τους. Ένα εκατομ. νεαροί που αγνοούν τον Παύλο Μελά, αλλά γνωρίζουν άριστα τον Ζαφείρη Μελά. Και τι μένουν; Σκάρτες 500 ψωροχιλιάδες. Απ’ αυτούς βγάλτε αυτούς, που πετάγονται μέχρι τη Ζυρίχη για να πιούνε ένα καφέ, τους 300 βουλευτές με του περί τους χίλιους παρατρεχάμενους, που δεν ασχολούνται με τα πολιτισμικά, αυτούς που προτιμάνε τον Χ νταλκαδιάρη τραγουδιστή από τον Μπρεχτ, τι μένει ρε παιδιά; Άντε κάνα εικοσάρι χιλιάδες. Δηλαδή σε κάθε θέατρο, ασχέτως του τι σαχλαμάρα παίζει, αντιστοιχούν περί τους 285 θεατές τη σαιζόν.
Κοινώς καλά κρασιά και χαιρετίσματα στους δικούς μας.

§ α. Το… κατάντημα
Το έχω ξαναπεί ότι καμιά φορά στο διαδίκτυο βρίσκει κανείς από διαμαντάκια τόσα δα, μέχρι διαμαντάρες νααααα, μετά συγχωρήσεως. Για διαβάστε αυτό: «Περνάνε άσχημα λέει οι νέοι, γι’ αυτό καταφεύγον σε ραπ, τραπ και το κακό συναπάντημα. Ακρίβυνε και το σουβλάκι… Κι εκείνη η γενιά, που πέρασε σχεδόν κολλητά δύο πολέμους, κατοχή, τουμπάνιασμα από την πείνα, επτά νομά σ’ ένα δωμά και κοινό απόπατο στην αυλή, έτσι την πάτησε και ξέπεσε σε κάτι Θεοδωράκηδες, κάτι Χατζηδάκιδες και κάτι Ξαρχάκους…». Δεν είναι θαυμάσιο; Αλλά και οι νέοι έχουν και τα δίκια τους. Σ’ αυτόν τον οχετό, που έχει οδηγηθεί το Ελληνικό τραγούδι (στίχος και μουσική) με μικρές φωτεινές εξαιρέσεις, αυτά ακούνε. Από πού ν’ ακούσουν το «Χάρτινο το φεγγαράκι» ή τη «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα» ή «Του ήλιου σβήστηκε το φως» και ποιος να γράψει τέτοια αριστουργήματα; Και άντε και τάγραψε. Ποιος θα τα τραγουδήσει; Μήπως οι σημερινές «τραγουδίστριες» με το μίνι πάνω απ’ τα μάτια; Θα μου πείτε «Ρε εδώ σε νηπιαγωγεία οργιάζουν οι ΛΟΑΤΚΙ και οι ράπερ, το τραγούδι μας μάρανε;» και θάχετε και πάλι δίκιο…
§ β. Τρελέ τσιγγάνε
Και μετά λέμε γιατί κουφαινόμαστε. Διαβάζω σε ιστοσελίδα, για το τραγούδι ‘’Τρελέ τσιγγάνε’’, που τραγούδησε η ρεμπέτισσα Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ότι: «Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο ‘’τσιγγάνος’’, ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ, που χάθηκε μέσα στην δίνη του εμφυλίου». Άρχισα λοιπόν την έρευνα. Και τι βρήκα συμπολίτες μου; Ότι το «Άστα τα μαλάκια σου» ήταν για κάποιον ΕΑΜίτη που είχε κόμπλεξ με τη φαλάκρα του. Τα «Καβουράκια», τα εμπνεύστηκε ο Τσιτσάνης από ένα μέλος του ΚΚΕ, που του άρεσε το ούζο με μεζέ καβουρομάνες. Το «Τρελοκόριτσο» (ή αλλιώς ‘’Γεννήθηκες για την καταστροφή’’), το εμπνεύστηκε ο Μπιθικώτσης, από μία αντάρτισσα, μέλος της «Επιμελητείας του αντάρτη», που είχε ρίξει όξω το συσσίτιο. Το τραγούδι «Ο τρελός», που απολαμβάνουμε από τον Σταμάτη Κόκοτα, αρχίζει έτσι: «Με κυνηγούν κάθε βραδιά, της γειτονιάς σου τα παιδιά». Αναφέρεται βέβαια σε ταγματασφαλίτες, που κυνηγούν δημοκρατικούς πολίτες. Τέλος, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το «Νιάου, νιάου βρε γατούλα», σίγουρα γράφτηκε για την τέως προεδρική γάτα, την Καλυψώ… Όχι! Για την ηλιθιότητα δεν έχει γραφτεί ακόμα κάτι.
§ γ. Αντιπλημμυρικά στο μετρό
Όταν κάποιος γράφει σε μια εφημερίδα και ανακαλύπτει ότι τα γραφόμενά του πιάνουν τόπο και συμβάλλουν στη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, για την οποία ως γνωστόν πασχίζουν νυχθημερόν οι πολιτικοί μας, τότε δεν μπορεί παρά να αισθανθεί πλέρια ικανοποίηση. Πολλοί συμπολίτες μου (για να θυμηθούμε τον κ. πρωθυπουργό…) με είδαν προχθές στον σταθμό του μετρό «Πανεπιστήμιο», να έχω κάτσει ανακούρκουδα και να κλαίω γοερά. Ο λόγος; Πριν μερικές μέρες είχα γράψει στη «δημοκρατία» για σταθμούς του μετρό που τρέχουν νερά. Είδα λοιπόν στο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στην αποβάθρα για το Σύνταγμα τα εξής άκρως συγκινητικά. Από τις δύο κατευθύνσεις (προφανώς άνοδος – κάθοδος), η μια είχε αποκλεισθεί με εκείνες τις ασπροκόκκινες πλαστικές κορδέλες, που βάζει η αστυνομία και όταν εκλείψουν οι λόγοι τοποθετήσεώς τους, μένουν εκεί εσαεί, να τις βαράει τ’ αγέρι. Είδα λοιπόν τα αντιπλημμυρικά έργα και εκεί είναι που έβαλα τα κλάματα. Περίμενα είναι η αλήθεια να δω μηχανήματα και κόσμο να δουλεύει, αλλά διαψεύστηκα. Ήταν εγχείρηση πάνω απ’ τα ρούχα, που υποσχόταν η τρελλάρα (Νικήτας Πλατής) στον Ντίνο Ηλιόπουλο στο «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης». Απλώς είχε ακολουθηθεί, κι εκεί, η πετυχημένη συνταγή του σταθμού Χολαργού, Μοναστηρακίου και δεν ξέρω ποιών άλλων. Είχε τοποθετηθεί ένας μεγαλοπρεπής φτηνιάρικος κουβάς, από τη Λαϊκή αγορά! Σταμάτησα τα κλάματα και αισθάνθηκα μεγάλη απογοήτευση που ουδείς διαβάζει τις «Ριπές» μου…


Η φαντασία στο ταψί

Σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ

«Στο βρεγμένο το ψωμί, ζάχαρη με λάδι…» (Γιώργος Κοινούσης)

Κακίες…

Δεν χάνουμε τίποτα να δοκιμάσουμε