Θα ήταν άδικο να περιγράψει κανείς τον Αμερικανό πρόεδρο ως αντιευρωπαίο, αφού κατά βάθος συμπαθεί τη γηραιά ήπειρο. Ωστόσο, ενδόμυχα είναι εχθρικός απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Της Μαρίας Δεναξά
Κατά βάθος ο Ντόναλντ Τραμπ συμπαθεί την Ευρώπη. Μεταξύ όσων του αρέσουν είναι η Παναγία των Παρισίων και η στρατιωτική παρέλαση της 14ης Ιουλίου, τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και τα γήπεδα του γκολφ της Σκοτίας. Αγαπά τα κορίτσια της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης και ο Ναπολέοντας είναι ένας από τα ιστορικά πρότυπά του. Κατά συνέπεια, θα ήταν άδικο να τον περιγράψει κανείς ως αντιευρωπαίο.
Ωστόσο, ενδόμυχα είναι εχθρικός απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρότι είναι απόγονος Ευρωπαίων μεταναστών, ο Τραμπ πιστεύει πως η Ε.Ε. «δημιουργήθηκε για να πλήξει τις ΗΠΑ», όπως επαναλαμβάνει σχεδόν καθημερινά από τότε που επέστρεψε στον Λευκό Οίκο. Γι’ αυτό και υποστηρίζει πως αντιστέκεται.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η εμπορική μάχη που αναζωπυρώθηκε την περασμένη εβδομάδα εναντίον της Ε.Ε. υπόσχεται να είναι καταστροφική όσον αφορά τις θέσεις εργασίας. Αφού ο Αμερικανός πρόεδρος επέβαλε δασμούς 25% στον χάλυβα και το αλουμίνιο, απειλεί τώρα να επιβάλει φόρο 200% στα οινοπνευματώδη ποτά, ένα μέτρο που θα πλήξει κυρίως τη Γαλλία. Σε αντίθεση με την πρώτη του θητεία, ο σημερινός Τραμπ δεν θα διστάσει να σκληρύνει τη στάση του μπροστά στις στοχευμένες απαντήσεις των Βρυξελλών. Με τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες να αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή ύφεση, τα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι οι κύριοι χαμένοι σε αυτόν τον αγώνα προστατευτισμού.
Εναλλακτική προσφορά
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι βέβαια ο μόνος στόχος του αμερικανικού μερκαντιλισμού. Η Κίνα, ο Καναδάς, το Μεξικό και η Ιαπωνία αναμένεται να υποφέρουν επίσης. Όμως είναι η Ευρώπη αυτή που θα πληρώσει τη νύφη πιο ακριβά απ’ όλους.
Για την Ουάσινγκτον δεν πρόκειται απλώς για μια εμπορική μάχη, αλλά για μια στρατηγική καταστροφής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ενός μοντέλου που στέκεται εμπόδιο στις νέες φιλοδοξίες των ΗΠΑ. Εάν η Κίνα καταστεί η κύρια αντίπαλη δύναμή τους, δεν είναι η διακυβέρνησή της που αποτελεί πρόβλημα για τους ιδεολόγους της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά ούτε και η ευρωπαϊκή (δήθεν) ισχύς. Εκείνο που ενοχλεί την Ουάσινγκτον είναι η εναλλακτική οικονομική και πολιτική διαχείριση των πραγμάτων, που γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δεν συμβαδίζει με τη φιλοσοφία του Αμερικανού προέδρου.
Το έργο υπονόμευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη νέα αμερικανική διοίκηση επιτελείται από τους τρεις βασικούς άνδρες του Λευκού Οίκου. Ο Ντόναλντ Τραμπ ηγείται της έξαρσης των δασμών για να ευνοήσει τις επενδύσεις σε αμερικανικό έδαφος εις βάρος των ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Ο Ίλον Μασκ ηγείται της επίθεσης κατά των προτύπων των Βρυξελλών για την καλύτερη παράδοση της ευρωπαϊκής αγοράς στους γίγαντες της Silicon Valley. Στο Μόναχο ο Τζέι ντι Βανς ξεκίνησε τη συντηρητική σταυροφορία του για την υποστήριξη των εθνικιστικών δυνάμεων που αντιτίθενται στο φεντεραλιστικό σχέδιο. Η επίθεση διεξάγεται σε τρία μέτωπα: την οικονομία, τις ρυθμιστικές Αρχές και τις αξίες.
Ατλαντική αυταπάτη
Ανακοινώνοντας αυτή την εβδομάδα τα δασμολογικά αντίποινα, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επέμεινε ότι «φυσικά οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σύμμαχος». Για πόσο καιρό, αλήθεια, στις Βρυξέλλες θα διατηρηθεί αυτή η ατλαντική αυταπάτη;
Ενώ το ΝΑΤΟ προς το παρόν δεν έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από την Ουάσινγκτον, δεν περνάει μέρα χωρίς ο Λευκός Οίκος να στοχοποιεί την Ε.Ε.
Μακριά από το να έχει σχεδιαστεί ως μέσο «υπονόμευσης» των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίχτηκε και ενθαρρύνθηκε από την Ουάσινγκτον μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως μέσο ειρήνευσης της γηραιάς ηπείρου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ όμως έχουν τώρα ένα άλλο σχέδιο για την Ε.Ε., αυτό της Ευρώπης των εθνών. Αυτό θέτει τους Ευρωπαίους ενώπιον μιας επιλογής: είτε να ενισχύσουν την Ένωση, με τα καλά και τα κακά της που πλέον υπερτερούν, για να διασφαλίσουν την αυτονομία τους απέναντι στη Ρωσία, στην Κίνα και τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες είτε να ενδώσουν στην Ουάσινγκτον με αντάλλαγμα την προστασία της. Με άλλα λόγια, είτε η ευρωπαϊκή ηγεσία αλλάζει την τακτική της κι αλλάζει γενικότερα για να έχει την πλήρη υποστήριξη των Ευρωπαίων πολιτών, είτε υποτάσσεται. Αυτό αποτελεί ένα μεγάλο ρίσκο ή μια μεγάλη ευκαιρία…
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»