Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις διαβουλεύσεις για την Ουκρανία, καθώς ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προσκλήθηκε καν στη διάσκεψη του Λονδίνου και υποβιβάστηκε στη δεύτερη ημέρα της προηγηθείσας του Παρισιού (με ολιγόλεπτη συμμετοχή μέσω βιντεοκλήσης), αποκάλυψε τη συρρίκνωση επιρροής του ιδίου και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Οι ανεπίσημες δικαιολογίες «κυβερνητικών πηγών» ότι η βρετανική πρωτοβουλία ήταν «μεμονωμένη» και πως η γαλλική σχετίζεται με τις χώρες που θα συνεισφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ οι αποφάσεις θα ληφθούν στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. δεν έχουν καμία βάση. Γιατί οι εξελισσόμενες συζητήσεις δεν αφορούν μόνον την εκεχειρία και την ανάπτυξη ειρηνευτικής αποστολής, αλλά επεκτείνονται στην εξ αποστάσεως υποστήριξη, στα συμβόλαια ανοικοδόμησης, στις ναυτιλιακές μεταφορές κ.α.
Ασφαλώς τα κυβερνητικά μισόλογα δεν ευσταθούν ούτε ιστορικά. Σε όλες τις ανάλογες κρίσεις η Ελλάδα ήταν παρούσα, χωρίς την αποστολή δυνάμεων, με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία της. Το 1990-91, κατά τον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς συμμετείχαν σε όλες τις διπλωματικές συνεννοήσεις και διεθνείς συναντήσεις. Οι ίδιοι είχαν πρωταγωνιστική παρουσία σε κάθε μορφής διακρατικές επαφές για την, υπό διάλυση, Γιουγκοσλαβία το 1991-92, όπως και ο διάδοχος του δεύτερου, Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, το 1993. Αποφασιστικές ήταν οι παρεμβάσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κάρολου Παπούλια το 1994-95, επιτυγχάνοντας -στην κορύφωση των εχθροπραξιών- την απελευθέρωση κυανόκρανων του ΟΗΕ που κρατούσαν ως ομήρους οι Σερβοβόσνιοι. To 1999 κατά τις ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις στο Κόσοβο και το 2003 στον Β΄ Πόλεμο του Κόλπου, οι Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου έκαναν μεν αρκετά λάθη, αλλά κατέστησαν την ελληνική διπλωματία συνομιλητή όλων. Αμέσως μετά, οι Κώστας Καραμανλής και Πέτρος Μολυβιάτης, το 2004-2006, με μαεστρία απέρριψαν κατηγορηματικά την αποστολή μάχιμων δυνάμεων στο Αφγανιστάν, προτιμώντας την ανάληψη της σημαντικής διοίκησης του αεροδρομίου της Καμπούλ, τα έργα με δύναμη Μηχανικού και την ιατρική υποστήριξη με κινητό νοσοκομείο. Και, παρά τις επανειλημμένες πιέσεις, αρνήθηκαν τη διάθεση επιθετικών ελικοπτέρων Απάτσι στις εκεί επικίνδυνες επιχειρήσεις (μείζον θέμα, επειδή η Ελλάδα ήταν μία από τις μόνον τρεις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που διέθεταν τον συγκεκριμένο τύπο). Εκ του αποτελέσματος, είναι ξεκάθαρο ότι όλοι οι προαναφερθέντες πολιτεύονταν καλύτερα, διεθνώς, από τον σημερινό πρωθυπουργό. Δεν πετύχαιναν το απόλυτο, αλλά κέρδιζαν πόντους και ανταλλάγματα για τα συμφέροντα της χώρας.
Πέραν των ιστορικών συγκρίσεων, η αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης είναι, δυστυχώς, απογοητευτική για τα ερείσματα της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή σκηνή. Το διπλωματικό πρόβλημα εμφανίζεται τόσο διμερώς όσο και πολυμερώς στο επίπεδο της Ε.Ε. και δεν περιορίζεται στο Ουκρανικό.
Συγκεκριμένα, ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο, μόλις στις αρχές Δεκεμβρίου του 2024 ο κ. Μητσοτάκης, σε συνάντηση με τον ομόλογό του Κιρ Στάρμερ, εξέφραζε ικανοποίηση για την «πολύ ισχυρή εταιρική σχέση», κρίνοντας πως θα συμβάλει στην αντιμετώπιση «των μεγάλων προκλήσεων ασφαλείας στην Ουκρανία, στη ΝΑ Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή». Τρεις μήνες αργότερα το Λονδίνο δεν συμμερίζεται καθόλου τις αυτάρεσκες εκτιμήσεις του πρωθυπουργού. Την ίδια στάση τηρεί ο Ουκρανός πρόεδρος Β. Ζελένσκι, ο οποίος δεν έκρινε χρήσιμη τη συμμετοχή του κ. Μητσοτάκη στη διάσκεψη. Αλλιώς θα την πρότειναν ο ίδιος ή κάποιος από τους υπόλοιπους 17 συμμετέχοντες. Ο Κυρ. Μητσοτάκης απέτυχε να οικοδομήσει, επί των συμφωνιών του Δεκεμβρίου με τον κ. Στάρμερ, αλλά -πάλι καλά- επίκειται η εξειδίκευση της ελληνοβρετανικής «Δήλωσης Κοινού Οράματος» για την άμυνα.
Ταυτόχρονα, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να πείσει τον πρόεδρο Εμ. Μακρόν για την αξία της ελληνικής συμβολής στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Άλλωστε, την ώρα που συζητείται η αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ευρώπης η Γαλλία επιβεβαιώνει την ισχύ του άξονά της με τη Γερμανία (κοινά προγράμματα αεράμυνας, μελλοντικό άρμα μάχης κ.λπ.) και βιομηχανικών προγραμμάτων με την Ιταλία. Η πρόταση του κ. Μητσοτάκη για την κοινή αεράμυνα έχει δημοσιότητα μόνον στην Αθήνα, χωρίς απήχηση σε Βερολίνο, Παρίσι και Ρώμη.
Εξίσου μειωμένη είναι η ελληνική επιρροή στα όργανα της Ε.Ε. Μετά τις διαδοχικές απορρίψεις από την Κομισιόν όλων των προτάσεων του κ. Μητσοτάκη για τα ενεργειακά, χαρακτηριστικά είναι όσα συνέβησαν κατά την προ εβδομάδος υιοθέτηση της 16ης δέσμης κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Δεν έγινε δεκτό κανένα από τα τέσσερα ελληνικά αιτήματα εξαιρέσεων. Η ήττα ήταν τόσο βαριά, ώστε η Αθήνα έκρινε απαραίτητο, διπλωματικά, να υποβάλει μονομερή επεξηγηματική δήλωση. Κάτι σαν συγγνώμη! Δεν την αξίωσε κανείς, αλλά έπρεπε να βρεθεί, εκ των υστέρων, κάποια δικαιολογία με το σκεπτικό ότι «ε, και η πρόταση της Κομισιόν μάς ικανοποιούσε κατά βάθος». Η ήττα επήλθε κατόπιν προσωπικής ανάμειξης του κ. Μητσοτάκη (και, εν μέρει, του νεο-ορκισθέντος υφυπουργού Εξωτερικών Τ. Χατζηβασιλείου) στους χειρισμούς της Μόνιμης Αντιπροσωπίας μας στην Ε.Ε.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Αγαπητέ, είτε έχετε περιορισμένη (ή λανθασμένη) ενημέρωση είτε διαθέτετε την σωστή πληροφόρηση, αλλά την χειρίζεστε εσφαλμένα (ακούσια ή εκούσια). Η Ελλάς ορθώς δεν κλήθηκε στο Λονδίνο και ορθώς δεν πήγε. Τα περί άξονος Παρισιού Βερολίνου, ασχολίαστα…