Του Γιώργου Κ. Στράτου
Οι χθεσινές, πάνδημες συγκεντρώσεις στη μνήμη των θυμάτων των Τεμπών, με τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την τραγωδία, επιβεβαίωσαν πανηγυρικά -για πολλοστή φορά- ότι το γεγονός έχει προσλάβει διαστάσεις εθνικού συλλογικού τραύματος. Οι λόγοι πολλοί και σοβαροί, και έχουν αναδειχθεί επαρκώς από όσους τιμούν τη γραφίδα τους.
Τους επαπειλούμενους κινδύνους από τους έως σήμερα χειρισμούς της υπόθεσης τονίζουν δραματικά οι αράδες του διευθυντή της «Εστίας», Μανώλη Κοττάκη, στο άρθρο του «Η λάβα των Τεμπών»: «Ἄν δέν ἀρθοῦμε στό ὕψος τῶν περιστάσεων, ἡ λάβα τῶν Τεμπῶν θά κάψει τό πολιτικό σύστημα καί θά ἀποτελειώσει πολλούς θεσμούς μέ τήν ὑπάρχουσα μορφή τους».
Όσα έχουν συμβεί ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, όσα δεν έχουν συμβεί από την ημέρα του τραγικού συμβάντος ελάχιστα έχουν συμβάλλει στη διαλεύκανσή του, για να μην πούμε ότι κατατείνουν στη συσκότιση καίριων σημείων του. Δικαίως, έχουν εξαγριώσει τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, οι οποίοι απερίφραστα αποφαίνονται ότι υποπτεύονται συγκάλυψη των αιτίων και απόκρυψη των ενόχων.
Το υπόμνημα του Χρήστου Κωνσταντινίδη, ο οποίος έχασε τη σύζυγό του Βασιλική Χλωρού το βράδυ της 28/2/2023 προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη, με το οποίο της ζητά να παραιτηθεί, διαφορετικά θα καταθέσει μήνυση εναντίον της για παράβαση καθήκοντος, υπόθαλψη και παρεμπόδιση του έργου της Δικαιοσύνης, όπως και κατάχρηση εξουσίας, συνοψίζει τις συγκλονιστικές παραλείψεις και αβλεψίες της Δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα τα μείζονα ερωτήματα που προκύπτουν εξ αυτών εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα, παρά τη γενικευμένη κατακραυγή. Συνιστά ένα εξαιρετικά ακριβές όσο και μακάβριο αλφαβητάρι, καθώς διατυπώνει είκοσι τέσσερις αμείλικτες ερωτήσεις.
Τα τεράστια ερωτήματα όμως, που πλανώνται πάνω από όλα τα υπόλοιπα και τα επισκιάζουν, είναι ποιος και γιατί να επιβάλλει την παράκαμψη -μέχρι και την αγνόηση- όλων των διαδικασιών που προβλέπονται σε αντίστοιχες περιπτώσεις, με προφανή κίνδυνο να θεωρηθεί ότι συγκαλύπτει τους πιθανούς ενόχους και τις αιτίες του δυστυχήματος. Ποιος λόγος επέβαλε αυτή τη στάση, η οποία, όσο και αν διαψεύδεται από κυβερνητικά χείλη, εκ του μέχρι σήμερα αποτελέσματος προκύπτει ότι υιοθετήθηκε ως συνολική πρακτική αντιμετώπισης του συμβάντος; Ή δεν ήταν σε θέση οι υπουργοί και οι βουλευτές και του κυβερνώντος κόμματος, μεταξύ των οποίων και έγκριτοι δικηγόροι, να αντιληφθούν ότι περί αυτού πρόκειται; Για ποιο λόγο επέτρεψαν επί δύο χρόνια η σκιά ενός από τα τραγικότερα δυστυχήματα στη νεότερη Ιστορία μας να πλανιέται πάνω από τα κεφάλια τους; Πώς αλλιώς θα αντιμετώπιζαν τη μομφή ότι κάποιους ήθελαν να προστατέψουν και κάτι να αποκρύψουν, παρά μόνο αν φρόντιζαν για την τάχιστη δυνατή απόδοση ευθυνών σε όσους ανήκουν και την άμεση ανάδειξη των λόγων που οδήγησαν 57 ανθρώπους σε τραγικό θάνατο; Πώς πίστεψαν ότι σε μία χώρα που η οικογένεια παραμένει, ευτυχώς, μία από τις ελάχιστες βασικές σταθερές της, ο θρήνος χαροκαμένων γονιών, που αναζητούν δικαίωση για τα παιδιά τους, θα προσπερνιόνταν με ευκολία;
Κάκιστη υπηρεσία προσφέρουν στη δημοκρατία μας όσοι αναζητούν άλλες σκοπιμότητες και πρόβες εκτροπής πίσω από τη διεκδίκηση του αυτονόητου, το οποίο αποτελεί η απόδοση του δικαίου. Είναι η μόνη οδός για όσους πραγματικά δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από αυτήν την εξέλιξη. Γιατί η βουή των ψυχών των θυμάτων δεν θα αργήσει να παρασύρει κάθε εμπόδιο για την αλήθεια.