Τα διπλωματικά λάθη των Μητσοτάκη – Γεραπετρίτη, η αιφνιδιαστική πρωτοβουλία των ΗΠΑ για την ειρήνευση στην Ουκρανία και οι δαπάνες που θα βαρύνουν τον εθνικό προϋπολογισμό
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η κυβέρνηση μετά τον απόλυτο αιφνιδιασμό της από την πρωτοβουλία των ΗΠΑ για την ειρήνευση στην Ουκρανία και την απολύτως προβλέψιμη αποτυχία του -συγκεκριμένης μορφής- διαλόγου με την Τουρκία, επιχειρεί να αναπροσαρμόσει τη διπλωματική τακτική της.
Ωστόσο, λόγω της σωρείας σοβαρών λαθών και παραλείψεων του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη, η κατάσταση είναι δύσκολο να αναστραφεί, ενώ προστίθενται και νέα προβλήματα. Το νεότερο εξ αυτών προκύπτει από την ελληνική στάση στις διαβουλεύσεις, εντός της Ε.Ε. για τη νέα στρατηγική στήριξης προς το Κίεβο, από την οποία θα προκύψουν σοβαρές δαπάνες για τον Προϋπολογισμό.
Ειδικότερα, κατά την έκτακτη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. για την Ουκρανία στις 6 Μαρτίου η Αθήνα προτίθεται να συναινέσει στην πρόταση για χορήγηση γενναίας στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο μέσα στο καλοκαίρι του 2025. Το νέο πακέτο βοήθειας δεν έχει ακόμα οριστεί με ακρίβεια, αλλά είναι βέβαιο ότι θα υπερβαίνει τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν το ποσό αυτό επιβεβαιωθεί από τους ηγέτες των «27» την επόμενη εβδομάδα ή λίγο αργότερα, η αναλογούσα στρατιωτική συνδρομή της Αθήνας προς το Κίεβο θα είναι αξίας περίπου 280.000.000 ευρώ. Θα βαρύνει αποκλειστικά τα ελληνικά κρατικά ταμεία, χωρίς να συμψηφιστεί με αποζημιώσεις από τους νέους θεσμούς της Ε.Ε. για την κοινή άμυνα. Επιπλέον, αν ο πρόεδρος Ντ. Τραμπ αποφασίσει τελικά τη διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, τότε η Ε.Ε. αυτοβούλως θα την αντικαταστήσει, τουλάχιστον εν μέρει, οπότε η ελληνική συνεισφορά των 280.000.000 ευρώ θα αυξηθεί υπέρμετρα.
Πέραν αυτών, η Ελλάδα έχει αναλάβει, βάσει των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον περασμένο Ιούλιο, τη δέσμευση συνεισφοράς στη χρηματοδότηση την περίοδο 2025-2030 του εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας και της διαλειτουργικότητας των συστημάτων τους με τα συμμαχικά. Η συνεισφορά της Ελλάδας θα είναι σχεδόν 180.000.000 ευρώ ετησίως. Επομένως, το άθροισμά της -μέσω Ε.Ε. και ΝΑΤΟ- ελληνικής χρηματοδότησης προς το Κίεβο θα είναι -τουλάχιστον- 460.000.000 ευρώ κάθε χρόνο!
Μειωμένα ερείσματα
Η μεγάλη οικονομική επιβάρυνση αναλαμβάνεται σε μία περίοδο που τα ερείσματα της ελληνικής κυβέρνησης μεταξύ των ισχυρών μελών της Ε.Ε. είναι μειωμένα, όπως συμβαίνει και με τα αντίστοιχα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η προσωπική σχέση του κ. Μητσοτάκη με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν δεν μεταφράζεται σε πολιτικές συμφωνίες σε σημαντικά θέματα. Πριν ακόμα από την ψύχρανση Αθήνας – Παρισιού για την ένταξη των πυραύλων Meteor στην τελική διαμόρφωση των Eurofighters που -ενδεχομένως- θα αγοράσει η Τουρκία, η γαλλική πλευρά είχε δώσει προβάδισμα στη γερμανική πρωτοβουλία κοινής αεράμυνας, σε βάρος της παρόμοιας πρότασης του Έλληνα πρωθυπουργού και του Πολωνού ομολόγου του Ντ. Τουσκ.
Παράλληλα ευθέως απορριπτικά ήταν -για πολλοστή- φορά τα μηνύματα της γερμανικής υπηρεσιακής γραφειοκρατίας προς την Αθήνα -εν μέσω της προεκλογικής περιόδου- για την ίδια πρόταση του κ. Μητσοτάκη. Η κατάσταση δεν προβλέπεται να αλλάξει ούτε κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό ούτε και μετά τη συγκρότησή του υπό τον χριστιανοδημοκράτη Φρ. Μερτς. Αρνητική είναι η στάση του Βερολίνου και επί της ιδέας του πρωθυπουργού για την ίδρυση κοινού ευρωπαϊκού ταμείου εξοπλισμών, με χρηματοδότηση 100 δισ. ευρώ.
Σε παρόμοια πορεία φέρεται ότι κινείται και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό στην Αθήνα για συναίνεσή της στη -λογικότατη- πρόταση του κ. Μητσοτάκη, περί εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών από τους κανόνες της Ε.Ε. για τον υπολογισμό του ελλείμματος, η Κομισιόν διευκρίνισε ότι εξετάζεται να αφορά μόνον όσες χώρες ξοδεύουν μικρότερα ποσά συγκριτικά με το 3% της Ελλάδας επί του ΑΕΠ.
Πρόγραμμα FMF
Ως προς τις σχέσεις με την Ουάσινγκτον, με επίκεντρο την προγραμματιζόμενη συνάντηση του κ. Γεραπετρίτη με τον ομόλογό του Μ. Ρούμπιο, η Αθήνα θα προσπαθήσει να παρουσιάσει μια εικόνα οικοδόμησης σχέσεων με το στενό κύκλο του κ. Τραμπ.
Υπό το άγχος του επικοινωνιακού εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης, κυβερνητικοί παράγοντες σκέφτονται την υπερ-προβολή της είδησης ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο ενέκριναν την αποδέσμευση στρατιωτικής βοήθειας 120.000.000 δολαρίων υπό τους πολύ ευνοϊκούς όρους του προγράμματος Foreign Military Financing (FMF).
Η αμερικανική πρωτοβουλία είναι, ασφαλώς, χρησιμότατη, αλλά δεν είναι καινούργια. Γιατί το συγκεκριμένο κονδύλιο είναι μέρος της υπόσχεσης για μεγαλύτερη, συνολική χρηματοδότηση $200.000.000, που αναφερόταν ρητά στην επιστολή του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν προς τον κ. Μητσοτάκη, πέρυσι τον Ιανουάριο. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ., απόρριψη της αμερικανικής πρότασης για αμυντικό δάνειο-ρεκόρ έως $2,2 δισεκατομμύρια τον Δεκέμβριο του 2023), η ελληνική πλευρά καθυστέρησε να αξιοποιήσει την περσινή έγκριση του συνολικού κονδυλίου FMF. Κατόπιν έληξε το οικονομικό έτος στις ΗΠΑ (30 Σεπτεμβρίου 2024) και στη συνέχεια όλα τα παρόμοια ομοσπονδιακά προγράμματα «πάγωσαν» -προσωρινά- λόγω της μεταβατικής περιόδου έως την ορκωμοσία του κ. Τραμπ.
Τώρα απλώς έγινε ξανά διαθέσιμο -διαδικαστικά- μέρος του ίδιου, γνωστού κονδυλίου προς την Ελλάδα. Η δε απόφαση «ξεπαγώματος» δεν θα αποτελεί καρπό των συνομιλιών του κ. Γεραπετρίτη με τον κ. Ρούμπιο, καθώς η αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας έχει ενημερώσει -εδώ και πολλές ημέρες- το υπουργείο Εξωτερικών για τη θετική έκβαση των εσωτερικών διευθετήσεων στην Ουάσινγκτον.
Ταυτόχρονα, ως προς την Ουκρανία η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει καταλήξει σε δύο αποφάσεις που προσδοκά ότι θα εκτιμηθούν στην αμερικανική πρωτεύουσα: Πρώτον, ο πρωθυπουργός έκανε στροφή 180 μοιρών, αποσύροντας το αίτημά του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για εξαιρέσεις της Ελλάδος από τη 16η δέσμη κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Οι αιτούμενες εξαιρέσεις αφορούσαν τα κοινοτικά μέτρα απαγόρευσης εισαγωγής ρωσικού αλουμινίου, προσωρινής αποθήκευσης αργού πετρελαίου και παραγώγων του, συναλλαγών σε συγκεκριμένα λιμάνια της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και τα αυστηρότερα μέτρα για τα πλοία του λεγόμενου «σκιώδους στόλου». Η στροφή του κ. Μητσοτάκη απαντά -εν μέρει, βέβαια- το ερώτημα της αμερικανικής πλευράς ως προς τι περισσότερο είναι διατεθειμένη να κάνει η κυβέρνηση («What more is your government prepared to do?») ώστε να αυξηθεί η πίεση προς τη Ρωσία και να ενισχυθούν οι προοπτικές ειρήνης.
Η δεύτερη απόφαση είναι ότι η Ελλάδα δεν θα συμμετέχει μεν στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών που ίσως αποστείλουν στην Ουκρανία στρατιωτικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία), αλλά θα εξετάσει άλλα μέτρα συνεισφοράς, όταν υπογραφούν οι όροι ειρήνευσης και διευκρινιστούν οι πτυχές της αμερικανικής υποστήριξης στην εφαρμογή της.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»