Καγκελάριος ο Φρίντριχ Μερτς, κερδισμένοι το AfD που ανέβασε τα ποσοστά του φτάνοντας στο 19,9% αλλά και το αριστερό Die Linke. Συντριβή για τους σοσιαλδημοκράτες
Η Ευρώπη σε κατάσταση… νευρικής κρίσης, αδύναμη και πολυδιασπασμένη, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της -αλλά και την ταυτότητά της- μέσα σε ένα ιδιαίτερα ασταθές διεθνές περιβάλλον. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιλέγει να κινείται επιθετικά σε όλα τα επίπεδα και από θέση ισχύος να επιβάλλει ουσιαστικά την αλλαγή ισορροπιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Την ίδια ώρα, αυτό που οι αναλυτές αποκαλούν «άνοδο της Ακροδεξιάς» δεν συνιστά πλέον απλώς ένα «φαινόμενο» ή έναν «αστερίσκο» στον πολιτικό χάρτη, αλλά έναν σημαντικό καταλύτη εξελίξεων και ταυτόχρονα μια πραγματικότητα, η οποία έχει ριζώσει για τα καλά στο ευρωπαϊκό πολιτικό και κοινωνικό έδαφος. Κι αυτό φάνηκε χθες -και- στη Γερμανία, όπου η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) μπορεί μεν να μην κέρδισε την εκλογική μάχη, είδε όμως τα ποσοστά της να αγγίζουν το 20%, ανοίγοντας έτσι την όρεξη της ηγεσίας του ακροδεξιού κόμματος για «ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες» κατά την επόμενη ημέρα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, χθες 59.200.000 Γερμανοί και Γερμανίδες πήγαν στις κάλπες για να επιλέξουν κάποιο από τα 29 κόμματα που διεκδικούσαν την ψήφο τους και τελικώς να εκλέξουν τη νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας, σχεδόν έξι μήνες πριν από την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής περιόδου, καθώς στις 6 Νοεμβρίου του 2024 κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP). Όσο για το αποτέλεσμα; Τα exit polls ουσιαστικά επιβεβαίωσαν σε μεγάλο βαθμό τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος, ενώ στα ίδια επίπεδα πάνω κάτω κινήθηκαν και τα πρώτα επίσημα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν.
Οι έδρες
Σύμφωνα με αυτά, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση CDU/CSU είναι το μεγαλύτερο κόμμα στο επόμενο γερμανικό Κοινοβούλιο, το οποίο πάντως λόγω της αλλαγής του εκλογικού νόμου το 2023 θα μετρά 630 έδρες και όχι 736, όπως η απερχόμενη σύνθεση της Bundestag. Συγκεντρώνοντας ποσοστό περί το 28,9% (+4,8% σε σχέση με τις εκλογές του 2021), ο Φρίντριχ Μερτς θα γίνει ο επόμενος καγκελάριος. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί πως αν και το CDU/CSU σημείωσε άνοδο, δεν κατάφερε να πιάσει ποσοστό με βάση το 30%, το οποίο θα θεωρούνταν ιδανικό αποτέλεσμα Την ίδια στιγμή το AfD κατάφερε σχεδόν να διπλασιάσει τα ποσοστά του, φτάνοντας το 19,9% (+9,5% από το 2021). Στη λίστα των κερδισμένων κατάφερε να μπει και το αριστερό κόμμα Die Linke, το οποίο, αν και ξεκίνησε με πολύ χαμηλά ποσοστά, έπειτα από τη διάσπαση και τη δημιουργία της Συμμαχίας της Σάρα Βάγκενκνεχτ φαίνεται να συγκεντρώνει ποσοστό 8,5%, ενισχυμένο κατά 3,6% από εκείνο της κάλπης του 2021.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως και τα δύο κόμματα της διασπασμένης Αριστεράς αθροιστικά φτάνουν το 13,5%, ποσοστό που κρίνεται βέβαια ως πολύ υψηλό για τα κόμματα του χώρου στη Γερμανία. Μικρό ψαλίδισμα σημειώθηκε στα ποσοστά των Πρασίνων, που συγκεντρώνουν το 13% των ψήφων, ενώ ήδη τίθεται το ερώτημα αν θα υπάρξει ή όχι μια μετεκλογική σύμπραξη με τον Μερτς. Συντριπτικά ήταν τα ποσοστά, βεβαίως, ως αναμενόταν, για τους Σοσιαλδημοκράτες που κατετάγησαν τρίτοι, πίσω από την CDU/CSU και το AfD, πείθοντας μόνο το 16,2% των ψηφοφόρων (-9,5% σε σχέση με το 2021). Μάχη για να εισέλθουν στη νέα Bundestag προβλεπόταν να δώσουν το FDP και η Συμμαχία της Βάγκενκνεχτ.
«Ο κόσμος έξω δεν περιμένει» δήλωσε χθες βράδυ ο αρχηγός του CDU Φρίντριχ Μερτς, τονίζοντας την ανάγκη να σχηματιστεί «το συντομότερο δυνατό» κυβέρνηση με «σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία». «Απόψε γιορτάζουμε, αλλά από αύριο δουλεύουμε» πρόσθεσε, απευθυνόμενος σε πλήθος οπαδών του κόμματος στο Βερολίνο. Από την πλευρά της, η Αλίς Βάιντελ, η επικεφαλής της γερμανικής Ακροδεξιάς, είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει, κάνοντας λόγο για ένα «ιστορικό αποτέλεσμα» για το AfD, ενώ πρότεινε συμμαχία με τους συντηρητικούς για να κυβερνήσουν τη Γερμανία. «Θα τείνουμε πάντα το χέρι μας για να συμμετάσχουμε σε μια κυβέρνηση και για να ικανοποιήσουμε τη λαϊκή βούληση» δήλωσε, λέγοντας ότι θέλει κυρίως να «κλείσει τα σύνορα» στους αλλοδαπούς και να μειώσει τους φόρους. Για «πικρό αποτέλεσμα», του οποίου την ευθύνη αναλαμβάνει, έκανε, τέλος, λόγο την Κυριακή ο Όλαφ Σολτς, την ώρα που οι Σοσιαλδημοκράτες φαίνεται πως εισέρχονται για τα καλά πια σε φάση παρατεταμένης πολιτικής περιδίνησης.
Η δυσεπίλυτη εξίσωση για τον σχηματισμό κυβέρνησης και το κόμμα ρυθμιστής
Από σήμερα και επίσημα πια η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς (φωτό) καθίσταται υπηρεσιακή, αλλά παραμένει στη θέση της μέχρι τον σχηματισμό νέου κυβερνητικού συνασπισμού, για τον οποίο τον πρώτο λόγο θα έχει βέβαια ο χθεσινοβραδινός νικητής των εκλογών Φρίντριχ Μερτς. Τι μένει να φανεί; Αν ο αρχηγός των Χριστιανοδημοκρατών θα εξαιρέσει -ή όχι- από κάθε συζήτηση για τον σχηματισμό κυβέρνησης τον απόλυτο ρυθμιστή, όπως προέκυψε από τις κάλπες, την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Παρότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο πολιτικής αστάθειας ή ακυβερνησίας, αυτή τη φορά είναι διάχυτη η αίσθηση της ανάγκης να σχηματιστεί το συντομότερο δυνατό σταθερή νέα κυβέρνηση.
Τα προβλήματα στο εσωτερικό, η συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση, το Μεταναστευτικό, και στο εξωτερικό η νέα πραγματικότητα μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και οι ραγδαίες εξελίξεις όσον αφορά την Ουκρανία θεωρούνται εξαιρετικά πιεστικά και όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει απεριόριστος χρόνος. Ήδη ο Μερτς έχει φροντίσει να… σβήσει κάποιες «κόκκινες γραμμές» του: Δεν μιλά πλέον για 40.000 απελάσεις αλλά για 500, που αφορούν εξακριβωμένα επικίνδυνους ανθρώπους, δεν απορρίπτει κατηγορηματικά τη μεταρρύθμιση του «φρένου χρέους» προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις στην άμυνα και να συνεχιστεί η στήριξη της Ουκρανίας.
Ο πιθανότερος επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός αναμένεται να σχηματιστεί από τα CDU/CSU και το SPD, ενώ θα αναζητηθεί και τρίτος σύμμαχος. Η εξίσωση βέβαια δεν είναι εύκολη, τα κόμματα του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» καλούνται να αποδείξουν ότι καταλαβαίνουν τα προβλήματα των πολιτών και κυρίως ότι μιλάνε τη γλώσσα των λύσεων που οι τελευταίοι απαιτούν. Αν δεν επισυμβεί αυτό, τότε για τ0 AfD, ακόμα κι αν στη φάση αυτή δεν αναλάβει κυβερνητική ευθύνη, την επόμενη φορά τα πράγματα ενδεχομένως να είναι διαφορετικά. Και για τους Γερμανούς και για την παραπαίουσα πολιτικά Ευρώπη.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»