Του Γιώργου Κ. Στράτου
Όλοι οι άνθρωποι στη διάρκεια της ζωής μας θα νιώσουμε με τον δικό μας τρόπο δυο ανάγκες να χτυπούν έντονα την πόρτα της ψυχής μας. Η μία είναι η επιθυμία να ανήκουμε σ’ ένα ευρύτερο σύνολο ατόμων με το οποίο μας συνδέουν τα συστατικά του χαρακτήρα μας και τα ενδιαφέροντά μας. Μπορεί να είναι η παλιά γειτονιά, το χωριό, η ομάδα, το σωματείο, το στέκι. Η άλλη είναι η επιθυμία να γευτούμε «τα καλύτερα», ό,τι και όσα περιλαμβάνει ο όρος για τον καθένα. Δηλαδή να ζήσουμε, έστω λίγο, μικρές πολυτέλειες που οι δυνατότητές μας δεν επιτρέπουν να αποτελέσουν στοιχεία της καθημερινότητας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών αναγκών μάς οδηγεί να αναζητήσουμε την παρέα ανθρώπων που θεωρούμε πιο επιτυχημένους, να αντιγράψουμε τα φερσίματά τους και να τους ακολουθήσουμε στα μέρη που επιλέγουν για να διασκεδάσουν. Όσο διατηρούμε τον έλεγχο του εαυτού μας και έχουμε επίγνωση της θέσεως μας, τα προηγούμενα είναι θεμιτά κι ανθρώπινα.
Αν αυτά τα χάσουμε, καραδοκούν ο σουσουδισμός, τα μεγαλοπιάσματα και η γελοιοποίηση! Τη συμπεριφορά αυτή φρόντισε να περιγράψει ο αείμνηστος Δημήτρης Ψαθάς στη «Μαντάμ Σουσού». Το έργο διακωμωδεί την ξιπασιά της ηρωίδας, μιας φαντασιόπληκτης γυναίκας που θέλει να ανέβει κοινωνικά, εγκαταλείποντας τον φτωχικό Βούθουλα του Κολωνού για να εγκατασταθεί στο Κολωνάκι. Πρωτοδημοσιεύτηκε σε αυτοτελή επεισόδια στο περιοδικό «Θησαυρός» το 1939 πριν εκδοθεί σε βιβλίο το 1941. Από τότε η επιτυχία του παραμένει διαχρονική διότι έχει «χτυπήσει φλέβα» ανεξάντλητη! Απόδειξη ότι τα καμώματα του σύγχρονου σουσουδισμού καταλαμβάνουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του τηλεοπτικού χρόνου στην πατρίδα μας και δυστυχώς αποτελούν ασυναγώνιστο πρότυπο για την κοινωνία μας.
Προφανώς όσοι επιβάλλουν αυτόν τον «πολιτισμό» εκμεταλλεύονται τις ανάγκες και τη διαταραχή ενός ευρύτατου κοινού σε κατάθλιψη, το οποίο, απογοητευμένο από την πραγματική ζωή του, επιχειρεί να ζήσει το φαντασιακό του μέσα από στέψεις, κηδείες, δεξιώσεις, πριβέ πάρτι, πληροφορίες για τη δράση ασήμαντων διαττόντων «αστέρων», καταιγισμό ανοησιών και χυδαιότητας. Τους δυστυχείς ανθρώπους που ζουν μέσω της οθόνης ας τους κρίνουμε με επιείκεια. Βοήθεια θέλουν, όχι απόρριψη.
Το αναπάντητο ερώτημα είναι τι θέλουν οι «πρωταγωνιστές» αυτού του περιφερόμενου χρυσοποίκιλτου μπουλουκιού. Γόνοι οικογενειών με δύναμη και πλούτο, επιστήμονες με διαδρομή και έργο, καλλιτέχνες επιτυχημένοι, άνθρωποι που θεωρούσαμε σοβαρούς και μετρημένους. Γιατί δεν φτάνουν σε όλους αυτούς ούτε οι περιουσίες τους ούτε τα καλά τους, που γεροί να ‘ναι να τα χαίρονται, ούτε η ομορφιά κι η αρχοντιά τους; Γιατί πρέπει να βγάζουν φόρα παρτίδα τα προσωπικά, τις ιδιαίτερες στιγμές, τα «μαλλιοτραβήγματά», τα γλέντια τους; Γιατί θέλουν να βρίσκονται διαρκώς στην επικαιρότητα αδιαφορώντας αν για να το πετύχουν πρέπει να αυτοεξευτελιστούν; «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου». Σωστά, αλλά άλλο στην άβυσσο, άλλο στον απόπατο…