Από τον Κωνσταντίνο Σχοινά
Ἀνέμενα τὴ σειρά μου γιὰ καφὲ πακέτο στὸ μαγαζὶ τῆς γειτονιᾶς. Ὁ κυρ Γιάννης, τακτικὸς πελάτης, εἶχε μόλις παραγγείλει τὸν συνηθισμένο του καφὲ Americano μὲ μπόλικη ζάχαρη, «σὰν ἐκείνη ποὺ τὸν φτιάχνει», ὅπως φροντίζει νὰ διανθίζει τὴν ἀγορά του κάθε φορά. Τὸ ῥαδιόφωνο ἀναμετέδιδε πρωινὴ μουσικὴ ἐκπομπή, ἡ δὲ μουσικὴ στιγμιαίως διεκόπη γιὰ νὰ γίνει σύντομο σχόλιο τοῦ παρουσιαστοῦ περὶ ἐπικινδύνων ἱδεῶν ποὺ διαχέονται στὶς Ἠνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς.
«Ἔτοιμος ὁ Americano» εἶπε ἡ κοπέλα.
«Πρόσεχε μὴ μολυνθεῖς. Ἄκουσες τί εἶπαν στὸ ῥάδιο!» ἀπάντησε μὲ τεχνητὴ ἀνησυχία ὁ κυρ Γιάννης.
Ἡ κόρη ἐστάθη ἀπορημένη, ἐκοίταξεν ὅλους τριγύρω καὶ ἀπήντησε μᾶλλον ἀδιαφόρως ὅτι δὲν δύναται νὰ ἀκούει ταυτοχρόνως μὲ τὴν ἐργασία της, καθὼς συγκεντρώνεται κατ’ άνάγκην στὴν παρασκευὴ τῶν ῥοφημάτων. Ὁ ἀνὴρ μὲ κάποια μελαγχολία εἶπε:
«Κρίμα νὰ γίνονται τόσες σαρωτικὲς ἀλλαγὲς, ῥὲ παιδιά, καὶ λίγοι νὰ τὶς παίρνουμε πρέφα καὶ νὰ τὶς ἀπολαμβάνουμε…»
«Καλὴ ἀπόλαυση» τοῦ εὐχήθηκε μὲ τὸν δέοντα ἐπαγγελματισμὸ ἡ νεαρὰ καθῶς τοῦ σέρβιρε τον καφὲ καὶ μὲ κάποια ἡδύτητα ποὺ πρόδιδε θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἐνεργὸ ἐνασχόληση τοῦ προκεχωρημένης ἡλικίας ἀνδρὸς μὲ τὴν ἐπικαιρότητα.
Ὁ κυρ Γιάννης κοντοστάθηκε πρὶν φύγει καὶ μὲ ῥώτησε πῶς βλέπω τὴν ἐπανάσταση τοῦ πορτοκαλὶ ἀνθρώπου στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Γιὰ νὰ τόν… σφυγμομετρήσω, εἶπα ὅτι μὲ προβληματίζει ἡ πιθανότης πορτοκαλὶ ἐπαναστάσεως στῆν Ἑλλάδα ὥστε, μὲ ἀφορμὴ τὰ Τέμπη, νὰ καταρρεύσει ο σὲρ Κυριάκος καὶ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ἕτερο πρόσωπο, ἐκλεκτὸ ἄλλων καὶ ὅχι ἡμῶν τῶν ἁπλῶν καταναλωτῶν καφέ.
«Σιγὰ μὴν ὑπάρχουν ἐδῶ ἰκανοὶ νὰ στήσουν τέτοια πράγματα!» ἀποφάνθηκε μὲ σαφῆ τρόπο ποὺ δὲν ἐσήκωσεν ἀμφισβήτηση.
Εἰσῆλθε τότε στὸ κατάστημα κόρη ξανθομαλλοῦσα μὲ οὐρανὶ ὀφθαλμούς, ἰταλικῆς φινέτσας, απὸ αὐτὴ ποὺ κατ’ έξοχὴν ἀφθονεῖ στὴν Κάτω Τούμπα καὶ προεκάλεσεν τὴν ἄμεσον ἀντίδραση τοῦ κυρ Γιάννη, ὅστις ἐπεστράτευσε τῆν παραδοσιακὴν πρακτικὴν τοῦ ἀργοκινήτου χειροφιλήματος ποὺ αἰφνιδίασε θετικῶς τοὺς παρισταμένους. Ἐθεάθη, ὡστόσο, ἔξωθεν τῆς βιτρίνας κυρία φορτωμένη μὲ σακοῦλες τοῦ Σκλαβενίτου, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἐνθουσιασθεὶς ἀνὴρ ἀκόμη κρατοῦσε τὴν χεῖρα τῆς νεαρᾶς, τὴν ὁποῖαν καὶ ἐκοίταζεν ὅπως ὁ Ἦλον Μὰσκ κατάματα τὴν Τζιόρτζια Μελόνι σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα, πρόσφατα σχετικῶς, στιγμιότυπα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ ἀσθμαίνουσα γυνὴ ἐφώναξε:
«Ἐσὺ εἶσαι, βρέ, ποὺ κάνεις κήρυγμα γιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ τὶς ἀξίες;»
«Δὲν ἔχω καὶ τόση ἄμυνα ἐγὼ σὰν τοὺς Ἀμερικανούς, ῥε Καιτούλα!» εἶπε μὲ σταθερὴ μὲν φωνὴ ὁ ἐπ’ αυτοφώρῳ συλληφθείς, μὲ ὀλίγον άσταθῆ δε τώρα πιὰ τα βήματά του.
Ἄρχισα νὰ προβληματίζομαι γύρω ἀπὸ τὸ πόσα καὶ ποιά εἶναι πιθανὸν νὰ λέγονται γύρω μας γιὰ «ἐσωτερικὴ κατανάλωση», ἀλλὰ λίγο ὁ παραδοσιακὸς, χαλαρὸς φραπές μου ποὺ εἶχε πλέον ἐτοιμασθεῖ, λίγο ὁ μελίρρυτος λόγος τῆς “Ἰταλίδος” ποὺ παράγγελνε ἕνα moccaccino doppio macchiato ὡσὰν γνησία Μιλανέζα, ἀπώλεσα δραστικῶς τὰς διανοητικάς μου δυνάμεις.