Οι παλινωδίες Μητσοτάκη, η αμυντική οχύρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα τρία καίρια προβλήματα
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Εκ πρώτης όψεως ή εκ πρώτου ακούσματος, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες της Ε.Ε. και εξαίρεση των αντίστοιχων εθνικών πληρωμών από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος είναι καλοδεχούμενες. Έστω με καθυστέρηση, προσαρμόζεται στην πραγματικότητα.
Οι παλινωδίες του, στο πρόσφατο παρελθόν, ήταν πολλές και μεγάλες. Ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι πριν από τις εκλογές του 2019 δεν ανέμενε πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα ήταν κύριο θέμα της πρωθυπουργίας του. Σαν η μοίρα να του όριζε ότι θα ήταν διαφορετικός απ’ όλους τους προκατόχους του από το 1974 (ή και από τα Σεπτεμβριανά του 1955 και τις αλλεπάλληλες κρίσεις του Κυπριακού τη δεκαετία του ’60). Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ του 2020 έκρινε περιττή τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία, δηλώνοντας ότι «θέλω να θυμίσω ότι τέτοια ρήτρα υπάρχει σε επίπεδο Ε.Ε.». Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα υπέγραφε στο Παρίσι τη Συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης, πανηγυρίζοντας για τη διμερή ρήτρα! Τον δε Νοέμβριο του 2021 αδιαφόρησε πλήρως για απόρρητη ενημέρωση της αμερικανικής πρεσβείας, με συγκεκριμένη, μάλιστα, ημερομηνία έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Αργότερα, νομίζοντας ότι θα διόρθωνε το λάθος, ο κ. Μητσοτάκης προέβη σε αχρείαστα ακραίες δηλώσεις κατά της Μόσχας (με ταυτόχρονη -παρασκηνιακή- ικανοποίηση προξενικών αιτημάτων της!) και σε υπερβολές ως προς την ποιότητα και την ποσότητα της βοήθειας προς το Κίεβο.
Όμως ούτε οι δηλώσεις του πρωθυπουργού κατά την άτυπη Σύνοδο Κορυφής της 3ης Φεβρουαρίου 2025 για την Άμυνα και την Ασφάλεια της Ευρώπης μπορούν να εγγυηθούν ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά. Τα προβλήματα είναι τουλάχιστον τρία:
-Πρώτον, η σύγχυση ή, αλλιώς, μια -βαρουφάκειας νοοτροπίας- «δημιουργική ασάφεια» (που δεν κατοχυρώνει τα συμφέροντα των μικρότερων εταίρων) ως προς τα ποσά που θα δαπανηθούν. Σε προχθεσινό άρθρο του στους «Financial Times» ο κ. Μητσοτάκης αποδέχεται σαν «αναγκαιότητα» και «ευκαιρία» την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για «πρόσθετες επενδύσεις ύψους 500 δισ. ευρώ στον τομέα της Άμυνας κατά την επόμενη δεκαετία». Ωστόσο, την ίδια ημέρα και κατά την άφιξή του στη σύνοδο ο πρωθυπουργός πρότεινε «τη σύσταση ενός ταμείου 100 δισ. ευρώ, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF), το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει κοινές δράσεις, όπως μια ευρωπαϊκή αντιπυραυλική ασπίδα». Αν και κατά κανόνα επιμελέστατος, ο κ. Μητσοτάκης δεν εξήγησε αν τα 100 δισ. θα είναι τμήμα των 500 δισ. ή πρόσθετο κονδύλιο. Η «δημιουργική ασάφεια» γίνεται ακόμα πιο ομιχλώδης, αν ληφθεί υπόψη ότι, την περίοδο 2025-2030 οι ευρωπαϊκές χώρες θα συνεισφέρουν, υπό την παράλληλη ιδιότητά τους ως μέλη του ΝΑΤΟ, τα περισσότερα εκ των 100 δισ. της συμμαχικής βοήθειας προς την Ουκρανία (η ελληνική ετήσια συνεισφορά θα είναι μεταξύ 180 και 200 εκατομμυρίων).
-Δεύτερον, η πιθανότατη δυσλειτουργία του πιθανού «Ταμείου Ανάκαμψης για την Άμυνα». Η ίδρυση νέου ταμείου σημαίνει ότι, αρχικά, η Ε.Ε. θα εκδώσει νέο χρέος (προς εγγύηση-κάλυψη δανείων και επιχορηγήσεων όπως έγινε με το RRF στην πανδημία του 2020), αλλά στη συνέχεια θα υπάρξουν δύο ή και περισσότερες ταχύτητες. Γιατί οι χώρες με μικρό χρέος και χαμηλά επιτόκια δεν θα κινούνται εντός του ασφυκτικού πλαισίου του RRF. Επίσης, τα ισχυρότερα μέλη της Ε.Ε. θα επικαλούνται την ανάγκη σεβασμού της κοινοτικής νομοθεσίας προς όσα ασθενέστερα ζητούν ειδικότερες ρυθμίσεις.
-Τρίτον, το κόστος χρηματοδότησης. Ακόμα και αν -μακάρι- oι αμυντικές δαπάνες εξαιρεθούν από τους δημοσιονομικούς στόχους, παραμένει το πρόβλημα εξεύρεσης των απαραίτητων κεφαλαίων. Αφενός, ο κ. Μητσοτάκης, στο ίδιο άρθρο στους «F.T.», αναγνωρίζει πως «από ένα σημείο κι έπειτα οι αγορές μπορεί να προσθέσουν ένα επιπλέον κόστος στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μας». Αφετέρου, παραλείπει να διευκρινίσει πως, αν αντιγραφεί το μοντέλο του RRF με την έκδοση ομολόγων της Ε.Ε., τότε και για αυτά τα νέα «αμυντικά ομόλογα» (ή όπως αλλιώς θα λέγονται) θα πρέπει να υπάρξουν -πάλι- εθνικές εγγυήσεις για να πληρωθούν, μελλοντικά, οι κάτοχοί τους.
Παράλληλα, η Ελλάδα -ακόμα και υπό τα ιδανικότερα σενάρια για τον υπολογισμό του ελλείμματος και τις εκταμιεύσεις από το νέο ταμείο- θα αντιμετωπίσει πρόσθετες δυσκολίες. Για παράδειγμα, τα ανατολικά μέλη της Ε.Ε. (που βρίσκονται εγγύτερα στη Ρωσία) μαζί με πολλές άλλες χώρες θα απαιτήσουν, κατά προτεραιότητα, σχεδιασμό και πληρωμές για την απειλή από τη Μόσχα, υποβαθμίζοντας έως αδιαφορώντας για τις ελληνικές ανάγκες, π.χ. αντιαεροπορικής άμυνας, έναντι της Τουρκίας. Επιπρόσθετα, την ίδια ώρα που οι ελληνικές αγορές μέσω ενός νέου RRF ίσως να γίνονται με συμφέροντες όρους, οι αντίστοιχες μέσω εθνικών κονδυλίων θα γίνονται με ακριβότερους και επαχθέστερους. Οι αμυντικές βιομηχανίες θα έχουν εξαντλήσει την -όποια- ευελιξία τους στα πολλά και μεγάλα συμβόλαια με τις Βρυξέλλες και θα είναι ανελαστικές για τα λίγα και μικρότερα της Αθήνας.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη