Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος

Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης

Αγαπητοί μου φίλοι, «ψάρεψα» στο διαδίκτυο το παρακάτω άρθρο, το οποίο σας το κοινοποιώ και μετά το συζητάμε:

«Γιατί κολλάμε τόσο με τις κωμωδίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου;

Τις έχουμε δει χιλιάδες φορές, αλλά πάντα σταματάμε να χαζέψουμε λίγο ακόμα και υπάρχει λόγος γι’ αυτό.

Μανίνα Ζουμπουλάκη (Από την Athens Voice)

Η κρυφή και φανερή γοητεία της παλιάς ελληνικής κωμωδίας και συνολικά του ελληνικού κινηματογράφου.

Τις παρακολουθούμε έστω και τυχαία, δηλαδή όταν τις πετυχαίνουμε τυχαία στην τηλεόραση. Και όχι, δεν είναι επειδή νοιώθουμε νοσταλγία, παρά επειδή αυτές οι άτιμες παλιές ελληνικές ταινίες μας φτιάχνουν το κέφι.

Τυχαία έπεσε το μάτι μου, ειλικρινά: για χιλιοστή φορά, δεν είχα σκοπό να παρακολουθήσω μια ελληνική κωμωδία την οποία άλλωστε έχω δει άλλες χίλιες φορές… απλώς ενώ έβαζα ηλεκτρική (ναι, βραδιάτικα, όπως όλος ο κόσμος) ενώ σταμάτησα την ηλεκτρική προς στιγμήν για να αλλάξω σακούλα, κάθισα πάνω στο τηλεκοντρόλ. Άνοιξε η τηλεόραση, μάλιστα σε σκηνή με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Θόδωρο Κατσαδράμη. Παράτησα σκούπα, σακούλα και πάστρα, περιμένοντας να εμφανιστεί στην οθόνη η Μάρω Κοντού, μια και αναγνώρισα αμέσως την ταινία («Καπετάν Φάντης Μπαστούνι», σενάριο-σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος, 1968), την έψαξα μετά, γιατί δεν θυμόμουν τον τίτλο παρά ολόκληρες σκηνές, τον Πόρο όπως ήταν στα σίξτυς, τη μουσική του Κώστα Καπνίση, αποσπασματικά την υπόθεση και μια σειρά καταπληκτικές ατάκες).

Η ταινία ήταν ήδη στη μέση, αλλά δεν χρειαζόμουν την υπόθεση έτσι κι αλλιώς. Όπως οι περισσότερες ελληνικές ταινίας των δεκαετιών ’60-’70, δεν βασίζουν την επιτυχία τους, ή μάλλον τη γοητεία τους, στην υπόθεση, στην πλοκή, παρά στη γοητεία των πρωταγωνιστών τους, τη λάμψη της παραγωγής και τη στρωτή, χωρίς ραφές ροή της αφήγησης. Μιλάω κυρίως για τις κωμωδίες, γιατί αυτές έχουνε μείνει απείραχτες από το χρόνο, δεν έχουν γίνει ίου ούτε κρίντζυ ούτε «ντρέπομαι που κοιτάω», όλα όσα θα κόλλαγε με άνεση στις ελληνικές δραματικές ταινίες ένας σύγχρονος, νέος κριτικός κινηματογράφου. (Αν και, εμείς οι μη-κριτικοί, τις χαζεύουμε άνετα ΚΑΙ τις δραματικές, ας είναι κρίντζυ…)

Σε συζήτηση με φίλους, κάποιος υποστήριξε ότι βλέπουμε τις Ελληνικές ταινίες της Χρυσής Εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου, των δεκαετιών ’60s-’70s, από καθαρή νοσταλγία: η Ελλάδα, κυρίως η Αθήνα και η Αττική, όπως ήταν πριν την ανοικοδόμηση, πριν την αύξηση του πληθυσμού και την επέκταση των αστικών κέντρων, πριν την καταστροφή του περιβάλλοντος και πριν την κυριαρχία του αυτοκινήτου, η Αττική με τις εξοχές, τα δάση, τα πάρκα, τα πολλά δέντρα και τις ωραίες επαύλεις ακόμα και στο κέντρο της, είναι μια Αττική που χαιρόμαστε να την κοιτάζουμε, επειδή τη νοσταλγούμε.

Επειδή μας λείπει η Πατησίων άδεια με τρία Βόλβο κι ένα τρόλεϊ, η Βούλα έρημη με πέντε επαύλεις ανάμεσα σε πευκώνες, η Αγία Παρασκευή σαν τον Ταΰγετο, το Φάληρο σαν το Φάληρο του ΄60. Ή, μας λείπει η παιδική και εφηβική ηλικία μας, όσοι από εμάς είμαστε μεγαλούτσικοι. Τις βλέπαμε όταν είμασταν μικροί αυτές τις ταινίες στον κινηματογράφο, σε θερινό με το άσπρο σεντόνι της οθόνης να ριγεί από καλοκαιρινό αεράκι, χειμερινό με ταξιθέτριες που κυκλοφορούσαν με το φακό στο χέρι ανάμεσα στα καθίσματα, ή στους πάγκους. Αλλά πόσο μακριά σε πάει η νοσταλγία; Εννοώ, πόσα φέσια μπορεί να δει κανείς από ξερή νοσταλγία; Η απάντηση είναι, λίγα, και λίγες φορές. Όταν βλέπεις την ταινία πολλές φορές, σε διάφορες φάσεις της ζωής σου, δεν τη βλέπεις επειδή νοσταλγείς τα νιάτα σου ή μιαν άλλη, παλιότερη εποχή, τη βλέπεις επειδή σε κάνει να νοιώθεις καλά. Να ξεχνιέσαι, να χαμογελάς, να γελάς, να χαλαρώνεις, να χάνεσαι, να διασκεδάζεις, τελικά.

Ακούω για παιδιά, ανήψια και εγγόνια φίλων που πετυχαίνουν στην τηλεόραση, και κολλάνε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Τζένη Καρέζη, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου, την Τασσώ Καββαδία, τη Μάρω Κοντού, τη Μάρθα Καραγιάννη, τον Κώστα Βουτσά, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Ηλία Λογοθέτη, τον Θύμιο Καρακατσάνη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τη Μαίρη Αρώνη, τον Θανάση Βέγγο, τον Νίκο Κούρκουλο, τη Ζωή Λάσκαρη, τον Νίκο Ξανθόπουλο, τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Γιάννη Βογιατζή, την Άννα Φόνσου, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τον Λάκη Κομνηνό, τη Μαίρη Χρονοπούλου, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Ορέστη Μακρή, τον Βασίλη Αυλωνίτη, την Έλλη Λαμπέτη, τον Πέτρο Φυσσούν, τον Στέφανο Ληναίο, την Έλλη Φωτίου και δεκάδες άλλους ηθοποιούς που μεγαλούργησαν από τη δεκαετία του ’50 και μετά στις ελληνικές ταινίες.

Τα παιδιά, ανίψια και εγγόνια είναι μικρά, από 5-6 χρονών μέχρι προ-εφηβεία, και δεν λένε να ξεκολλήσουν από την όποια ταινία, ειδικά αν είναι κωμωδία, ειδικά αν είναι μιούζικαλ. Η μεγαλύτερη ανιψιά μου στηνόταν μπροστά στις ταινίες Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ και τις έβλεπε με μανία όσο ήταν μικρή – θα πείτε, ήταν τα ΄90ς, κι ο μεγάλος γιος μου τις έβλεπε τότε τις Ελληνικές κωμωδίες… αλλά τώρα, στα ’00s και 20s, το φαινόμενο συνεχίζεται με νέες φουρνιές παιδιών. Μάλιστα παιδιών που έχουνε γεννηθεί με το τάμπλετ στο κούτελο, που χειρίζονται το κινητό καλύτερα από τον Έλον (Μασκ), που έχουν διαθέσιμες «με ένα κλικ» τόσες μεγαλεπήβολες σειρές από χώρες με τρελή παράδοση στον κινηματογράφο.

Πώς και γιατί ένα σημερινό παιδί γελάει με τον Βουτσά; Τι είναι αυτό που το κάνει να χαζεύει έναν ασπρόμαυρο Βέγγο ενώ χτυπιέται στην οθόνη της τηλεόρασης;

Λοιπόν δεν έχω ιδέα. Το ότι βρίσκω εγώ διασκεδαστικές τις ταινίες και όλους αυτούς τους καταπληκτικούς ηθοποιούς, τις ατάκες, τις μούτες, το ρεαλιστικό συχνά μοντέρνο παίξιμο, την απλότητα της πλοκής, την αμεσότητα του κάθε αστείου… το ότι διασκεδάζω εγώ, που τα έχω δει χίλιες φορές και είμαι κομμάτι μπαγιάτικη, εξηγείται εύκολα – λίγο νοσταλγία, λίγο αναγνώριση του χιούμορ που δεν παλιώνει ποτέ, λίγο επιστροφή στην παιδική ηλικία, λίγο «παλιές αγάπες αξεπέραστες».

Αλλά το ότι διασκεδάζει ένα 6χρονο κι ένα 8χρονο παιδί σήμερα, βλέποντας τις αδερφές Μπρόγιερ να χορεύουν και τον Αλέκο Τζανετάκο να γουρλώνει τα μάτια του, τη Ρένα Βλαχοπούλου να παίζει πόκα, τη Μάρθα Καραγιάννη να σκίζει την πίστα και τη Μάρω Κοντού να τραγουδάει, το ότι η εντελώς νέα, η φρεσκαδούρα-νέα γενιά τσιμπάει ακόμα με τις παλιές ελληνικές ταινίες… σημαίνει ότι οι ταινίες μιλάνε ακόμα, σήμερα, 60+ χρόνια μετά τη στιγμή που σταμάτησαν τα γυρίσματα.

Οι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, ηθοποιοί, φωτιστές, μοντέρ, ηχολήπτες, φωτογράφοι, οπερατέρ και τεχνικοί έχουν γίνει σκόνη, τα ονόματά τους έχουν ξεχαστεί. Αλλά οι ταινίες μένουν, μας διασκεδάζουν πάντα, και κρύβουν μέσα τους μια άλλη Ελλάδα, αυτήν που γελάει με τα ίδια αστεία κάτω από την Ελλάδα που ζούμε καθημερινά…

Η Φίνος Φιλμ γύρισε συνολικά 196 ταινίες, από το 1942 που ιδρύθηκε μέχρι το 1977 που συγχωρέθηκε ο ιδρυτής της, Φιλοποίμην Φίνος. Το 1970 ο Φίνος έστησε στα Σπάτα το μεγαλύτερο στούντιο, ίσως των Βαλκανίων, στα πρότυπα της Ιταλικής Τσινετσιτά.

Η «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος» γύρισε 118 ταινίες, από το 1966 που την ίδρυσαν οι Κώστας Καραγιάννης, Θόδωρος Καραγιάννης και Αντώνης Καρατζόπουλος. Συνέχισε τη διαδρομή της και μετά το ’80, έχοντας συνολικά μέχρι σήμερα 356 ταινίες στον κατάλογό της.

Άλλες τόσες ελληνικές ταινίες κυκλοφορούν στην τηλεόραση και στο YouTube από ανεξάρτητες ή μικρότερες ή άλλες εταιρείες παραγωγής. Ο μεγαλύτερος αριθμός Ελληνικών κωμωδιών γυρίστηκε στα 60ς και 70ς. Η πρώτη Ελληνική κωμωδία που έφτασε σε αριθμό εισιτηρίων την επιτυχία των «παλιών», ήταν το «Safe Sex», των Μιχάλη Ρέππα-Θανάση Παπαθανασίου το 1999, και λίγο αργότερα, το «Σειρήνες στο Αιγαίο» του Νίκου Περράκη το 2005».

Και τώρα εγώ.

Συμφωνώ σε όλα με την κυρία Μανίνα Ζουμπουλάκη (δεν ξέρω αν έχει σχέση με τη γοητευτική παλιά ηθοποιό Βούλα Ζουμπουλάκη, που τη θαυμάσαμε στο «Όχι κύριε Τζόνσον» και σε λίγες ακόμη ταινίες γιατί διακρίθηκε κυρίως στο θέατρο, στο πλευρό του Δημήτρη Μυράτ), αλλά εγώ στέκομαι σε άλλα σημεία των παλιών Ελληνικών ταινιών. Σε σκηνές που απαθανατίζουν την ίδια την Ελλάδα, τότε που ήταν Ελλάδα, με το δικό της ιδιαίτερο χρώμα, πριν γίνει αυτό το χάλι που βλέπουμε σήμερα. Η πληθυσμιακή πρόσμιξη που επιχειρούν κι εμείς τη  ανεχόμαστε σαν, άντε να μη πω τίποτα… Η ηθική χαλάρωση, διότι «δεν πρέπει να υστερούμε έναντι της Ευρώπης» με τη διαφορά ότι εμείς το παρακάναμε. Απορώ πώς ακόμη δεν έχουν απαγορευτεί οι ταινίες του Σταύρου Παράβα με τον «Φίφη». Η βαρβαροποίηση της γλώσσας με τη φρανκολεβαντίνικη μορφή που μας έχουν επιβάλει. Έτσι η ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς, αυτή του «Γκολ στον έρωτα», λέγεται πιά… club και ο προπονητής της ο κυρ Ηλίας coach, ενώ η  μικρή βιοτεχνία που έβγαζε τακούνια θα λεγόταν σήμερα, αν υπήρχε, Brand. Μεγαλεία πράματα.

Όλα αυτά λοιπόν που αναφέρει η κα Ζουμπουλάκη, είναι όντως τα στοιχεία που έχουν κάνει αθάνατες τις παλιές ταινίες. Εγώ όμως,  όταν τις βλέπω, στέκομαι  και σε άλλες εικόνες.

Στέκομαι στην παλιά Αθηναϊκή αυλή όπως έχει απαθανατιστεί στην «Κόμισσα της φάμπρικας» ή στις «Κυρίες της αυλής» ή στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» ή στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» (υπάρχει ακόμα στην οδό Τριπόδων στην Πλάκα) και σε τόσες άλλες. Αυτή η μοναδική αυλή, που έχω ζήσει σε μια τέτοια, σήμα κατατεθέν της μεταπολεμικής Αθήνας, που τη δημιούργησε η έκρηξη του ρεύματος της αστυφιλίας και η εξ αυτής έλλειψη στέγης. Η Αθηναϊκή αυλή με γλάστρες βασιλικό, με την κληματαριά, με το πηγάδι, με το χαγιάτι, με το κοινό  WC, αλλά και με τους ομηρικούς καυγάδες, δι’ ασήμαντον αφορμή οι οποίοι εκρήγνυντο δις και τρις ημερησίως.

Στέκομαι στο ντύσιμο και τη γενικότερη μόδα της εποχής. Τα φαρδιά παντελόνια, το κοστούμι ακόμα και στις πλαζ τα καλοκαίρια, τα ξεχειλωμένα άχαρα βρακάκια που παίζανε τον ρόλο του μαγιό. Ακόμα και τις ριγέ πυτζάμες με τα κορδόνια. Το χτένισμα με το «κοκοράκι» και το μουστάκι, απαραίτητο αξεσουάρ ενδεικτικό του ανδρισμού και της μαγκιάς. Θυμάστε τι τράβηξε από την παρέα του  στις «Θαλασσιές τις χάντρες», ο Φώτης Τσίπουρας (Φαίδων Γεωργίτσης), όταν εκπληρώθηκε η προφητεία του Μεμά Γαρδούμπα (Γιάννης Βογιατζής): «Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να κόψεις»…

Στέκομαι στους φτωχούς βιοπαλαιστές, που πραγματικά παλεύουν ολημερίς για να βγάλουν τον επιούσιο. Ο τυροπιτάς με τη φορητή βιτρίνα του, που στο κάτω μέρος είχε κάρβουνα για να κρατάει ζεστές τις τριγωνικές τυρόπιττες, στους γύφτους με τις μαϊμούδες («πώς βάφεται κορίτσι μου η κυρία πριν βγει έξω») ή τις αρκούδες με τον χαλκά στη μύτη. Οι παγωτατζήδες με το χαρακτηριστικό τρίκυκλο καροτσάκι και τη ρομβοειδή επιγραφή «ΕΒΓΑ»… Όλα τα σκόρπισε ο άνεμος και πήγανε χαμένα, που τραγουδούσε ο μεγάλος Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Στέκομαι στις εφημερίδες που έχουν βάλει στον τοίχο με πινέζες, για να μη λερώνονται τα ρούχα. Ενίοτε και για να μη λερώνεται ο τοίχος από τα… ρούχα.

Στέκομαι σε διάφορα κομμάτια οικιακού εξοπλισμού που δεν υπάρχουν τώρα, όπως το κοινόχρηστο τενεκεδένιο νιπτηράκι στην αυλή, το «φανάρι» για να διατηρούνται τα τρόφιμα και να κρατάει μακριά τα σύννεφα από μύγες, το ψυγείο πάγου με το άχυρο στη θήκη του πάγου, για να τον διατηρεί περισσότερο.

Στέκομαι στα καθαρά Ελληνικά στιγμιότυπα που τώρα πιά τα βλέπουμε μόνο στον παλιό Ελληνικό κινηματόγραφο, όπως τα παλιά μπακάλικα που σερβίριζαν και κάνα ουζάκι. Κλασικό τέτοιο μπακάλικο, αυτό του κυρ Παντελή (Κώστας Δούκας) με… υποδιευθυντή τον θρυλικό πλέον Ζήκο (Κώστας Χατζηχρήστος). Αλλά και το μπακάλικο του Χαρίλαου Ντούκουρα (Γιάννης Ιωαννίδης), με τον ανεπρόκοπο ανιψιό του Αντώνη Ντούκουρα (Νίκος Σταυρίδης στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση), στην ταινία του 1950 (!) «Έλα στο θείο» και βέβαια το μεγαλομπακάλικο του κυρ Στέφανου με τη θρυλική παραγγελία της Κατερίνας Πιερή (Αλίκη Βουγιουκλάκη), η οποία άλλαζε συνεχώς επί το ποιοτικότερον αλλά και… το ποσοτικότερον,  όσο ο προϊστάμενός της Αλέξης Βαρνέζης (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), της ανέβαζε τον μισθό σεμνά και ταπεινά στη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα».

Ακόμα και το σταύρωμα του καρβελιού είδαμε στην ταινία «Οι παπατζήδες» του 1954. Σήμερα όποιος το κάνει αυτό θεωρείται, τουλάχιστον, γραφικός.

Στέκομαι σε επαγγέλματα που χάθηκαν ή εκπολιτίστηκαν, όπως οι δοσατζήδες. Πόσο αληθινά τους απαθανάτισε ο Βασίλης Γεωργιάδης στην ταινία του «Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι» και πόσο εκπληκτικά τους ενσάρκωσαν ο Θανάσης Βέγγος (Θωμάς Καλαφάτης) και ο Νίκος Ρίζος (Γρηγόρης Πασπάτης). Τώρα οι δοσατζήδες έγιναν… πιστωτικές κάρτες, ενώ ο τσαγκάρης του δρόμου (Παντελής Ζερβός στο «Αμαξάκι»), έγινε «τακούνι εξπρές», ενώ ο αμαξάς εξαφανίστηκε.

Άλλο σημείο που προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον, είναι τα μέρη που γυρίστηκαν οι παλιές Ελληνικές ταινίες. Γειτονιές που ούτε μπορείς να φανταστείς όταν τις βλέπεις σήμερα, ότι ήταν οι χωματόδρομοι του χθες.

Ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης,  είναι ένας εραστής του Ελληνικού κινηματογράφου που από  κανάλι του «Κασταλία» στο youtube, δίνει πολλές απαντήσεις στο ερώτημα: «Πού γυρίστηκαν οι παλιές Ελληνικές ταινίες».

Έτσι μαθαίνουμε ότι τα κανάτια  της «Θείας απ’ το Σικάγο» έπεφταν από ένα μπαλκόνι της οδού Ξενοκράτους στο Κολωνάκι. Το νησί της ταινίας «Απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια» με τον Γιάννη Βόγλη και τη Μέμα Σταθοπούλου, ήταν η… Πάχη Μεγάρων, ενώ το «Γοργόνες και μάγκες» έχει γυριστεί στην Ύδρα στη θέση Κανόνι. Στο ίδιο μέρος, αρκετά χρόνια μετά, γυρίστηκε η ταινία «Έλα ν΄ αγαπηθούμε ντάρλινγκ» με τον Στάθη Ψάλτη. Στην Ύδρα, έχουν γυριστεί περίπου είκοσι ταινίες. Ακόμα ο… ιστορικός «κόμβος», που ήταν στο χωριουδάκι Θυμαριά, της ταινίας «Ούτε γάτα ούτε ζημιά»,  είναι ο Άγιος Στέφανος.

Όλα αυτά και πιθανώς και αρκετά άλλα, είναι εκείνα που καθιστούν τον παλιό Ελληνικό κινηματογράφο, όχι μόνο αφορμή για διασκέδαση, αλλά, πλέον, και πηγή ιστορικών και – κυρίως – λαογραφικών στοιχείων μιας Ελλάδας που έφυγε (ή μας την… έφυγαν). Αυτός είναι ο λόγος που δεν πρόκειται ποτέ να πεθάνει. Ο παλιός εννοούμε, διότι ο νέος γεννιέται πεθαμένος…

Α να χαθείς, αντιδραστικέ…

Θεός φυλάξοι, αλλά…

Όχι ρε πού… η μου

Πάντα επίκαιρο

Φάγανε, φάγανε, φάγανε

  1. Να μνημονεύσουμε και τους “μακρυκωσταίους και κοντογιώργηδες”, του απέραντου στην πένα και έμπνευση Σακελλάριου, με τον μοναδικό καρατερίστα Παντελή Ζερβό… που πρωταγωνιστούσε δευτεραγωνιστώντας παντού και πάντοτε.
    Η ίδια η ανταγωνιστική (και σε βίαιες περιόδους) ζωή, παρείχε τα αξεπέραστα μαθήματα στους παλαιούς ερμηνευτές, που ουδεμία δραματική σχολή τα έφθανε.

    Άλλως τε, “Μιμείται γαρ η τέχνη την φύσιν”, και έτσι το… contra naturam πληρώνεται.
    Ή, και όπως μας παρεδόθη κι από τον πρεσβύτερον Διονύσιον: Tους μεν της πόλεως νόμους βιάσασθαι δυνατόν, τους δε της φύσεως ου.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Ο επιχειρηματίας!

Τι ιστορία κι αυτή με το τραγικό δυστύχημα στα Χανιά και πόσο μπλεγμένη, αλλά και ύποπτη είναι. Παρόν, βέβαια,...

Οι αγγελιοφόροι δεν αρκούν

Ο Νικήτας Κακλαμάνης εξελέγη χθες πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων με μία εκπληκτική πλειοψηφία για τα δεδομένα της πολιτικής...

Αντιπλημμυρικά στο μετρό

Όταν κάποιος γράφει σε μια εφημερίδα και ανακαλύπτει ότι τα γραφόμενά του πιάνουν τόπο και συμβάλλουν στη βελτίωση της...

Η ιστορία του Κατσαντώνη επαναλαμβάνεται

Η φρικτή εικόνα με τον 15χρονο Ρομά που έφτυνε και βεβήλωνε γελώντας τον ανδριάντα του Αντώνη Κατσαντώνη (1775 -...