Στον αντίποδα, η Μόσχα παίρνει όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από την Κύπρο, ενώ με διπλωματική μαεστρία προσεγγίζει τις τουρκικές θέσεις
Της Κύρας Αδάμ
Η κυπριακή κυβέρνηση πανηγυρίζει για το δώρο Μπάιντεν στη Λευκωσία, πριν λήξει η θητεία του, καθώς με Προεδρικό Διάταγμα δίνεται το δικαίωμα στην Κύπρο να έχει πρόσβαση σε αμερικανικούς αμυντικούς εξοπλισμούς, με προμήθεια υλικού είτε δωρεάν είτε με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος από το πλεονάζον αμερικανικό υλικό.
Η κίνηση αυτή της αμερικανικής κυβέρνησης -που όλα δείχνουν ότι δεν θα τύχει καμιάς αντίρρησης από την κυβέρνηση Τραμπ- αναβαθμίζει τη στρατηγική συνεργασία ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και στις ΗΠΑ και δι’ αυτού του τρόπου η Λευκωσία δένεται για τα καλά, τελεσίδικα, στο αμερικανικό άρμα στην περιοχή ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου. Επομένως δεν αποτελούν έκπληξη «οι τσιρίδες» της Άγκυρας, η οποία διά του υπουργείου Εξωτερικών της «επιτάσσει» στην Ουάσινγκτον να πάρει πίσω το Προεδρικό Διάταγμα και να μην προχωρήσει στην αμυντική συνεργασία με την Κύπρο.
Αυτή η στενή αμερικανοκυπριακή αμυντική συνεργασία εξυπακούεται ότι δεν έχει ως πρώτο στόχο την ενίσχυση και τον εκσυχρονισμό της εθνικής φρουράς έναντι του τουρκικού κινδύνου, χωρίς να υποτιμάται η βελτίωση στην άμυνα της Κύπρου.
Η απόφαση στενής αμυντικής συνεργασίας με την Κύπρο υποδηλώνει ότι η Ουάσινγκτον έχει αποφασίσει να εντάξει ενεργά το «φυσικό αεροπλανοφόρο» της ανατολικής Μεσογείου στους αμερικανικούς σχεδιασμούς ενίσχυσης και διατήρησης της ασφάλειας σε ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο, καθώς τίποτα δεν προμηνύει αποκατάσταση της ειρήνης ακόμα και μετά την παρούσα εκεχειρία στη Γάζα.
Πολύτιμος σύμμαχος
Το κυπριακό έδαφος -και μόνο λόγω γεωγραφίας- αποτελεί πολύτιμο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή και ουδείς μπορεί να αποκλείσει τη δημιουργία αμερικανικής βάσης στην Κύπρο, από την οποία θα μπορεί να εξυπηρετείται η ασφάλεια του Ισραήλ – θα αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια από κράτη της περιοχής (π.χ. Ιράν), με τη συνδρομή και του 6ου Στόλου που όμως, για ευνόητους λόγους, δεν μπορεί να προσεγγίσει τις ακτές στην ανατολική Μεσόγειο.
Στην περίπτωση που αποφασιστεί τελικώς η δημιουργία αμερικανικής βάσης σε κυπριακό έδαφος, αυτή μπορεί -και με μικρό κόστος- να αναπτυχθεί δίπλα στη βρετανική βάση στο Ακρωτήρι (που είναι βρετανικό έδαφος) με κοινή χρήση του υπάρχοντος αεροδιαδρόμου στη βρετανική βάση.
Μια αμερικανική βάση σε κυπριακό έδαφος εκ των πραγμάτων μεγιστοποιεί την ασφάλεια της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι οποιασδήποτε στρατιωτικής απειλής εκ μέρους της Τουρκίας, ακόμα και φραστικής.
Η στενότερη αμυντική συνεργασία Λευκωσίας – Ουάσινγκτον σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία -χωρίς να έχει λυθεί οριστικώς το κυπριακό θέμα- δεν θα περάσει ποτέ το κατώφλι του ΝΑΤΟ λόγω του τουρκικού βέτο. Και επιπλέον αυτή η στενή αμυντική συνεργασία σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση αποδέχεται a priori τις θέσεις της Λευκωσίας στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού.
Στα χέρια του Λαβρόφ
Στον αντίποδα, η Μόσχα παίρνει όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από την Κύπρο, ενώ με διπλωματική μαεστρία προσεγγίζει τις τουρκικές θέσεις χωρίς να τις υποστηρίζει εμφανώς, εκφράζοντας παράλληλα δυσαρέσκεια για την «ευθυγράμμιση» Λευκωσίας – Ουάσινγκτον.
Ο χειρισμός του Κυπριακού βρίσκεται στα χέρια του απολύτως έμπειρου και ικανού Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο κ. Λαβρόφ έδωσε συνέντευξη Τύπου εφ’ όλης της ύλης και αναφέρθηκε στο Κυπριακό: «Τα συμφέροντα των δύο λαών πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν. Μέχρι πρότινος τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας θεωρούντο ως εγγυητές της διαδικασίας. Το τελευταίο διάστημα, αν καταλαβαίνω καλά, και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη της Λευκωσίας, το κουιντέτο αυτό δεν συνεδριάζει πλέον. Υποψιάζομαι ότι η κυπριακή ηγεσία “εργάζεται” με τις ΗΠΑ. Καταλαβαίνω ότι οι σημερινοί ηγέτες της Κύπρου έχουν συμμάχους που δεν θέλουν απλώς οι Κύπριοι να αποφασίσουν γρήγορα, αλλά τους λένε πώς πρέπει να αποφασίσουν, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της ένταξης στο ΝΑΤΟ, της αλλαγής της εσωτερικής νομοθεσίας για να βλάψουν τους Ρώσους που έχουν μεταφέρει τα χρήματά τους σ’ αυτή τη χώρα…»
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»