Η ελληνική κυβέρνηση δεν έπραξε το παραμικρό για την επίλυση του
προβλήματος, ούτε όμως και η αντιπολίτευση στάθηκε στο ύψος της πιέζοντάς την ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή
Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Η «δημοκρατία» ήταν η πρώτη ελληνική εφημερίδα που ανέδειξε το πρόβλημα που δημιούργησε η ελληνική κυβέρνηση με το κλείσιμο ή την υπολειτουργία των 38 εκπαιδευτικών μονάδων στην περιοχή Βάδης – Βιρτεμβέργης (τέσσερα αμιγώς ελληνικά σχολεία, που υπάγονται στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, και 34 Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας, όπου το ελληνικό κράτος παρέχει βιβλία και εκπαιδευτικούς). Το θέμα αναδείξαμε ήδη από 7 Σεπτεμβρίου ως κύριο θέμα στη «δ», κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις, ακόμα και σχετική συζήτηση στην ελληνική Βουλή.
Σε διαδικτυακές συναντήσεις, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε λεπτομερής ενημέρωση εκπροσώπων ελληνικών κομμάτων από αρμοδίους ομογενειακών ομοσπονδιών γονέων και κηδεμόνων της Γερμανίας.
Δυστυχώς, πέντε μήνες αργότερα, κι ενώ βρισκόμαστε ήδη στο μέσον της σχολικής χρονιάς, η κατάσταση παραμένει απογοητευτική, κάτι που οδήγησε τους ομογενείς μας να προβούν σε νέες εκκλήσεις προς την ελληνική κυβέρνηση, δημοσιοποιώντας και επικαιροποιώντας εκθέσεις και υπομνήματά τους για τη στήριξη της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στην ομογένεια.
Το κύριο αίτημά τους ήταν και παραμένει η επαναφορά του σχετικού άρθρου του Ν.4027/2011, που έδινε τη δυνατότητα στις προξενικές Αρχές να εισηγούνται περί των επιμισθίων για τους αποσπασμένους στο εξωτερικό εκπαιδευτικούς. Κι αυτό διότι αυτές οι Αρχές είναι που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα περί των αναγκών σε κάθε περιοχή, ώστε να διασφαλίζεται μία αξιοπρεπής ποιότητα ζωής σε κάθε εκπαιδευτικό που εγκαθίσταται σε ένα ξένο γι᾽ αυτόν περιβάλλον. Και αυτό, φυσικά, είναι κάτι που δεν αφορά μόνο τη Γερμανία, αλλά και κάθε άλλη χώρα όπου λειτουργούν σχολεία ή τμήματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας υπό τη χρηματοδότηση του ελληνικού υπουργείου Παιδείας.
Οι ομογενείς μας φαίνεται πως δεν έχουν βρει ουσιαστική συμπαράσταση ούτε και από τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνει όποιος διαβάζει πρόσφατη (10/12/2024) επιστολή που απηύθυναν στους εκπροσώπους τους, με τους οποίους συναντήθηκαν ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Δεδομένης της σημασίας του ζητήματος για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, αναμένουμε να μας ενημερώσετε το συντομότερο δυνατό (…) σχετικά με τα επόμενα βήματα από την πλευρά των κομμάτων για τη διακομματική πρόταση. Η έλλειψη προόδου σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα, παρά την ευρεία αναγνώριση της αναγκαιότητάς του, θα αποτελούσε απογοήτευση για όλους όσοι εργάζονται καθημερινά για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας στο εξωτερικό. Αντιλαμβανόμαστε τη βαρύτητα της ευθύνης σας και είμαστε βέβαιοι ότι θα ανταποκριθείτε στην ανάγκη να προχωρήσει αυτή η πρωτοβουλία».
Αντιλαμβάνεται εύκολα κάποιος, λοιπόν, ότι τόσους μήνες μετά ούτε η ελληνική κυβέρνηση δεν έπραξε το παραμικρό για την επίλυση του προβλήματος ούτε όμως και η αντιπολίτευση στάθηκε στο ύψος της πιέζοντάς την ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή. Εκτός κι αν θεωρήσει κανείς ότι με μία ερώτηση κάποιου βουλευτή και μία τυπική απάντηση του αρμόδιου υπουργού βγήκαν όλοι από την υποχρέωση!
Ας μην ξεχνάμε ότι η κατάσταση, που υποβάθμισε την ποιότητα της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων στο εξωτερικό, δημιουργήθηκε ως συνέπεια της εφαρμογής των μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας μας, που οδήγησε σε περικοπές κονδυλίων και εκπαιδευτικών. Κάτι που επιτάθηκε μάλιστα με την αύξηση του πληθυσμού των παιδιών με τη μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό, ακριβώς λόγω των μνημονιακών επιπτώσεων.
Υποτίθεται πως είμαστε πλέον εκτός Μνημονίων και η οικονομία μας πηγαίνει πολύ καλύτερα. Υποτίθεται, επίσης, πως γίνεται προσπάθεια για την επιστροφή των Ελλήνων στην πατρίδα. Πώς ακριβώς, όμως, θα γίνει αυτό, όταν τα παιδιά τους αποκόπτονται ουσιαστικά από τη μητρική τους γλώσσα και εκπαίδευση ή όταν η πολιτιστική ταυτότητα, οι παραδόσεις και η εθνική συνείδηση δεν καλλιεργούνται επαρκώς μέσω των εκπαιδευτικών διαδικασιών;
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα», [email protected]
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»