«Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων»
Του Δρ. Απόστολου Ε. Παπαφωτίου*
Ιδιαίτερα για μας τους Έλληνες αλλά και για τους ορθοδόξους της Βυζαντινής οικουμένης, η θυσιαστική μορφή του τελευταίου αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – Ρωμανίας (Pars Orientis) – και όχι του επινοημένου Βυζάντιου, – έχει ιδιαίτερη σημασία και μέγα συναισθηματικό βάρος.
Έτσι αποκτά εθνική σημασία και παγκόσμιο ενδιαφέρον η αποκάλυψη της μοναδικής προσωπογραφίας του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου κατά τις εργασίες συντήρησής στο Καθολικό της Παλαιάς Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας.
Η αρχαιολόγος Δρ. Αναστασία Κουμούση, Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας μαζί με την έμπειρη ομάδα συντηρητών-συνεργατών την εντόπισε στο δεύτερο στρώμα τοιχογράφησης, Το εκφραστικό πορτραίτο, η αυθεντική προσωπογραφία, που φέρει αυτοκρατορικά “διάσημα” και κρατά σταυροφόρο σκήπτρο, απεικονίζει τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου και αποτελεί (μέχρι σήμερα) τη μοναδική εν ζωή προσωπογραφία του. Εντάσσεται ως δημιουργία της επιτοίχιας ζωγραφικής στην εποχή των Παλαιολόγων. Δεν έχει διασωθεί στις πηγές κάποια περιγραφή της μορφής του Κωνσταντίνου. Μερικά στοιχεία λαμβάνουμε από τα λίγα νομίσματα, από τις δύο σφραγίδες, από τη βυζαντινή σπάθη που βρίσκεται στη βασιλική οπλοθήκη του Τουρίνου Ιταλίας (Armeria Reale) και από ένα χειρόγραφο, που έχουν διασωθεί. Το τελευταίο περιέχεται στο Χρονικό του Ιωάννου Ζωναρά και ανήκει σε Κώδικα της Biblioteca Estense της Μόντενας Ιταλίας (Codex Mutinensis graecus 122).
Η σοβαρότητα της ωραίας μορφής η μετωπική ευθύτητα, η ακριβής απόδοση των χαρακτηριστικών που αποπνέουν ευγένεια και ηρεμία μας εμπνέει να αναλογισθούμε τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που έχουμε ως διάδοχοι και συνεχιστές του.
Ο τελευταίος Ορθόδοξος Χριστιανός Αυτοκράτορας των Ελλήνων στο πρόσωπο του οποίου συμπυκνώνεται η τελική πράξη του τέλους της αυτοκρατορίας ορίστηκε να αντιμετωπίσει την πλήρη απαξίωση τού κάποτε ένδοξου τίτλου του. Σ’ ένα περιβάλλον διχαστικό και αντιφατικό γεμάτο διλήμματα και αντιθέσεις, σε κλίμα εμφύλιας διαμάχης, οφείλει να κινηθεί μεταξύ της φιλοπατρίας που τον διακρίνει, για τη διατήρηση των εδαφικών λειψάνων της πάλαι ποτέ ακμάζουσας αυτοκρατορίας και της ταπείνωσης και υποταγής στους Χριστιανούς της Δύσης. Και με τις πράξεις του δημιουργεί τον αντίστοιχο επίλογο της κραταιής αυτοκρατορίας διάρκειας 1100 χρόνων και έτσι προτιμά τον θάνατο και την απώλεια παρά την ταπεινωτική συνθηκολόγηση με τους Τούρκους.
Το όνομα Παλαιολόγος μας θυμίζει τον μεγαλύτερης διάρκειας αυτοκρατορικό Οίκο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήταν το τέταρτο παιδί από εννέα παιδιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης (Οσίας Υπομονής) Δραγάση, κόρης του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Δραγάση.
Ο Κωνσταντίνος μετά τη μετακίνηση του από τη θέση του διοικητού των βυζαντινών κτήσεων στη Μαύρη Θάλασσα ήλθε στην Πελοπόννησο το 1427, μετά από εντολή του αυτοκράτορα Ιωάννου Η’ για να αναλάβει την αρχή από τον αδελφό του Θεόδωρο που είχε διατυπώσει την επιθυμία να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Τον Μάρτιο του 1431 είχε γίνει η ανταλλαγή μεταξύ των τριών αδελφών και Δεσποτών Κωνσταντίνου και Θωμά, με τον Κωνσταντίνο να λαμβάνει τα Καλάβρυτα και όλα τα εκεί κάστρα. Ήταν η περιοχή της Μονής των Αγίων Ταξιαρχών στο δικό του διοικητικό τμήμα ως τμήμα του ενιαίου Δεσποτάτου της Πελοποννήσου. Οι Δεσπότες και αδελφοί του Κωνσταντίνου, ο Θωμάς και ο Δημήτριος τελειώνοντας τη μεταξύ τους διαμάχη με την επέμβαση του Κωνσταντίνου ενίσχυσαν πολλαπλώς τη Μονή προσφέροντας ιερά κειμήλια και σκεύη, κτίζοντας διάφορα κτίρια και παραχωρώντας κτήματα. Ο Κωνσταντίνος ο οποίος είχε αναλάβει Δεσπότης του Μοριά το 1443, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η’ στις 31 Οκτωβρίου 1448 στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449 και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Μαρτίου 1449. Από όλες τις θέσεις που υπηρέτησε έδειξε τις εξαίρετες αρετές που διέθετε «Αξιολογώτατον και πανάρετον Λακεδαιμονίων Άνακτα» χαρακτηρίζεται από τον Κυριακό τον Αγκωνίτη, και «…ανήρ άριστος και συνετός τε και φρόνιμος και σώφρων και ανδρελιος…» αναφέρεται από ένα λαϊκό εκκλησιαστικό οφφικιάλιο της εποχής του. Η αποκάλυψη της προσωπογραφίας μας προσφέρει ιστορικές μαρτυρίες και δημιουργούν ιστορικές αντανακλάσεις που συνδέονται με το περιβάλλον της περιοχής της Πελοποννήσου και γενικότερα της αυτοκρατορίας και με ιστορικά πρόσωπα.
Προβληματισμοί
Η τοιχογραφία της ηγεμονικής και ειρηνικής μορφής του Κωνσταντίνου που εκφράζει επί πλέον ως πρόσωπο τη σύγκρουση της πολιτικής θέσης και της χριστιανικής πνευματικής ιδιότητάς του, θέτει πολλούς προβληματισμούς για την πατρίδα μας για το παρόν και το μέλλον της. Αναφέρονται δύο από τους πολλούς:
1) Η «συμφωνία» των δύο θεοδώρητων εξουσιών της Πολιτείας και της Εκκλησίας που ήδη είχε ολοκληρωθεί από τον Ιουστινιανό (ΣΤ Νεαρά) τον 6ον μ.Χ. αιώνα είχε λύσει πολλά προβλήματα των Χριστιανών αλλά είχε δημιουργήσει και νέα. Πολλές φορές η ταύτιση της Εκκλησίας με την Πολιτεία-κρατική εξουσία δημιούργησε τις συμφύσεις με τις οποίες τα πνευματικά και εκκλησιαστικά πράγματα προσεγγίζονταν με όρους πολιτικής και αντιστρόφως πολιτικές πράξεις κρίνονταν με κριτήρια πνευματικότητας. Έτσι χωρίς να βελτιώνεται η κοσμική εξουσία η Εκκλησία μπλέκονταν σε συμβιβασμούς, πρακτικές και μεθοδεύσεις.
Η Άλωση και τα γεγονότα πριν από αυτή κατά την οποία η οικουμενικότητα της πίστης ως χριστιανική πνευματικότητα ήλθε σε αντίθεση με την ύπαρξη του κράτους ως πολιτική, στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, πρέπει να επιβάλλουν σήμερα τη μεγάλη προσοχή και τη διάκριση στις σχέσεις Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας-κράτους και της αυτοτέλειας των ιστορικών φορέων τους.
Στην αρχή της ιστορικής διαδρομής η ίδρυση της Πόλης στις 11 Μαΐου 330 από τον Μ. Κωνσταντίνο, τον πρώτο Χριστιανό αυτοκράτορα της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως Νέα Ρώμη, βασίστηκε στη συνύπαρξη Πολιτείας-κράτους και Χριστιανικής πίστης. Αυτή η συνύπαρξη της Εξουσίας και της Εκκλησίας στο πλαίσιο της «Συναλληλίας» κράτησε την αυτοκρατορία ζωντανή για 1.100 χρόνια. Τώρα όμως με έναν άλλο Κωνσταντίνο ήλθε η ώρα για το τέλος της ιστορικής διαδρομής, για τη διάλυση αυτού του δεσμού για να σώσει ο Βασιλεύς τα κατάλοιπα της Αυτοκρατορίας. Κι έτσι με κόστος την αφομοίωση της Ανατολικής Εκκλησίας από τη Δυτική αναζητούνται συμμαχίες με τη Δύση, οι οποίες θα προσφέρουν πολιτική διέξοδο αλλά και θρησκευτική καταστροφή στον αναγκαίο δρόμο της συνθηκολόγησης με τους Λατίνους.
2) Η μακραίωνη Βυζαντινο-Λατινική αντιπαλότητα, που πολλές φορές έπαιρνε και στρατιωτική μορφή, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη και την απώλεια της Βασιλίδος των Πόλεων από τους Οθωμανούς Τούρκους. Μια ενιαία Χριστιανοσύνη ποτέ δεν θα έφθανε στο σημείο της κατάληψης της πρωτεύουσάς της. Με την Άλωση δίνεται ευκαιρία σε όλα τα μέρη της διαιρημένης Χριστιανοσύνης, να αναστοχασθούν, να ξαναβρούν τις κοινές ρίζες, να επιστρέψουν στους κοινούς δρόμους, στη κοινή αποστολή της Αρχαίας Εκκλησίας. Οι καιροί οι οποίο έρχονται φέρνουν ένα κόσμο γεμάτο με βαρβαρότητα, με φρίκη και χωρίς Χριστό, ως εκ τούτου επιβάλλουν την κατανόηση και προσέγγιση των μερών.
Συμπέρασμα
Μέσω της μαρτυρικής θυσίας του αυτοκράτορα, στην Πύλη τού Αγίου Ρωμανού, κρατήθηκε για τον λαό μας άσβεστη η λυχνία της πίστης και η ελπίδα της απελευθέρωσης για 400 χρόνια και τον δυνάμωσε να επιβιώσει, να αγωνιστεί, να επαναστατήσει για να δικαιώσει τη θυσία του της 29ης Μαΐου τού 1453. Η ίδια θυσία στέλνει ένα μήνυμα αντίστασης και συγχρόνως αποτελεί μια πνευματική υποθήκη της παρωχημένης πια Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου αλλά αλησμόνητης σε εμάς, το οποίο μήνυμα ισχύει διαρκώς και ιδιαίτερα στις μέρες μας όπου ο ίδιος εισβολέας επιβουλεύεται την ύπαρξη της πατρίδας μας με το διαχρονικό εκ μέρους του σχεδιασμό του Παντουρκισμού.
Μας καλεί λοιπόν ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς και εθνομάρτυς βασιλιάς, παρά την ηθική κατάπτωση και ανεπάρκεια της πολιτικής εξουσίας της πατρίδος μας και τις φωνές ενδοτισμού και τις ανεξήγητες και απαράδεκτες αντιδράσεις και τον επιδεικνυόμενο «ραγιαδισμό» να σταθούμε στο ύψος της θυσίας και της υποθήκης του και να δηλώσουμε στους εχθρούς μας αλλά και στους αγνώμονες φίλους μας, ποίοι είμαστε και εάν χρειαστεί θα εκτελέσουμε τις εντολές που κατέλειπε σε εμάς ο «Οσιομάρτυρας» Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
*Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π., Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.
Κατά την άλωση επί 35 χιλ επιστρατευμένων παρουσιάστηκαν μόνο 5 χιλ, που μαζι με τον Ιωάννη Ιουστινιάνη και τους 700 Γενουάτες απετέλεσαν επί των τειχών την ελαχιστη άμυνα (το δε ταμείο ήτο μείον και έτσι πήγε απέναντι το κανόνι του Ουρβανού).
Οι υπόλοιποι (άνευ σοφίας) επροσεύχοντο εις τας μονάς και στην Αγιά Σοφιά απέχοντες του νοήματος: “συν Αθηνά (Σοφία) και χείρα κίνει”.
“Φίλιππος δ’ έλεγε, κρείττον είναι στρατόπεδον ελάφων λέοντος στρατηγούντος, ή λεόντων στρατόπεδον ελάφου στρατηγούντος”.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, άφησε με την βεβαία θυσία του (ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να υπογράψει το προταθέν “μνημόνιο” από τον σουλτάνο και να αναχωρήσει στην Πελοπόννησο με όλα τα καλά του, όμως απήντησε: “Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”) το ιστορικό δικαίωμα στους ραγιάδες να διεκδικήσουν οψέποτε την ελευθερία των.
Έτσι υπήρξε ουσιαστικά ο Εθνάρχης των νεοελλήνων.
Πολλοί εθνάρχες δεν νοείται να υφίστανται (όπως και πολλοί πατέρες και μητέρες) αλλά καλλίτεροι των άλλων ηγέτες.
Μια “λογική” υπογραφή του θα πάκτωνε με οριστική ταφόπλακα τα Ιστορικά απαράγραπτα δικαιώματα -που λειτουργούν ως εφιάλτες στους απέναντι- του ελληνικού χριστιανισμού (μέγας πολιτικός υπήρξε ο μέγας Κωνσταντίνος… παρά μέγας άγιος, που τον ακολούθησε μετά από 3 αιώνες και ο άλλος μέγας πολιτικός Μωάμεθ).
Και μέγας, εν καιρώ, στατηλάτης του (στα ταπεινά γεωγραφικά καθ’ ημάς) ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που διέσωσε σχεδόν μόνος του στα δύσκολα τον αγώνα, και ήταν αυτός που επρότεινε σθεναρά τον Καποδίστρια ως κυβερνήτη.
Ο Κυβερνήτης λοιπόν πήγε να μαζέψει το μπάχαλο της κοτζαμπάσικης θεσιθηρίας, προσπαθώντας να αφαιρέσει τα προνόμια κάποιων, που εάν συνεχίζοντο δεν θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί στοιχειωδώς ενιαίο κράτος.
Βιάστηκε όμως, πάτησε απότομα φρένο σε οδόστρωμα ολισθηρό από την αδράνεια των αιώνων και τις λακούβες των ξένων καλοθελητάδων.