Του Σάββα Καλεντερίδη
Τα κανονικά κράτη, μεγάλα και μικρά, επειδή θέλουν να επιβιώσουν, υιοθετούν στρατηγική για μια σειρά ζητημάτων. Η Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε υιοθετήσει τη δική της στρατηγική για το Κουρδικό, η οποία εγκαταλείφθηκε κακήν κακώς με τη φοβική διαχείριση από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Σημίτη της υπόθεσης του ηγέτη των Κούρδων, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που κατέληξε στην παράδοσή του στους Τούρκους. Ήταν τότε που ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, πρωθυπουργός της Τουρκίας, είχε πει το εξής: «Δεν έχω καταλάβει γιατί μας παρέδωσαν οι ΗΠΑ τον Οτσαλάν»!
Έκτοτε, η Ελλάδα δεν έχει καμία στρατηγική για το Κουρδικό – ή, μάλλον, η στρατηγική της είναι να μην προβαίνει σε καμιά ενέργεια για το θέμα που ενοχλεί την Τουρκία.
Τώρα, το Κουρδικό επανέρχεται στο διεθνές σκηνικό, με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, αλλά και τη Γερμανία να υποστηρίζουν τους Κούρδους της Συρίας, μια υποστήριξη που είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στη νομιμοποίηση του δεύτερου αυτόνομου κουρδικού κράτους στη ΒΑ Συρία, με τη νομιμοποίηση του πρώτου στο Β. Ιράκ, με το Σύνταγμα του 2005.
Η Τουρκία, αφού απέτυχε να διαχειριστεί το Κουρδικό με όρους επιβολής διά της ισχύος του κράτους και των όπλων, βλέπει ως σανίδα σωτηρίας τον έγκλειστο από το 1999 στις φυλακές της νήσου Καλόλιμνος – Ιμραλί, στη θάλασσα του Μαρμαρά, Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Στόχος της Τουρκίας είναι να ανταλλάξει την απελευθέρωσή του με τη διάλυση του ΡΚΚ και του αυτόνομου κράτους στη ΒΑ Συρία, της Ροζάβα.
Για το σκοπό αυτόν, η κυβέρνηση Ερντογάν έδωσε άδεια σε δύο Κούρδους βουλευτές να επισκεφθούν τον Απο στη φυλακή, οι οποίοι μετά την επίσκεψη εξέδωσαν επίσημη ανακοίνωση με όσα είπε ο Κούρδος ηγέτης, απευθυνόμενος προς την τουρκική κυβέρνηση, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και τους Κούρδους.
Επειδή το μήνυμα δεν επιδέχεται «επίπεδη» ανάγνωση, θα προσπαθήσουμε να το αποκωδικοποιήσουμε.
Το μήνυμα του Οτσαλάν προσφέρει μια σημαντική προοπτική για την αναζήτηση λύσης στο κουρδικό ζήτημα και χαράσσει έναν σαφή οδικό χάρτη για την επίλυσή του. Ο Κούρδος ηγέτης προτείνει μια λύση που βασίζεται στον εκδημοκρατισμό και στην ισότητα ως εναλλακτική λύση τόσο στο πολιτικό αδιέξοδο που παρατηρείται στην Τουρκία όσο και στις ολοένα βαθύτερες κρίσεις που βιώνονται στη Μέση Ανατολή. Συγκεκριμένα, είναι σαφές ότι η πρώτη ολοκληρωμένη πολιτική συνάντηση μαζί του ύστερα από 9 χρόνια κάνει αυτό το μήνυμα ακόμα πιο ουσιαστικό. Αν και το μήνυμα είναι σύντομο, το περιεχόμενό του είναι εξαιρετικά σαφές και κατανοητό για όσους τον παρακολουθούν στενά, και ιδιαίτερα για όσους διαβάζουν τις συνεντεύξεις που έγιναν την περίοδο 2013-2015, όταν και τότε επιχειρήθηκε η πολιτική λύση του Κουρδικού.
Η συνάντηση αυτή δείχνει ότι το κράτος δεν είχε τα αποτελέσματα που περίμενε από τις πολιτικές που ακολούθησε τα τελευταία 9 χρόνια, ως εκ τούτου έπρεπε να επιστρέψει στο έδαφος της συνάντησης με τον Οτσαλάν. Το τουρκικό κράτος, που έχει βαλτώσει τόσο στην εσωτερική πολιτική όσο και στην περιφερειακή εξίσωση, έχει καταστήσει αναπόφευκτη την επανεκκίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η προοπτική που προσφέρει ο Οτσαλάν δεν είναι μόνο μια πρόταση λύσης, αλλά αντικατοπτρίζει επίσης τα διδάγματα που αντλήθηκαν από προηγούμενες εμπειρίες σε αυτή τη διαδικασία.
Ενώ στο μήνυμα τονίζεται η σημασία που έχει να συζητηθεί το Κουρδικό στο πλαίσιο της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, ο Οτσαλάν δεν τη θεωρεί ως τη μόνη βάση για τη λύση, αλλά ως σημαντική βάση. Αυτή η έμφαση δείχνει ότι η λύση δεν μπορεί να περιοριστεί στο κοινοβουλευτικό πλαίσιο και ότι απαιτείται η ενεργή συμβολή όλων των κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων.
Θα πρέπει να αναλυθεί προσεκτικά η δήλωση του κ. Οτσαλάν, που λέει «είμαι έτοιμος να συμβάλω με την απαραίτητη συνεισφορά στη νέα πρωτοβουλία που εξουσιοδοτήθηκε από τον Ερντογάν και τον Μπαχτσελί». Εδώ, ο Οτσαλάν δεν βλέπει τη διαδικασία λύσης μόνο ως πολιτική πρωτοβουλία της κυβέρνησης ή του κράτους. Θεωρεί το κουρδικό κίνημα και τη Δημοκρατία της Τουρκίας ως δύο ισότιμες πλευρές αυτής της πρωτοβουλίας.
Δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί το νέο μήνυμα του Κούρδου ηγέτη ανεξάρτητα από τα προηγούμενα. Αυτό το μήνυμα αποτελεί συνέχεια των προτάσεων λύσης που εξέφρασε προηγουμένως, στις συνομιλίες που διεξήχθησαν μεταξύ 2013 και 2015, και μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητό μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Είναι σαφές ότι σε κάθε μήνυμά του ο εκδημοκρατισμός, η ισότητα και η ειρηνική λύση είναι οι βασικές αρχές του πλαισίου που θέτει. Στο νέο του μήνυμα, υπό το πρίσμα αυτών των αρχών, αναφέρεται τόσο στην ιστορική διάσταση του κουρδικού ζητήματος όσο και στα δομικά εμπόδια που υπάρχουν για μια λύση.
Είναι δυνατόν να συνοψίσουμε το πλαίσιό του ως εξής:
1. Προσδιορισμός του προβλήματος: Το Κουρδικό δεν είναι μόνο πρόβλημα ασφάλειας, αλλά είναι επιπλέον και ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα. Η λύση πρέπει να οικοδομηθεί στη βάση του εκδημοκρατισμού και της πολιτικής ισότητας.
2. Βάση για τη λύση: Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας είναι ένα σημαντικό έδαφος, αλλά δεν είναι το μόνο έδαφος. Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες και οι εξωκοινοβουλευτικές πλατφόρμες πρέπει να λειτουργούν συντονισμένα.
3. Προϋπόθεση για την επιτυχία: Ένα δημοκρατικό και ισότιμο Σύνταγμα για Κούρδους και Τούρκους είναι το «κλειδί» για τη λύση. Αυτή η διαδικασία πρέπει να προχωρήσει με αμοιβαία εμπιστοσύνη και αμοιβαία βήματα.
Στο μήνυμά του, ο Οτσαλάν επιδεικνύει ξεκάθαρη αποφασιστικότητα για το μέλλον της διαδικασίας και τονίζει ότι λύση μπορεί να είναι δυνατή μόνο με αμοιβαία εμπιστοσύνη, λέγοντας: «Εάν η διαδικασία είναι επιτυχής, είμαι έτοιμος να κάνω το απαραίτητο κάλεσμα προς την κουρδική πλευρά». Οι δηλώσεις αυτές αποκαλύπτουν ξεκάθαρα ότι η λύση εξαρτάται από αμοιβαία βήματα και δεν μπορεί να προχωρήσει με μονομερείς συνεισφορές.
Ο Οτσαλάν δηλώνει ότι ο εκδημοκρατισμός και η ειρήνη είναι επείγουσα ανάγκη για να αποτραπεί ο εφελκυσμός της Τουρκίας και του κουρδικού λαού σε βαθιές συγκρούσεις, όπως αυτές που διαδραματίζονται στη Γάζα και τη Συρία. Σε αυτό το πλαίσιο, ζητά να επανεξεταστεί το ισχύον Σύνταγμα με βάση το δημοκρατικό, ισότιμο και αδελφικό δίκαιο.
Η έμφαση στην «αδελφότητα Κούρδων – Τούρκων» υποδηλώνει όχι μόνο έναν αφηρημένο δεσμό, αλλά και ένα κοινό σχέδιο συμβίωσης των δύο λαών που βασίζεται στην πολιτική και τη συνταγματική ισότητα. Αυτό το μήνυμα όχι μόνο προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία για την επίλυση του Κουρδικού, αλλά καλεί επίσης το κράτος και τα κοινωνικά τμήματα να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Από αυτό το σημείο και μετά, η ευθύνη να προχωρήσει η διαδικασία και να γίνει ένα ιστορικό βήμα βρίσκεται στους ώμους του κράτους, της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και άλλων πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων.
Συνοψίζοντας, ο Οτσαλάν λέει: «Είμαι έτοιμος για λύση και ειρήνη – αν είστε έτοιμοι κι εσείς, αυτός είναι ο τρόπος και η μέθοδος».
Άρα, αυτό που μένει να γίνει από τούδε και στο εξής είναι να δούμε τις υποσχέσεις που θα δώσει το τουρκικό κράτος και τα βήματα που θα κάνει.
Όσον αφορά την Ελλάδα, πρέπει να ξαναδεί το Κουρδικό, σε μια περίοδο που επανέρχεται δυναμικά στο διεθνές σκηνικό, με υποστηρικτές τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και όχι μόνο. Το Κουρδικό πρόκειται να αποτελέσει βασική παράμετρο στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της Μέσης Ανατολής, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης, και η Ελλάδα πρέπει να σταθμίσει το πώς επηρεάζονται τα εθνικά μας συμφέροντα στην περιοχή από αυτό και να χαράξει νέα στρατηγική για το κουρδικό ζήτημα.
Ποτέ δεν είναι αργά.
Μήπως τελικά ο κύριος αυτός παίζει το παιχνίδι των τούρκων και εμείς τσιμπάμε, ως συνήθως.
Αν ήταν εχθρός της τουρκίας θα ζούσε εδώ και τόσα χρόνια?
Η είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που θα χρησιμοποιηθεί απο τους τούρκους όταν και οπως χρειαστεί?
Γιατί άλλο πράγμα η υπόθεση του κουρδικού και άλλο η υπόθεση του οτσαλάν.