Της Μαρίας Δεναξά
Η χρονιά που μόλις αποχαιρετήσαμε ήταν άλλη μια χαμένη χρονιά για την αντιμετώπιση των σοβαρών δυσλειτουργιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που φαίνεται να κατευθύνεται ακάθεκτη προς το χείλος του γκρεμού.
Στην ανατολή του νέου έτους είναι πλέον επιβεβαιωμένο πως ούτε η Γαλλία αλλά ούτε και η Γερμανία είναι σε θέση πια να διαδραματίσουν τον ρόλο τους ως κινητήριες δυνάμεις της Ε.Ε. Πιεζόμενη από τον παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία και τις αβεβαιότητες για τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης Τραμπ σε ό,τι την αφορά, η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν ιλιγγιώδη κατάλογο προκλήσεων.
Την προηγούμενη Παρασκευή ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ ανακοίνωσε τη διάλυση του Κοινοβουλίου και τη διεξαγωγή νέων εκλογών για τις 23 Φεβρουαρίου. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών, ακόμα κι αν φέρουν λίγη περισσότερη σταθερότητα, δεν θα επιλύσουν την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η πιο κορυφαία βιομηχανική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πόσο μάλλον που οι δυσκολίες που κλονίζουν τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, έναν από τους πυλώνες της οικονομίας της, συνεχίζουν να επιδεινώνονται.
Στην άλλη πλευρά του Ρήνου, η Γαλλία μόλις εξέλεξε μια νέα κυβέρνηση, της οποίας η πολιτική βάση δεν είναι καθόλου πιο σταθερή από εκείνη του προκατόχου της. Όλο το προηγούμενο διάστημα δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθούν οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που κρίνονται αναγκαίες για τον έλεγχο των δημόσιων δαπανών, το ζήτημα του χρέους παραμένει άλυτο και η απειλή μιας νέας πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης Μπαϊρού αποτελεί περισσότερο από ποτέ βεβαιότητα, παρά πιθανότητα.
Με λίγα λόγια, αυτή είναι η εικόνα σήμερα του περίφημου γαλλογερμανικού άξονα, που τα γρανάζια του φαίνεται πως έχουν σκουριάσει. Άλλα μέλη της Ένωσης βρίσκονται ελαφρώς σε καλύτερη θέση, τουλάχιστον από οικονομικής άποψης. Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια τα καλά νέα έρχονται από τον Νότο. Η Ισπανία αναπτύσσεται ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το φθινόπωρο η Ιταλία, της Τζόρτζια Μελόνι, έγινε ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο.
Ανύπαρκτη δράση
Ωστόσο, αυτά τα μεμονωμένα χαρμόσυνα νέα δεν αρκούν για να φωτίσουν τον ευρωπαϊκό ορίζοντα, που παραμένει ζοφερός. Το παραγωγικό μοντέλο της Ευρώπης βρίσκεται υπό αναθεώρηση λόγω δομικών μεταβολών, με την ενέργεια να είναι αποσταθεροποιητικός παράγοντας. Η ενεργειακή ανασφάλεια και οι πληθωριστικές πιέσεις εξακολουθούν να επηρεάζουν άνισα τα κράτη-μέλη. Αδιαμφισβήτητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χρειάζεται μια νέα ώθηση σε πολλούς τομείς, αλλά κυρίως στην ανταγωνιστικότητα απέναντι στον κινεζικό και αμερικανικό εμπορικό ιμπεριαλισμό.
Παρά τη διάγνωση Ντράγκι, που έτυχε ευρείας αποδοχής αυτό το φθινόπωρο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να αναζητηθούν τα μέσα, κυρίως πολιτικά και οικονομικά, για να εφαρμοστούν οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις για μια ισχυρή βιομηχανική πολιτική σε επίπεδο Ε.Ε., που θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ η κάθε χώρα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα.
Τον Οκτώβριο η Ευρωπαϊκή Ένωση βρήκε τον τρόπο για να επιβάλει δασμούς έως και 45% στα ηλεκτρικά οχήματα από την Κίνα, απειλώντας μια ευρύτερη εμπορική σύγκρουση με το Πεκίνο, το οποίο έχει ήδη «ορκιστεί» να προστατεύσει τις εταιρίες του με δικούς του δασμούς στα ευρωπαϊκά γαλακτοκομικά προϊόντα, το κονιάκ, το χοιρινό κρέας και την αυτοκινητοβιομηχανία. Όμως λίγες εβδομάδες αργότερα οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις γύρω από τη συμφωνία Mercosur, που βάζει ταφόπλακα στην ευρωπαϊκή γεωργία και κτηνοτροφία, σημαδεύτηκαν από τη σθεναρή αντίθεση της Γαλλίας που πλήττεται άμεσα, υπενθυμίζοντας τη δυσκολία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρουσιάσει ένα ενιαίο μέτωπο.
Ο πολιτικός κατακερματισμός εντός της Ε.Ε. δυσχεραίνει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, απόρροια της κοινωνικής δυσαρέσκειας που δεν αντιμετωπίζεται και τροφοδοτείται από τη στασιμότητα των μισθών και την κατάργηση σημαντικών για την επιβίωση κοινωνικών παροχών και δομών, επιβαρύνοντας περαιτέρω την ενότητα της Ένωσης.
Πιο αδύναμη από ποτέ
Μετά την πανδημία οι συνομιλίες για την επαναβιομηχανοποίηση της γηραιάς ηπείρου και στη συνέχεια η ενότητα απέναντι στο ζήτημα της Ουκρανίας έδειξαν ότι μια νέα ώθηση ήταν δυνατή. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως οι συνομιλίες, τα σχέδια των Ευρωπαίων και γενικότερα η στρατηγική τους δυσκολεύονται να μεταφραστούν σε πράξη. Και σήμερα αυτή η αποδυναμωμένη Ε.Ε. θα πρέπει να προετοιμαστεί για μια νέα θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσινγκτον, ο οποίος θα μπορούσε να αναζωπυρώσει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι παράπλευρο θύμα, αν όχι στόχος.
Τέλος, οι πολεμικές συγκρούσεις στο κατώφλι της ηπείρου μας, αντί να αποκλιμακώνονται, συνεχίζουν να εξαπλώνονται. Οι κατηγορίες για σαμποτάζ στη Βαλτική θάλασσα παραμονή των εορτών μαρτυρούν τη ρευστή κατάσταση. Την ώρα που η Σλοβακία προτείνει στη Ρωσία να φιλοξενήσει διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός, η υποστήριξη προς την Ουκρανία φαίνεται πως μειώνεται και την ίδια ώρα οι εξαγγελίες για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας δεν φαίνεται να ενεργοποιούνται αποφασιστικά μέσα στο 2025. Εν ολίγοις, σε μια εποχή που η Ε.Ε. θα έπρεπε να φαίνεται και να είναι πιο σταθερή βρίσκεται σε μια χειρότερη, αν όχι αλλοπρόσαλλη, κατάσταση απ’ ό,τι εν μέσω της πανδημίας. Απέναντι στην εντεινόμενη αβεβαιότητα και τους επερχόμενους κινδύνους έχει χάσει τη δυναμική της, με αποτέλεσμα να απειλούνται η σταθερότητα και η συνοχή της.