Ορατά διά γυμνού οφθαλμού είναι πλέον τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κινητήρια δύναμη της Ε.Ε.
Από τη Μαρία Δεναξά
Καθημερινές είναι πλέον οι άσχημες ειδήσεις για τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο γαλλογερμανικός άξονας, η κινητήρια δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη Γαλλία, που το χρέος της χώρας έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα 3 τρισεκατομμύρια ευρώ και οι οίκοι αξιολόγησης δείχνουν τις άγριες διαθέσεις τους, το 2024 ήταν μια χρονιά που σημαδεύτηκε από χιλιάδες λουκέτα μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ανησυχητική επιβράδυνση της βιομηχανικής δραστηριότητας. Και στη Γερμανία η άλλοτε πανίσχυρη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας διανύει τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της, εξετάζοντας πρωτόγνωρες περικοπές. Εξαιτίας της ύφεσης, η ζήτηση αυτοκινήτων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό μειώνεται, ενώ η δαπανηρή πολυετής μετάβαση από τους κινητήρες εσωτερικής καύσης στην ηλεκτροκίνηση δεν φαίνεται να πείθει λόγω των προβλημάτων που παρουσιάζει και του κόστους, την ώρα που διάφορες μελέτες έχουν αποδείξει πως τελικά είναι μύθος πως δεν μολύνει το περιβάλλον. Σε αυτά τα προβλήματα προστίθεται και ο άγριος ανταγωνισμός για τις πωλήσεις από την Κίνα, της οποίας τα υψηλής ποιότητας και χαμηλότερου κόστους ηλεκτρικά αυτοκίνητα εξάγονται τώρα σε μεγαλύτερους αριθμούς στην Ευρώπη.
Στη Γερμανία η κινητήρια δύναμη της εθνικής οικονομίας, οι εξαγωγές, αναμένεται να μειωθούν το 2025, με τους Γερμανούς να συνεχίζουν να περιορίζουν την κατανάλωση, ενώ ο πληθωρισμός της χώρας διαμορφώθηκε στο 2,2% τον Νοέμβριο, από το 2% που ήταν πριν από έναν μήνα. Ως αποτέλεσμα, το επιχειρηματικό ηθικό συνεχίζει να πέφτει, όπως αποκαλύπτει ο δείκτης IFO για τον Δεκέμβριο.
BASF, Ford, ThyssenKrupp, Hibike, Bosch, Gerhardi Kunststofftechnik GmbH – κάθε εβδομάδα φέρνει μια νέα δέσμη ανακοινώσεων αναδιάρθρωσης ή λουκέτων. Η κορυφαία ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen ανακοίνωσε πως θα περικόψει περισσότερες από 35.000 θέσεις εργασίας στη Γερμανία έως το 2030 και θα μειώσει την παραγωγή στη χώρα.
Όπως στη Γαλλία ο Εμανουέλ Μακρόν, έτσι και στη Γερμανία ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς και ο πράσινος υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ κατηγορήθηκαν ότι «κατακρεούργησαν» τις οικονομίες των χωρών τους στα χρόνια της διακυβέρνησής τους, που σημαδεύτηκαν από την πανδημία, αλλά κυρίως από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη διακοπή των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου, ενός από τους πυλώνες της επιτυχίας της τοπικής βιομηχανίας.
Κακοί οιωνοί
Τούτων δοθέντων, οι οιωνοί για τον γαλλογερμανικό άξονα, που αδιαμφισβήτητα βιώνει μία από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι κακοί. Σε συνδυασμό με την κατάρρευση των κυβερνήσεων σε Παρίσι και Βερολίνο και το πολιτικό κενό στις δύο αυτές χώρες, η ζοφερή οικονομική εικόνα της Ευρώπης δυσχεραίνει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ελλειμμάτων και της αποτυχίας της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.
Το πολιτικό χάος που επικρατεί στις κινητήριες δυνάμεις του ευρωπαϊκού εγχειρήματος αναμένεται να παραταθεί, με δεδομένο πως το Βερολίνο, που έχει επιβάλει τη γραμμή του υπέρ αυστηρότερων δημοσιονομικών κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν έχει στείλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχέδιο για το πώς σκοπεύει να μειώσει τα ελλείμματά του τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή οι σχέσεις του με τον κυριότερο εμπορικό του εταίρο, την Κίνα, γίνονται ολοένα και πιο ψυχρές, ενώ η Ε.Ε. επιδιώκει να αποδυναμώσει τους γεωπολιτικούς εχθρούς της.
Για τη Γαλλία το 2025 θα είναι ακόμα χειρότερο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Natixis, η χώρα θα πρέπει να αντλήσει 340 δισεκατομμύρια ευρώ από τις αγορές (περισσότερο από το ένα τέταρτο του δανεισμού της ευρωζώνης), που την καθιστά τον μεγαλύτερο δανειολήπτη στην ευρωζώνη και αυτόματα τον πρωταθλητή χρέους στην Ευρώπη, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν.
Κατά συνέπεια, η ανησυχητική παράλυση του γαλλογερμανικού άξονα τον καθιστά ανίκανο να προσφέρει στην παρούσα φάση έστω και ελάχιστη καθοδήγηση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για την επιβολή δασμών κατά 10% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, που σημαίνει άμεσο οικονομικό κόστος στους Ευρωπαίους εξαγωγείς, όσο και μια δύσκολη επιλογή για τους Ευρωπαίους ηγέτες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα προβούν σε αντίποινα.
Παράλληλα, η πιθανότητα απομάκρυνσης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ θα αναγκάσει την εξασθενημένη Ευρώπη, που έχει εγκλωβιστεί στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, να βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη για να επενδύσει στην άμυνα.
Ανταγωνιστικότητα
Τους τελευταίους μήνες δύο πρώην πρωθυπουργοί της Ιταλίας, ο Μάριο Ντράγκι και ο Ενρίκο Λέτα, εξέφρασαν δυσοίωνες προειδοποιήσεις για την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, η οποία έχει ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δύο Ευρωπαίοι πολιτικοί, πρότειναν ορισμένες πολιτικά δύσκολες ιδέες: κοινός δανεισμός μέσω ευρωομολόγων, δημιουργία κεφαλαιαγορών ή ένα νέο πανευρωπαϊκό επενδυτικό ταμείο που θα αντιστοιχούσε στις τεράστιες επιδοτήσεις που δίνονται από την Ουάσινγκτον για τις πράσινες τεχνολογίες.
Όμως στην Ευρώπη των 27, όπου η Ούρσουλα κάνει κουμάντο υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων, όπως έχει ήδη αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αργεί να ξημερώσει. Σύμφωνα με τον Βίκτορ Όρμπαν, που η χώρα του έχει την εκ περιτροπής προεδρία της Ε.Ε. μέχρι το τέλος του έτους, οι πολιτικές και οι οικονομικές κρίσεις στη Γαλλία και τη Γερμανία είναι «μόνο η αρχή». Μιλώντας στην εφημερίδα «Magyar Nemzet», εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι τα χρήματα των Ευρωπαίων πολιτών «έχουν χαθεί στη μαύρη τρύπα του Κιέβου».
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη δαπάνησαν μαζί περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ για τον πόλεμο. Το ποσό αυτό θα μπορούσε να είχε βελτιώσει γρήγορα το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θα μπορούσε να είχε φέρει το σύνολο των Βαλκανίων στα ευρωπαϊκά επίπεδα ανάπτυξης. Θα μπορούσαμε να περιορίσουμε τη μετανάστευση και να οικοδομήσουμε ένα νέο ευρωπαϊκό αμυντικό σύστημα. Αλλά αυτά τα χρήματα έγιναν καπνός» τόνισε.
Θυσίες χωρίς αντίκρισμα και για τους Έλληνες
Μέσα σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες και προκλήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι εκτιμήσεις για σχεδόν τριπλάσια ανάπτυξη της Ελλάδας από τον μέσο όρο της Ε.Ε. τίθενται εν αμφιβόλω, καθώς θα έρθει αντιμέτωπη με εξωγενείς κατά κανόνα κινδύνους.
Εκτός από τη στασιμότητα και την επιβράδυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών και κυρίως σε Γερμανία και Γαλλία, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η αστάθεια λόγω των πολεμικών συρράξεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, οι δυσμενείς εξαγγελίες Τραμπ για την Ευρώπη, η επιβράδυνση της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ που δρουν αρνητικά στην ιδιωτική επένδυση και κατανάλωση, με δυσμενείς επιδράσεις στο ΑΕΠ, καθιστούν το 2025 μια χρονιά δύσκολων προκλήσεων για την ελληνική οικονομία, αλλά και για τους Έλληνες. Στις πολυετείς «θυσίες» τους δεν υπάρχει κανένας θετικός αντίκτυπος για την αντιμετώπιση του υπερβολικού κόστους ζωής, το οποίο την τελευταία τριετία εξακολουθεί να αυξάνεται ακάθεκτο εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»