Του Δημήτρη Παξινού
Επτά ετών έφυγε με τους γονείς της στη Γερμανία. Εκεί μεγάλωσε κι εκεί βρήκε τον σύζυγό της. Ή της τον βρήκαν. Μικρό κορίτσι. Ήταν δεν ήταν 18 χρονών. Επέστρεψαν στην Ελλάδα. Γέννησε τέσσερα παιδιά. Τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Το στερνοπούλι. Όμως δεν της πήγαν καλά τα πράγματα. Ο σύζυγος τους παράτησε. Έχασε τον έναν γιο σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Και ήλθαν και οι ασθένειες. Η διάγνωση ήταν τρία αυτοάνοσα. Έτσι τα λένε τώρα. Όταν δεν υπάρχει θεραπεία. Το ένα σχετίζεται με τη νόσο Κρον, το άλλο με το συκώτι. Δεν θυμάμαι το τρίτο.
Οι γιατροί την είχαν ξεγράψει. Δυσκολεύεται να φάει. Δεν χωνεύει το στομάχι. Περιορίζεται σε λάδι, μέλι, αβγά και κοτόπουλο. Τίποτα άλλο. Μπαίνει, βγαίνει στα νοσοκομεία. Πότε για εγχείρηση. Πότε για εξέταση νέα. Αγόγγυστα τα υπομένει όλα. Χρήματα δεν διαθέτει. Έχει τα παιδιά της. Και μια στωικότητα. Και μια ακλόνητη πίστη. Απορούν οι γιατροί για το χαμόγελο την ώρα του πόνου. Μα δεν πονάω, βλέπω τον Κύριο να με αγκαλιάζει. Να με παρηγορεί. Κι αισθάνομαι γαλήνια. Είναι τόσο εύκολο, λέει. Δύσκολο έως ακατόρθωτο μοιάζει για εμάς. Κι όμως είναι τόσο απλά, ξαναλέει.
Ο νους αφοσιωμένος, συγκεντρωμένος, κι όλη η ψυχή σε συνεχή εγρήγορση. Επικεντρωμένος στην ανώτερη δύναμη. Σαν τη γιόγκα. Το πνεύμα ταξιδεύει και βρίσκει καταφύγιο. Ηρεμείς. Νιρβάνα. Ο Χριστός είναι μέσα μας. Αναζητήστε τον, μας λέει. Έτοιμος να μας παρηγορήσει. Να πάρει τον πόνο. Πονάει πολύ. Το άλλο παιδί, το αγόρι, λίγο έλειψε να το χάσει. Κι αυτό σε τροχαίο. Από θαύμα γλίτωσε, λένε. Αυτός που τον χτύπησε ήταν μεθυσμένος. Το άλλο το παιδί δουλεύει στην Αθήνα. Δύο δουλειές. Για να μπορεί να βοηθά. Κι η κόρη μαζί της. Να την προσέχει. Μην τη χάσει. Είναι τόσο ευάλωτη. Το βλέπει, το ζει καθημερινά. Άγρυπνος φρουρός. Δουλεύει καλοκαίρι. Δεν μπορεί να βρει κάτι μόνιμο. Ελπίζει. Δεν έχει βοήθεια. Δεν έχει κομματικό παρελθόν. Άρα λίγες ελπίδες για πρόσληψη. Βρίσκεται σε θρησκευτικό περιβάλλον. Αλλά δεν είναι υψηλόβαθμο. Μάλλον χαμηλό. Πολύ χαμηλό. Δεν διαφέρει πολύ από τα κόμματα και τις τακτοποιήσεις ημετέρων.
Οι ημέτεροι είναι παντού. Προηγούνται. Και διακτινίζονται, διακλαδώνονται, αλληλοσυμπληρώνονται. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου, προσεύχονται και εκλιπαρούν για πιο πολλές παροχές οι τακτοποιημένοι. Και παραπονούμενοι. Ως αδικούμενοι. Σχεδόν μονίμως. Η Μαρία, υπεράνω των υλικών και γήινων, δεν βλέπει παρά μόνον την πνευματική απόλαυση. Δίπλα στο Θείο. Το επικαλείται διαρκώς. Κι η κόρη από κοντά. Ψάχνει, όμως, για μόνιμη δουλειά. Το ψάχνει καιρό. Το έχουν ανάγκη. Για επιβίωση. Χωρίς να παραμελούν, στο ελάχιστο, τις πνευματικές τους υποχρεώσεις. Τα λατρευτικά τους καθήκοντα.
Κι ανοίγουν τις εκκλησίες και τις κλείνουν. Πρώτες πάνω και τελευταίες φεύγουν. Καθαρίζουν εικόνες, μανουάλια, ανάβουν καντήλια, σβήνουν τα κεριά. Κι ένα εκκλησάκι, τον Άγιο Δημήτριο, τον έχουν σε ιδιαίτερη υπόληψη Τον έχουν σαν παιδί τους. Κι όλο τον περιποιούνται. Να λάμπει. Εσωτερικά κι εξωτερικά. Έχει το όνομα του γιου της που χάθηκε σε τροχαίο. Πάει και μένει εκεί πολλές ώρες. Ακόμη και βράδυ. Όταν όλα σιωπούν. Κατάνυξη. Σαν σκιά εισέρχεται.
Συνομιλεί μαζί του και ταυτόχρονα με τον γιο της. Είναι σαν να ζει. Και δοξάζει τον Θεό που την έχει καλά και νοιάζεται. Και προσεύχεται αδιάκοπα. Κι αυτή η επαφή τη δυναμώνει. Ξεπερνά και ασθένειες και κακουχίες και βάσανα. Και τα βλέπει σαν ευλογία. Και χαμογελά. Βλέπει αυτά που δεν βλέπουμε; Αντλεί τόση δύναμη, τόσο κουράγιο, τόση θέληση. Κι αύριο κι άλλες εξετάσεις. Κι άλλα αυτοάνοσα; Πόσα ν’ αντέξει. Κι άλλα λεφτά. Εποχή της ύλης. Και τι να πει ο, καθ’ όλα, σεβάσμιος παπάς της περιοχής, γνωστός για το πλούσιο φιλανθρωπικό του έργο. Όλοι τον ξέχασαν… Μόλις συνταξιοδοτήθηκε. Στενοχωριέται. Μαζί κι η Μαρία. Κι αναζητώντας τη θαλπωρή που δεν βρίσκει, στρέφεται σ’ εκείνον. Και της είναι υπεραρκετό. Μόνο θαυμασμό γι’ αυτήν τη γυναίκα! Και την πίστη της. Σε κάνει καλύτερο άνθρωπο!