Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Έχοντας πολεμήσει επί 11 συναπτά έτη -ιστορικά, το μεγαλύτερο πολυεθνικό μέτωπο και των δύο Παγκόσμιων Πολέμων ήταν στη Μακεδονία, με περίπου 1.300.000 στρατιώτες πολλών εθνών- και κουβαλώντας πάνω του πληγές και τραύματα από τη Μελούνα, έξω από τη Λάρισα (που πάντα έδειχνα στα παιδιά μου ανηφορίζοντας στον Βορρά και πάντα το ξεχνούσαν), μέχρι τον Σαγγάριο, λίγα έρημα χιλιόμετρα μακριά από την Άγκυρα, κι ύστερα γυρίζοντας κουρασμένος στο σπίτι που έχτισε κάπως αργότερα με τα χέρια του, το οποίο γράφει στο υπέρθυρο «Έτος 1929», με τον οπλισμό και την περηφάνια του όμως όρθια και με εννέα παράσημα ανδρείας που χάθηκαν μέσα στην ταραχή, όταν έπιασε φωτιά το παλιό πατρικό που το έχτισαν οι εξόριστοι Σουλιώτες πρόγονοί μας και το κάναμε αχυρώνα, αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν άραγε σήμερα ο βενιζελικός παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, ακούγοντας ότι οι Γλύξμπουργκ της οριστικά τέως βασιλικής οικογένειας, που τόσα δεινά κόστισαν στον τόπο, διάλεξαν να λέγονται Ντε Γκρες.
«Σάμπως μας λείπανε οι σκοτούρες…» Έτσι νομίζω, απαξιωτικά, θα το «έκλεινε» ο Σουλιώτης από τη σκλήθρα των Τζαβελλαίων, και θα συνέχιζε ατάραχος το κυριακάτικο μπαρμπέρισμα (Κυριακές τον επισκεπτόμουν συμφωνημένα), με τη φαλτσέτα που ακόνιζε σέρνοντάς την τελετουργικά πάνω στο δερμάτινο λουρί, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, χειμώνα – καλοκαίρι, με τη σόμπα αναμμένη και το ραδιοφωνάκι να μεταδίδει ήρεμα τη θεία λειτουργία.
Καθόμουν και τον κοίταγα σεβαστικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σιωπή είναι διδακτική. Φουμάριζα κι εγώ, πίνοντας το τσιπουράκι μου αμίλητος. Τι να κάνω… Είχαμε ήδη δουλέψει μαζί κάποια χρόνια στην οικοδομή. «Τι ώρα θα σηκωθούμε αύριο, παππού;» «Στας 4.30!» Δεν έλεγε «στις», έλεγε «στας 4.30», σαν να ήταν αυτή η κουβέντα μια τελεσίδικη απόφαση που κρατάει τον κόσμο στη θέση του.
Έλεγε «στας Σέρρας», από όπου επίσης είχε περάσει δουλεύοντας, και αυτό μάλλον τον είχε εντυπωσιάσει. Μάθαμε γεωγραφία μαζί του. Ήξερα, ας πούμε, να ξεχωρίζω την καταγωγή από τα επώνυμα. Δεν ήταν τόσο ξένοι κι απόμακροι οι άνθρωποι τότε. Ρωτούσαν. Και, συνήθως, βρίσκαν γνωστούς. Αυτό το «τίνος είσαι;» είχε βάρος. Κουβαλούσες την ευθύνη του ονόματος.
Το Ροδολίβος, φερ’ ειπείν -τι εύηχη λέξη, κι ας μην το έχω ποτέ επισκεφτεί!-, το Μοναστήρι στη νότια Σερβία, όπου είχανε καλέσει τον Ευάγγελο παππού σε γάμο όταν τους έχτισε το σπίτι και τραγούδησε μελαγχολικά στα δικά τους και τους συγκίνησε, την Κωνσταντινούπολη, μέχρι το Παρίσι, όπου είχε συνεργείο με επίσημη άδεια του γαλλικού κράτους, και τη Μασσαλία, γιατί παντού έφτασε η ασίγαστη χάρη του πελεκώντας την πέτρα, απ’ όπου γύρισε «με αρεπούμπλικο και ριγωτό σταυρωτό κουστούμι», που ενθουσίασε τη γιαγιά, τα «ήξερα».
Μαζί του έχω κουβαλήσει λάσπη κι έχω βάλει κεραμίδια στα μισά -που λέει ο λόγος- δημόσια κτίρια της μικρής μας πόλης. Φθινόπωρο, με έπαιρνε κοντά να μαζέψουμε αμίλητοι τα ανθεκτικά μήλα από ένα μικρό φυτώριο που είχαμε στο βουνό. Εκεί όπου ξέχασε τον χειμώνα, ένα βράδυ που κατέβασε πρόωρα χιόνι, να λύσει το άλογό μας, τον Μάγκο, και τον φάγανε δεμένο λύκοι. Και τα καλοκαίρια φέρναμε τα σταφύλια στο σπίτι κάτω από τον Ίσβορο και τα πατούσαμε ευφρόσυνα ξυπόλητοι για να γίνουν κρασί. Ανέβαινα πάντα τους χειμώνες, όπου κι αν ήμουν, να του κόψω τα ξύλα, όταν περάσαν τα χρόνια. Έναν καφέ με κερνούσε στο τέλος η γιαγιά μου η Φωτεινή, της άφηνα συνωμοτικά κι εγώ κάτι στην ποδιά κι έφευγα. Την τελευταία φορά, ο παππούς με σταμάτησε. «Θα σ’ αφήσω μια λίρα έξτρα. Θα ’ρθεις να με σηκώσεις;» «Ναι, παππού». Τον πήραμε στις πλάτες με τα τσιγάρα στη μέσα τσέπη, να κεράσει εκεί που πάει, και βγήκανε κάτι παλιοί δικοί μας στο μισοχώρι και τον προβοδίζαν – «ε, μπρε Γκέλιο, να πας στο καλό και χαιρετίσματα στους δικούς μας».