Του Δημήτρη Γαρούφα*
Στις 21 Μαΐου 2005, ο δευτεροβάθμιος δικηγορικός σύλλογος των Σκοπίων γιόρταζε τα 50 χρόνια από την ίδρυσή του σε πανηγυρική εκδήλωση σε αίθουσα του Κοινοβουλίου των Σκοπίων, παρουσία μελών του υπουργικού συμβουλίου και εκπροσώπων δικηγορικών συλλόγων από 23 χώρες. Εκείνη την εποχή η κυβέρνηση των Σκοπίων είχε παρουσιάσει κάποιο νομοσχέδιο που υποβάθμιζε τον ρόλο των δικηγόρων, γι’ αυτό και κλήθηκα από τον δικηγορικό τους σύλλογο (ως νεοεκλεγείς, τον Μάρτιο του 2005, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης) να μιλήσω στην εκδήλωση για τον ρόλο του δικηγόρου σε μια δημοκρατική χώρα.
Στην τελετή ήμουν ο μόνος που στον χαιρετισμό μου τους ανέφερα ως «συναδέλφους της FYROM» (όλοι οι άλλοι τους αποκάλεσαν Μακεδόνες), ενώ μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τον Κίρο Γκλιγκόροφ, που ήταν παρών ως τιμώμενο ιδρυτικό μέλος (το πλήρες κείμενο της ομιλίας μου συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου με τίτλο «Με το βλέμμα στο μέλλον», εκδ. Ιανός, 2014, σελ. 71-76). Με τη λήξη της τελετής ζήτησαν να με γνωρίσουν 3-4 πρόεδροι τοπικών δικηγορικών συλλόγων ελληνικής καταγωγής (βλαχόφωνοι) και κάποιοι άλλοι, επικαλούμενοι ελληνική καταγωγή, οι οποίοι με ενημέρωσαν για τα προβλήματα και τις προσδοκίες τους. Με κάποιους από αυτούς διατηρώ επαφή και κατά καιρούς ανταλλάσσουμε απόψεις για όσα συμβαίνουν στη γειτονική χώρα.
Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή πρόσφατη συζήτηση με κάποιον εξ αυτών για την κατάσταση που επικρατεί στα Σκόπια τα χρόνια μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σύμφωνα με όσα μου ανέφερε ο συνάδελφος, η πλειονότητα των κατοίκων των Σκοπίων δεν είναι ενθουσιασμένη με την πορεία της χώρας τους. Ήλπιζαν ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών θα γίνονταν ελληνικές επενδύσεις, ότι θα άρχιζε η πορεία σύνδεσης με την Ε.Ε. κι ότι θα υπήρχαν χειροπιαστά αποτελέσματα, με την έννοια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και παροχής επιχορηγήσεων που θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδό τους. Όπως μου ανέφερε, νέες επενδύσεις δεν γίνονται από Ελλάδα, οι νέοι τους φεύγουν στο εξωτερικό (έχει μειωθεί πολύ ο πληθυσμός), και αυτοί που μένουν ζουν με στερήσεις και με μισθό 300-400 ευρώ μηνιαίως. Όλα αυτά μειώνουν τη δημοτικότητα του πολιτικού κόσμου, που προσπαθεί με τεχνάσματα να χρησιμοποιεί ακόμη τον όρο «Μακεδονία» για το κράτος τους, πιστεύοντας ότι σε βάθος χρόνου θα υποχωρήσει η Ελλάδα, όπως έκανε με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ, αντίθετα, φοβούνται ότι δεν θα υποχωρήσει η Βουλγαρία στα όσα ζητά. Όπως μου ανέφερε, οι Αλβανοί προς το παρόν αφομοιώνουν όσα κέρδισαν, ενώ στο μέλλον θα ζητήσουν περισσότερα, προβάλλοντας το όραμα της «Μεγάλης Αλβανίας», επιβεβαιώνοντας έμμεσα αυτό που μου ανέφερε Αλβανός διπλωμάτης, ότι οι Αλβανοί των Σκοπίων όταν επισκέπτονται ξένες χώρες, αν αντιμετωπίσουν πρόβλημα, απευθύνονται κυρίως στις αλβανικές διπλωματικές Αρχές και όχι σε αυτές των Σκοπίων.
Ο συνομιλητής μου τόνισε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ουσιαστικά επιβλήθηκε από ΗΠΑ και Γερμανία, αλλά για να μακροημερεύσει χρειάζεται να την αποδεχθούν οι πολίτες και στις δύο χώρες, ενώ προς το παρόν η κοινή γνώμη είναι αρνητική για αυτήν και στις δύο χώρες. Τελικά κλείσαμε τη συζήτηση με τον φίλο μου να παρατηρεί με χιούμορ ότι «μετά τη συμφωνία όχι μόνο δεν αυξήθηκαν οι ελληνικές επενδύσεις στα Σκόπια, αλλά, αντίθετα, και όσοι από τα Σκόπια έχουν κάποια χρήματα προτιμούν να αγοράσουν ακίνητα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ή στη Χαλκιδική».
Από αυτή τη στήλη έχω αναφερθεί πολλές φορές στη Συμφωνία των Πρεσπών, επισημαίνοντας ότι είναι «ετεροβαρής» για τον Ελληνισμό, και δεν έχει νόημα να τα επαναλάβω. Οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας είναι ακόμα δέσμιοι του επί δεκαετίες καλλιεργηθέντος «μακεδονισμού», και θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο γενιές για να αλλάξουν νοοτροπία και να συνειδητοποιήσουν ότι η λέξη «Μακεδονία», πέρα από γεωγραφικός όρος, εκφράζει τον οικουμενικό Ελληνισμό. Εξακολουθούν να αισθάνονται ανασφαλείς, φοβούμενοι τη «Μεγάλη Αλβανία» αλλά και την αφομοίωση από τους Βουλγάρους. Οχυρώνονται πίσω από τη «μακεδονική» ταυτότητα, ελπίζοντας να αντέξουν στον χρόνο ως διακριτή εθνότητα, αλλά όλα είναι ρευστά στη γειτονική χώρα και, όπως μου έλεγε βλαχόφωνος συνάδελφος με αρχαιοελληνικό όνομα από το Μοναστήρι, η οικογένειά του τον προηγούμενο αιώνα υποχρεώθηκε να αλλάξει τρεις φορές επώνυμο, κι έτσι το 1912, που πήραν το Μοναστήρι οι Σέρβοι, το ελληνικό επώνυμο το έκαναν να λήγει σε «-ίβιτς» για να μοιάζει σερβικό. Το 1941, που πήραν την περιοχή οι Βούλγαροι, το έκαναν να λήγει σε «-οφ», για να μοιάζει βουλγαρικό, ενώ το 1944, που ο Τίτο ίδρυσε τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», το έκαναν να λήγει σε «-έφσκι». Κλείνοντας την αφήγηση αναρωτήθηκε με χιούμορ: «Λες να αλλάξει πάλι;»
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης