Του Απόστολου Διαμαντή
Εξεπλάγησαν πολύ τα διάφορα μεσοαστικά bobos του Κολωνακίου και των βορείων προαστίων αλλά και της TV, από τα αποτελέσματα της MRB τα οποία έδειξαν πως οι δημοφιλέστεροι ηγέτες των Ελλήνων είναι ο Βλαδίμηρος Πούτιν και ο Ντόναλντ Τραμπ. Και πως οι αγαπημένοι τους Μπάϊντεν και Ζελένσκι πάτωσαν. Δεν πρέπει όμως να αναστατώνονται τόσο πολύ με την πλέμπα. Το πράγμα έχει ιστορικό βάθος.
Οι ιστορικοί δεσμοί μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων χάνονται βαθιά μέσα στους αιώνες. Το Φθινόπωρο του 957 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η Μεγάλη Πριγκίπισσα του Κιέβου, που ήταν τότε το πρώτο ρωσικό κράτος, η Όλγα. Έγινε δεκτή με τιμές από τον βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, ο οποίος τη βάφτισε στην Αγιά Σοφιά και της έδωσε το όνομα Ελένη, που ήταν η σύζυγός του Ελένη Λεκαπηνή. Την κατήχηση της Όλγας ανέλαβε ο ίδιος ο πατριάρχης Πολύευκτος. Η Όλγα, που ήταν η προστάτιδα και του εγγονού της πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, έγινε έτσι η πρώτη χριστιανή βασίλισσα των Ρώσων και η ρωσική γη μέλος της βυζαντινής κοινοπολιτείας.
Εν συνεχεία, αυτός ο Βλαδίμηρος -καλή ώρα- όταν μεγάλωσε και έγινε βασιλιάς των Ρώσων με έδρα το Κίεβο -εξ ου και το Κίεβο είναι η κοιτίδα των Ρώσων- απαίτησε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο να παντρευτεί την καλλονή αδελφή του Άννα, ειδάλλως θα εισέβαλε στα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στη Νότια Ρωσία, στη Χερσώνα. Τόσο πολύ την είχε ερωτευθεί, από διάφορες διηγήσεις. Πράγματι, η Άννα παντρεύτηκε τον εντυπωσιακό Βλαδίμηρο και έζησαν εν ειρήνη και ευτυχία.
Ακολούθησε η εμβληματική δήλωση του μοναχού Φιλόθεου του Πσκωφ, η οποία έκτοτε συνόδευε στους αιώνες τους ισχυρούς δεσμούς της Ρωσίας με τον Ελληνισμό. Ο Φιλόθεος έγραφε προς τον τσάρο Βασίλειο Β΄ το 1511: «Ευλεβέστατε τσάρε, όλα τα χριστιανικά βασίλεια θα τελειώσουν μια μέρα και θα ενωθούν στο ένα και μοναδικό βασίλειο του δικού μας ηγεμόνα, δηλαδή στο δικό σου. Οι δυο Ρώμες έπεσαν, ενώ η Τρίτη στέκεται όρθια και τέταρτη δεν θα υπάρξει». Ήταν μια πράγματι ενορατική φράση, που καταδεικνύει ταυτόχρονα και την πεποίθηση πως η Ρωσία ήταν για τους Έλληνες η διάδοχος του Βυζαντίου.
Προς τον τσάρο Αλέξιο έγραφε το 1648, κατά τη διάρκεια του Τουρκοβενετικού πολέμου στην Κρήτη και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωαννίκιος Β΄: «Είθε να μας αξιώσει ο Κύριος να ιδούμεν την βασιλικήν της όψιν προσκυνούσα εντός της περιφήμου Αγίας Σοφίας… και καθώς λογίζεσαι πολλών πόλεων βασιλεύς και τούτο το μεγαλείον να απολαύσεις».
Μετά ήρθε η εποχή της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης, της οποίας η μεγάλη φιλοδοξία ήταν να καταλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, να καταλάβει μαζί με τον αυστριακό αυτοκράτορα Ιωσήφ την Κωνσταντινούπολη και να ανακηρύξει ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο με ηγεμόνα τον ρώσο πρίγκιπα Κωνσταντίνο. Προσπάθησε αρχικά με τον εραστή της πρίγκιπα Ορλώφ στα 1770 να απελευθερώσει την Πελοπόννησο, αλλά άφησε εκκρεμές το ζήτημα, το οποίο όμως έδωσε πνοή στους νησιώτες Έλληνες, οι οποίοι μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, ύψωσαν τη ρωσική σημαία στα καράβια τους και πλούτισαν, καθώς γλύτωσαν από τη βαριά οθωμανική φορολογία. Οι Έλληνες τέθηκαν τότε υπό την προστασία της Ρωσίας
Η Μεγάλη Αικατερίνη συνέχισε όμως την προσπάθεια κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και θα το κατάφερνε, εάν δεν μεσολαβούσε η έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία ανέστειλε όλα αυτά τα σχέδια, καθώς οι ηγεμόνες είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν θανάσιμο κίνδυνο και έπρεπε αμέσως να σταματήσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, με τη συνθήκη του Ιασίου.
Αλλά οι ιστορικοί δεσμοί Ρώσων και Ελλήνων παρέμεναν ακλόνητοι, καθώς οι απανταχού ορθόδοξοι Έλληνες ήξεραν πως οι προφητείες για το Ξανθό Γένος που θα τους απελευθέρωνε από τον οθωμανικό ζυγό, κάποια μέρα θα εκπληρώνονταν. Και πράγματι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που στη Νότια Ρωσία ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, που αρχηγός της ήταν ο Έλληνας αξιωματικός του τσάρου, πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης και που ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών του τσάρου, ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν ο αφανής αρχηγός των Φιλικών και ο πρώτος κυβερνήτης της ελεύθερης Ελλάδας.
Όλα αυτά τα γνωρίζει πολύ καλά ο ελληνικός λαός και είναι βίωμά του οι δεσμοί Ελλήνων και Ρώσων, ένα βίωμα που έρχεται από τους αιώνες, από τη μακρά ιστορική διάρκεια. Αντίθετα, ως γνωστόν, οι Έλληνες αποστρέφονται τους δυτικούς ηγεμόνες και κυρίως Αμερικανούς, Γερμανούς και Άγγλους, στους οποίους δικαίως αποδίδουν τις μελανότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Επομένως, δεν έπρεπε καθόλου να εκπλαγούν οι δημοσιολογούντες στην τηλεόραση, από το γεγονός ότι οι Έλληνες θαυμάζουν τον Πούτιν και τον Τραμπ που θέλει να σταματήσει τον πόλεμο και όχι τον Ζελένσκι, ο οποίος επικροτείται μόνον από το 15% του εκλογικού σώματος.
Και προκύπτει το εξής ερώτημα: Ο πρωθυπουργός μας, ο Κυριάκος, με το γλίσχρο 22,9% που του δίνει η έρευνα της MRB, με το 28% που πήρε στις ευρωεκλογές και κυρίως με το καταϊδρωμένο 15% που λαμβάνει ο Ζελένσκι από τους Έλληνες, με ποιο δικαίωμα άσκησε αυτήν τη φιλοπόλεμη αντιρωσική εκστρατεία και γέμισε τον Ζελένσκι με εκατομμύρια και με ένα σωρό ελληνικά όπλα; Ποιον ρώτησε;
Και κυρίως, ποιον εκφράζει; Τίνος λαού είναι πρωθυπουργός; Διότι του ελληνικού οπωσδήποτε δεν είναι.