Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας -προς έγκριση από τη Γερουσία- της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ ως νέας πρέσβεως των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα προκάλεσε έκρηξη δημοσιευμάτων για τη δημόσια εικόνα και τις προσωπικές σχέσεις και προσβάσεις της.
Αν και η κυρία Γκίλφοϊλ είναι σαφώς πιο πολιτικοποιημένη συγκριτικά με τον απερχόμενο Τζορτζ Τσούνης, ο δεύτερος συνεχόμενος διορισμός πρεσβευτή εκ προσωπικοτήτων, αντί ενός πεπειραμένου διπλωμάτη, δείχνει μια πολύ δυσάρεστη αλήθεια. Ο Λευκός Οίκος και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ -και επί Δημοκρατικών και επί Ρεπουμπλικάνων πλέον- θέτουν την Αθήνα σε χαμηλότερη σειρά ενδιαφέροντος και προτεραιότητας. Σε αντίθεση με την -επί δεκαετίες ολόκληρες- αμερικανική ιεράρχηση της ελληνικής πρωτεύουσας ως κορυφαίου διπλωματικού πόστου, εξαιτίας της βαρύτητας των εγχώριων πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων και της ανάγκης συντονισμού με τις αντίστοιχες στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης βαυκαλίζουν την κοινή γνώμη ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο, ιστορικά, καλύτερο επίπεδό τους. Όμως, η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ενδιαφέρονται να μεταφράσουν το άριστο επίπεδο σε οτιδήποτε χειροπιαστό. Η αιτία του κακού βρίσκεται στην Αθήνα και όχι στην Ουάσινγκτον. Γιατί ο κ. Μητσοτάκης, στην αρχή της θητείας του το 2019, έκανε το λάθος -αν και ρωτήθηκε από την αμερικανική πρεσβεία- να μη ζητήσει το παραμικρό αντάλλαγμα (όπως πράττουν, θεμιτά, όλοι οι σύμμαχοι) για την τότε ανανέωση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA). Ίσως έκρινε ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα έπειθε για τις καλές προθέσεις του ως «προβλέψιμου συμμάχου». Παραγνώρισε, ωστόσο, ότι ουδείς στην Ουάσινγκτον σέβεται μεσοπρόθεσμα τους πολιτικούς που αυτοακρωτηριάζουν τη διπλωματική μαχητικότητα των ιδίων και των χωρών τους.
Αντίθετα, στην προηγούμενη ανανέωση της MDCA, το μακρινό 1990, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς είχαν εξασφαλίσει δωρεάν χρηματοδότηση 345.000.000 δολαρίων, διαγραφή οφειλής 50.000.000 δολαρίων, 28 Φάντομ (F-4Ε), 28 Κορσέρ (Α-7), 6 αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας Ρ3Α, 4 αντιτορπιλικά Adams και υπόσχεση (που τηρήθηκε) για την παραλαβή, από τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεγάλων ποσοτήτων υλικού που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Προφανώς, η σύγκριση με τη σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι συντριπτική.
Το 2022, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο πρωθυπουργός δεν συνέδεσε την -κατά τ’ άλλα ορθότατη- επιλογή η Ελλάδα να βρεθεί «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας» με κάποια αιτήματα στήριξης από τις ΗΠΑ. Ακόμα και όταν, στα τέλη του 2023, η αμερικανική πλευρά αυτοβούλως πρότεινε τη χορήγηση αμυντικού δανείου ως και 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η κυβέρνηση αρχικά απάντησε αρνητικά. Αργότερα μετέβαλε γνώμη με ένα «το σκεφτόμαστε» και, τελικά, έχασε τα χρήματα, επειδή -λόγω ασφυκτικών προθεσμιών- έπρεπε να δοθούν σε άλλη συμμαχική χώρα. Τον δε Ιανουάριο του 2024, ο πρωθυπουργός παρουσίασε, είτε από παχυλή άγνοια (εξαιρετικά αμφίβολο) είτε παραπλανητικά (εξόχως πιθανό), μια επιστολή ρουτίνας του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν για τη συνήθη δυνατότητα μεταφοράς πλεονάζοντος αμυντικού υλικού ως μεγάλη εθνική επιτυχία που ο ίδιος διαπραγματεύτηκε, προσωπικά, με τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Πολύ γρήγορα, στις αρχές του καλοκαιριού, διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα του προσφερόμενου υλικού, όπως συχνότατα συμβαίνει με τα πλεονάζοντα (συχνά, ήδη παροπλισμένα και προβληματικά) οχήματα, αεροσκάφη και πλοία. Σε αντίθεση με την προ ημερών αυστηρή τοποθέτηση στη Βουλή του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ν. Δένδια για τη στάση των ΗΠΑ, ο κ. Μητσοτάκης σιωπά. Δεν καταδέχεται να πει στην κοινή γνώμη πώς θα αντικαταστήσει το -σύμφωνα με το διάγγελμά του της 27ης Ιανουαρίου 2024- «εντελώς δωρεάν, πολύ μεγάλο πακέτο εξοπλισμών που ενισχύουν καθοριστικά και τους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων», επισφραγίζοντας «το στρατηγικό βάθος των ελληνοαμερικανικών σχέσεων». Ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήθελε… να καταργήσει το ΝΑΤΟ, κατάφερε το 2018 να εξασφαλίσει 70 ελικόπτερα Kiowa από το πλεόνασμα των ΗΠΑ. Και, το 2019, ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλος πέτυχε τη σταδιακή παραλαβή 1.200 πλεοναζόντων τεθωρακισμένων M-1117, χωρίς διαγγέλματα ή άλλες τυμπανοκρουσίες.
Πέραν αυτών, το νέο μείζον ερώτημα είναι ποια πολιτική θα ασκήσουν η κυρία Γκίλφοϊλ και, γενικά, η αμερικανική διπλωματική αποστολή στην Αθήνα μετά την ορκωμοσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου 2025.
Πρώτα απ’ όλα, θα ήταν μέγιστη πλάνη να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι θα υπάρξει ταχεία μεταβολή του καθεστώτος των αμερικανικών και ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Πρόκειται για ένα ζήτημα που παρακολουθεί στενά ο κ. Μητσοτάκης, με συχνές προσωπικές οδηγίες προς τον μόνιμο αντιπρόσωπο στην Ε.Ε., πρέσβη Γιάννη Βράιλα. Ο πρωθυπουργός, με το επιχείρημα της μεγάλης συνεισφοράς της ναυτιλίας στο ΑΕΠ της χώρας, έχει ζητήσει επανειλημμένα την εξαίρεση των τάνκερ της ελληνικής εφοπλιστικής κοινότητας από τα μέτρα της Ε.Ε., που λίγο πολύ ταυτίζονται με τα αμερικανικά. Άλλωστε, η ευρωπαϊκή απόφαση για την οροφή τιμής του μεταφερόμενου ρωσικού πετρελαίου (oil price cap) ελήφθη σε πλήρη συνεννόηση με την Ουάσινγκτον.
Τις τελευταίες ημέρες, στους διπλωματικούς διαδρόμους συζητείται ευρύτατα η νέα στρατηγική των Κυριάκου Μητσοτάκη και Γιώργου Γεραπετρίτη. Σύμφωνα με αυτήν, το πρόβλημα δεν είναι τα κέρδη της ναυτιλίας, αλλά η συνεχιζόμενη χρήση συστημάτων ή εξαρτημάτων ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Ασφαλώς, η Αθήνα έχει δίκιο γι’ αυτή την υποκρισία των ισχυρών μελών της Ε.Ε. Με τη διαφορά ότι δεν υπάρχει κάποιος μαγικός τρόπος να απαγορευτεί -εν μέσω πολέμου, μάλιστα- η χρήση τους από τη Μόσχα. Η δε αμερικανική προσέγγιση -πόσο μάλλον επί Τραμπ- επισημαίνει ότι τα υπερκέρδη της ναυτιλίας και τα ευρωπαϊκά εξαρτήματα διευκολύνουν εξίσου τη ρωσική πλευρά. Επομένως, θα ήταν ριψοκίνδυνη μια αντιπαράθεση Αθήνας – Ουάσινγκτον επί του συγκεκριμένου θέματος.
Παράλληλα, ο κ. Μητσοτάκης -που πρόσφατα δεν υποστήριξε την επιβολή δασμών της Ε.Ε. στα κινεζικά αυτοκίνητα- είναι βέβαιο πως, επί προεδρίας Τραμπ, θα δυσκολευτεί ακόμα περισσότερο να συνεχίσει την ιδιόμορφη πολιτική του προς την, κατά καιρούς, τέρψη του Πεκίνου. Η αμερικανική πρεσβεία έχει προβεί σε επανειλημμένες σχετικές επισημάνσεις προς την κυβέρνηση. Ενδεικτικό της -ακόμα πιο σκληρής- γραμμής είναι ότι Ρεπουμπλικάνος βουλευτής, που θα αναλάβει κορυφαία θέση δίπλα στον κ. Τραμπ, επεσήμανε στην Ουάσινγκτον (σε εκδήλωση που συμμετείχε και Έλληνας υπουργός) ότι όλοι οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ οφείλουν να συνειδητοποιήσουν πως η ταχύτητα και η έκταση του υπερεξοπλισμού της Κίνας μπορούν να συγκριθούν μόνον με τη Γερμανία της δεκαετίας του 1930.
Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ νωρίς για να γίνουν προβλέψεις για τον βαθμό και τον τρόπο ανάμιξης της νέας αμερικανικής διοίκησης και της εδώ πρεσβείας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό. Είναι πρόωρο, ως ανεδαφικό, να εκτιμηθεί αν θα επαναληφθεί ή θα εξαλειφθεί το φαινόμενο του 2017-2018, όταν ο πρόεδρος Τραμπ αφενός εγκωμίαζε την προσωπικότητα του Τούρκου ομολόγου του, Ρ.Τ. Ερντογάν, και αφετέρου τον απειλούσε με καταιγισμό κυρώσεων.
Ταυτόχρονα, θα ήταν καλό να είναι όλοι προσγειωμένοι στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Η μέση γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου αναμένεται να επιβεβαιώσει μεν -και επί διοίκησης Τραμπ- τα σχέδια στάθμευσης στην Κύπρο πλοίων και μεταγωγικών αεροσκαφών για ανθρωπιστικές αποστολές στη Μέση Ανατολή, αλλά οι φημολογίες για βάση των ΗΠΑ στη Μεγαλόνησο βρίσκονται, εντελώς, στη σφαίρα της φαντασίας.
Ασφαλώς, από τη συνολική εικόνα δεν λείπουν τα στοιχεία της παραπολιτικής και του lifestyle. Στις αρχές του καλοκαιριού, διάφοροι αυλοκόλακες του Μαξίμου μιλούσαν για την ανάπτυξη στενών σχέσεων του κ. Μητσοτάκη με τον -όντως ισχυρότατο- κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, ο οποίος θεωρείτο πιθανός υποψήφιος των Δημοκρατικών (πριν ο κ. Μπάιντεν παραιτηθεί υπέρ της Κάμαλα Χάρις). Και, μέχρι πρόσφατα, λεγόταν ότι ο κ. Νιούσομ θα έρθει για διακοπές στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2025. Πάντως, το πιθανότερο είναι να έχει προηγηθεί -μερικούς μήνες νωρίτερα και για επαγγελματικούς λόγους- η πρώην σύζυγός του. Που δεν είναι άλλη από την Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, η οποία έχει χαρακτηρίσει, δημόσια, τον φίλο του πρωθυπουργού ως ακροαριστερό.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
“Ο Λευκός Οίκος και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ -και επί Δημοκρατικών και επί Ρεπουμπλικάνων πλέον- θέτουν την Αθήνα σε χαμηλότερη σειρά ενδιαφέροντος και προτεραιότητας.”
Πρέσβης των ΗΠΑ στη Γαλλία. Συμπέθερος του Τράμπ. Πρώην κρατούμενος για εκτενή φοροδιαφυγή. Καμία σχέση με το διπλωματικό σώμα. Κυρολεκτικά άσχετος.
κ. Τάρκα, να ξέρουμε τι λέμε και τι γράφουμε!